Θέση: Όλη η ιστορία της ροκ μουσικής είναι ένας ατέρμονος υπομνηματισμός στα όσα μπόρεσαν να κάνουν ο Lou Reed και η παρέα του. Ιδίως ο Τζον Κέιλ. Το πιο πετυχημένο σχόλιο στον Lou και στους Velvet Underground το υπέγραψαν η μεγαλειώδης Kιμ Γκόρντον και οι Sonic Youth.
Αντίθεση: Ο Lou συνέθεσε το «Metal Machine Music», το παθιασμένα παγερό ποίημα της μεταβιομηχανικής αναρχίας. Ήταν η απόλυτη αντίθεσή του στο ποπ. Ήταν, και παραμένει, το προοίμιο σε ό,τι είναι η μουσική εδώ και μισόν αιώνα. Και σε ό,τι μπορεί να γίνει.
Σύνθεση: Διαβάζω το έργο του Lou Reed, όπως τραγουδάω την πρόζα του Ντον ΝτεΛίλο, όπως ακούω τη σκοτεινή μουσική στον καμβά του Mαρκ Ρόθκο, όπως προβλέπω ότι τείνει να γίνει η μεταλλική ποίηση του Θάνου Σταθόπουλου: σύνθεση καταβύθισης σε έναν ορυκτό λυρισμό.
Να μείνει το αποτύπωμα. Να μείνει ο ήχος. Να μείνει η συγκίνηση. Καλύτερα από κάθε άλλον αλάνη της σαιξπηρικής συμμορίας του ροκ, ο Lou Reed κατάφερνε να εναλλάσσει τη μάσκα θανάτου μ' ένα μειδίαμα μειλιχιότητας, να κάνει βελούδινη τη λάμα του σουγιά, να περνάει από την ελπίδα στη λεπίδα και αντιστρόφως.
And death shall have no dominion / Κι ο θάνατος δεν θα έχει πια εξουσία. Πόσες φορές, ξανά και ξανά, μες στις δεκαετίες θα το ουρλιάξω, θα το ψιθυρίσω, θα το ψάλλω, θα το βογκήξω για φίλους, για συμπαίκτες συμπότες, συνωμότες στο συμπόσιο της ζωής, και για φυσιογνωμίες που στάθηκαν οι οδοδείκτες μας (Άλγκρεν, Μπέκετ, Κασσαβέτης, Ντεμπόρ), οι δικοί μας Άγριοι Άγιοι.
Ακούω σήμερα την «Μπανάνα», τον δίσκο που πήγε μπροστά τη μουσική είκοσι χιλιάδες λεύγες, ακούω το «All tomorrow's parties» και το «Waiting for my man», ανταλλάσσω το πολλοστό μήνυμα κατάποσης, καταστολής, κατάπνιξης της αγωνίας στην άκρη του νήματος, στο παρά πέντε του πέρατος του νοήματος, το πολλοστό, λέω, μήνυμα θλίψης και άρσης της θλίψης με τον ποιητή Θάνο Σταθόπουλο, αυτόν που συνομίλησε υπόγεια και μυστικά με την κολασμένη παγωμάρα του Πρίγκιπα της Άγριας Μεριάς, του Lou Reed.
Το «Walk on the Wild Side», ένα τραγούδι όπου ο τρόμος γίνεται χειροφίλημα και η τρυφερότητα γίνεται πριόνι, βγήκε από τις σελίδες του Νέλσον Όλγκρεν, ενώ ένας άλλος μετρ του dirty realism, ο πολύς Ντένις Τζόνσον, άδραξε ένα θραύσμα από την έκρηξη του «Heroine», τον αιχμάλωτο στίχο «I fell like Jesus' son», και τον έκανε τόμο με ιστορίες από τα σοκάκια της απελπισίας. Τίτλος: «Jesus' Son».
Ο Lou Reed, γέννημα θρέμμα της Νέας Υόρκης. Μπρούκλιν, 2 Μαρτίου 1942. Τόπος και χρονολογία γεννήσεως. Ακολουθεί, από πιτσιρικάς, τα τροχιοδεικτικά της ποίησης, αφουγκράζεται τα μηνύματα φυγής και εσωτερικής καταβύθισης που στέλνουν οι θεόθεν αλήτες της beat generation – θα φωτογραφηθεί άλλωστε τον Σεπτέμβριο του 2005 για το «Uncut» μ' ένα αντίτυπο του Naked Lunch στην αγκαλιά, δηλώνοντας ότι είναι το αγαπημένο του μυθιστόρημα. Τον τρελαίνουν επίσης: ο Έντγκαρ Άλαν Πόε και οι σκοτεινές του ιστορίες, ο Ζαν Ζενέ και η ποιητική της ακολασίας, η free jazz και ο δυναμισμός της απροσχημάτιστης έκφρασης του μύχιου ιλίγγου. Τα μάτια του είναι κάμερες που καταγράφουν σε ασπρόμαυρο το χθαμαλό έπος της μεγαλούπολης. Τα αυτιά του είναι μαγνητόφωνα που ηχογραφούν κάθε ήχο στις κόγχες και στους σηκούς μιας κατακερματισμένης πραγματικότητας. Ο Τζέιμς Τζόις θα είναι πάντα παρών στα τεθλασμένα διαβάσματά του, δες/άκου το «The House».
Οδοιπορεί στα καλντερίμια της λογοτεχνίας, θέλει να γίνει συγγραφέας, βρίσκει δάσκαλο και μέντορα, γράφει, αλλά παράλληλα συνθέτει χιτάκια για μικρά γκρουπ. Μπλέκει λέξεις και νότες, μαθαίνει κιθάρα ακούγοντας δεκάωρα ραδιόφωνο, ο ποιητής και καθηγητής Ντέλμορ Σβαρτς τον ενθαρρύνει, στη Νέα Υόρκη όλα γίνονται τάχιστα ή δεν γίνονται καθόλου, ο Lou Reed συμμαχεί με τον οίστρο, σερφάρει στον ωκεανό του χρόνου, φτιάχνει τη δική του μπάντα, προχωρεί, τρέχει, περνάει από τους Primitives στους Velvet Underground, γνωρίζει αυτόν που οι πάντες πεθαίνουν να γνωρίσουν, τον Πάπα της Ποπ, τον Άντι Γουόρχολ, επίκειται απογείωση, μπαίνει στο κόλπο ο ευάλωτος Στέρλινγκ Μόρισον, μπαίνει στο κόλπο η πρώτη θρυλική γυναίκα ντράμερ, η Μορίν Τάκερ, μπαίνει στο κόλπο ο τουρμπινοφόρος αβανγκαρντίστας Ουαλός βιολιστής, και μαθητής του μέγιστου Τζον Κέιτζ, ο Τζον Κέιλ, μπαίνει στο κόλπο η Παγερή Πριγκίπισσα, η Nico, φτιάχνουν και ερμηνεύουν τραγούδια που είναι ιχνηλασίες στον ορυμαγδό του πτολίεθρου, που είναι βραχνιασμένα ανακραυγάσματα ματωμένων ερώτων, που είναι πυκνές συνόψεις έργων του Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ, που είναι ξεσκισμένα μελοδράματα της μεταβιομηχανικής ζούγκλας των πόλεων, που είναι η φωνή που δίνει γενναιόδωρα ο Lou Reed στους κομπάρσους των μυθιστορημάτων του Τζέιμς Τσέιζ, που οι ήρωές του είναι κομπάρσοι των μυθιστορημάτων του Ρέιμοντ Τσάντλερ.
1967. Η «Μπανάνα». Ο θρίαμβος. Velvet Underground & Nico. Το προοίμιο της μουσικής στο λυκόφως του 20ού και στο λυκαυγές του 21ου αιώνα. Η μεταλλική γέφυρα ανάμεσα στη λογοτεχνία και στο ροκ. Οι Sonic Youth και άλλες τριάντα χιλιάδες μπάντες υπάρχουν ήδη στα τριάντα χιλιάδες αντίτυπα που πούλησε το άλμπουμ. Η «Μπανάνα» είναι το ανενδοίαστα εκλαϊκευμένο Finnegans Wake του ροκ εν ρολ.
Ο Lou Reed είναι κι αυτός χαρτογράφος του χάους, όπως ο Κέρουακ, όπως ο Γκίνσμπεργκ, όπως ο Μπάροουζ. Με ενίοτε αστραφτερή άγνοια κινδύνου περιπλανιέται στους τεχνητούς παραδείσους, με τη διεστραμμένη και/ή ανεστραμμένη σεμνότητα του παντοτινού Νεοϋορκέζου θα στέρξει να γίνει ακόμα και bellboy στο ένα και το άλλο ασανσέρ για το ικρίωμα, ξέροντας βαθιά μέσα του ότι όσο απερίσκεπτα κι αν σουλατσάρει στην άγρια μεριά, θα υπάρχει και γι' αυτόν μια «Perfect Day» και θα ξέρει πώς να την απαθανατίσει με τις νότες και τις λέξεις του, και να την κάνει κτήμα ες αεί όσων έχουν κατά καιρούς ραγίσει και τσαλακωθεί.
Άκου. Δες. Σκέψου. «Transformer», «Berlin», «The Bells», «Blue Mask». Ντέιβιντ Μπάουι, Μικ Ρόνσον, Ντον Τσέρι. Ποίηση, μουσική, φωτογραφία, ζωγραφική. Να μείνει το αποτύπωμα. Να μείνει ο ήχος. Να μείνει η συγκίνηση. Καλύτερα από κάθε άλλον αλάνη της σαιξπηρικής συμμορίας του ροκ, ο Lou Reed κατάφερνε να εναλλάσσει τη μάσκα θανάτου μ' ένα μειδίαμα μειλιχιότητας, να κάνει βελούδινη τη λάμα του σουγιά, να περνάει από την ελπίδα στη λεπίδα και αντιστρόφως. Κάθε απόγονος του Καραβάτζιο έχει το κρυφό χαρτί του. Ο Lou Reed το έπαιξε με το «Metal Machine Music» και κέρδισε από τότε, στα κρυφά και χωρίς να το πάρουν χαμπάρι παρά ελάχιστοι επαΐοντες, ήδη από το 1975, μια κορυφαία θέση στην ιστορία της τέχνης τού να ανοίγεις τις πόρτες των οποίων αγνοούν οι πάντες την ύπαρξη, πόσο μάλλον το τι φρικωδίες ή εξαίσια θαύματα κρύβονται πίσω τους. Ο Γκι Ντεμπόρ, με τα Ουρλιαχτά για χάρη του Σαντ, μας καταβύθισε στο σκοτάδι και στη σιωπή για να σκεφτούμε τα όσα πρέπει ακόμα να πούμε, και ο Lou Reed, με το «Metal Music Machine», ήρθε να μας ψιθυρίσει εκκωφαντικά δύο φωνήεντα: ό,τι ακολουθεί έχει ξαναγίνει, αλλά απλώς έχει ξαναγίνει αλλιώς. Ντριμπλάροντας τον λατρεμένο Άντι δώδεκα χρόνια πριν από τον θάνατό του, το 1987, φρόντισε να μας δηλώσει ότι το κόλπο είναι ο Ρόθκο κι όχι ο Γουόρχολ, ότι η ιστορία είναι ο Μπέκετ κι όχι ο Mέιλερ, ότι το μεγάλο παιχνίδι είναι το Dada κι όχι η Ποπ. Ότι το καταγώγιο είναι η καταγωγή.
Σκέψου. Άκου. Δες. Ο Lou Reed σμίγει ξανά με τον Τζον Κέιλ, αποτίνουν έναν έξοχο φόρο τιμής στον Άντι, το άψογο μινιμαλιστικό έργο «Songs for Drella» (το παρατσούκλι του Γουόρχολ, από το Dracula και το Cinderella). Ο Lou Reed πάλι συνθέτει μια ελεγεία, το «Magic and Loss», για δύο φίλους που τους θέρισε ο καρκίνος, περνάει στο «Ecstasy», είναι στο πλευρό της θηλυκής ενσάρκωσής του, της διάνοιας που ακούει στο όνομα Λόρι Άντερσον (και είναι ν' απορείς πώς και δεν ήταν από την αρχή, από την εφηβεία, ο ένας δίπλα στον άλλο, κι οι δυο μαζί στην Πάτι Σμιθ), και μας κάνει όλους εδώ στο κόλπο να σκεφτόμαστε ξανά και ξανά στα ξενύχτικα διαβάσματά μας ότι το πρόσωπό του θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το πρόσωπο του Tόμας Πίντσον.
Δες. Άκου. Σκέψου. Από τι διαύλους και διόδους πέρασε ο ποιητής των υπόγειων εκρήξεων Lou Reed, τι ελιγμούς έκανε ανάμεσα στις παγίδες του Φαντεζί Τίποτα και στα ναρκοθετημένα νταμάρια του Τέλους των Μεγαλουπόλεων. Το πρόσωπό του μοιάζει με βιομηχανικό τοπίο, έγραψε κάποιος. Με του Μπέκετ, κι ας φανταζόμαστε τον Πίντσον όταν ακούμε τους δίσκους του και βλέπουμε τις τελευταίες, ασπρόμαυρες φωτογραφίες του.
Η απώλεια μ' έστειλε πίσω σε άλλες απώλειες. Ο Lou, για λόγους που θα εξιχνιάσω κάποτε, ήταν ο πιο οικείος, απίστευτα οικείος, πανδήμως οικείος. Σαν μεγάλο ξαδερφάκι. Κι ενώ ξέρεις βίο και πολιτεία, και ντραγκς και ακολασίες, και πτήσεις και πτώσεις, αν σε ρωτήσουν ξαφνικά, θα πεις ότι, μπα, ο Lou με Μίλκο την έβγαζε και με Καρέλια. Άκου να δεις! Παρά τη φαινομενική του παγερότητα, τόσοι και τόσοι (και τόσο) διαφορετικοί άνθρωποι εδώ στην Αθήνα τον είχαν για κάτι σαν κρυφό εξομολόγο, έναν αλλόκοτο κολλητό, σαν να μην κατοικεί στη Νέα Υόρκη αλλά στην οδό Ρόμβης, στο δικό μας αθηναϊκό κουλουβάχατο down town. Μεγάλη, μυστήρια ιστορία. Σκέψου. Μεγάλα τραγούδια. Άκου. Μεγάλη φυσιογνωμία. Δες.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 27.10.2015