ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΑ οι διανοούμενοι, από την άλλη οι «κλέφτες», και στη μέση οι «Αγανακτισμένοι». Τρεις έννοιες που είναι πολύ στα high τους. Τρεις κουλτούρες που τις έχουμε διδαχτεί εξαιρετικά τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Τρεις κουλτούρες που έρχονται σε κόντρα τον τελευταίο καιρό, σε μια Ελλάδα που -ευτυχώς- ψάχνει να βρει μια νέα ιδεολογία. Μια νέα εθνική αφήγηση, που λέει κι ο πρωθυπουργός.
Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ συνέχισε με μια κοινή παραδοχή που ταλάνιζε την Ελλάδα και πριν από τη δικτατορία. Ή είναι όλοι ό,τι φαίνονται ή είναι κάτι άλλο, κάτι κάλπικο. Όσοι είναι του «’60 οι εκδρομείς» θα θυμούνται πως επί χρόνια κυρίαρχο θέμα της έκθεσης στα σχολεία ήταν το ρητό: «Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά», που μετατράπηκε στο άλλο μέγα ζήτημα της «αποταμίευσης», που έδειχνε πώς θα διαφυλάξουμε τα φράγκα ώστε να μη μας τα πάρουν οι άλλοι. Πολλές γενιές γαλουχήθηκαν με μια έντονη καχυποψία για το αν συναναστρέφονται ανθρώπους ή απατεώνες. Αυτό ισχύει ακόμα. Σε όλες τις μορφές της καθημερινότητας: οι Έλληνες νομίζουν ότι τους κλέβουν παντού. Γιατί οι Έλληνες, για μια περίοδο που τα λεφτά μοιράζονταν πάνω εκεί στον βίαιο εξισωτισμό της δεκαετίας του ’80, έψαχναν να βρουν έναν τρόπο να τ’ αρπάξουν. Έτσι, σήμερα, το σύνθημα «κλέφτες, κλέφτες» που ακούγεται έξω απ’ τη Βουλή είναι το πασιφανές για μια μερίδα πληθυσμού που αισθάνεται σιγουριά με την ιδέα ότι κάποιος τα έφαγε και δεν έχουμε κι εμείς ένα, μικρό, μερίδιο ευθύνης.
ΟΙ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ είναι μια άλλη ιστορία. Έχει ένα ενδιαφέρον πως την εποχή που μιλάνε όλοι, υπάρχουν ακόμα φωνές που ρωτούν «μα, γιατί δεν μιλάνε οι διανοούμενοι;». Και μετά, όταν γράφουν μια επιστολή-έκθεση ιδεών με την οποία προτρέπουν τους «κλέφτες»-βουλευτές να «τολμήσουν» (κάτι που κανείς δεν κατάλαβε τι είναι και που ποτέ δεν μας εξήγησαν πως αν οι μεν τολμήσουν, οι δε θα βάλουν πλάτη, συγκεντρώνοντας λίγο περισσότερες από τριάντα δύο υπογραφές), θεωρείται από μερικούς ότι χτίσαμε τον νέο Παρθενώνα. Οι πνευματικοί άνθρωποι νιώθουν απαξιωμένοι από την ελληνική κοινωνία και την πληρώνουν με το ίδιο νόμισμα. Αυτό δεν συνέβη από τη μια μέρα στην άλλη. Ξεκίνησε με τον πολλά υποσχόμενο εκσυγχρονισμό του Κώστα Σημίτη. Ο Σημίτης αγκάλιασε τους καθηγητές, τους άκουγε, τους έδωσε πόστα κι έτρωγε μαζί τους κόκορα κρασάτο στον Οικονόμου. Μετά, όταν άρχισαν όλοι να τζογάρουν στο Χρηματιστήριο και στην ΟΝΕ, προβλήθηκαν έντονα τεχνοκρατικά σύμβολα των Ελλήνων που μπορεί να πίνουν τον καφέ τους στη Σοφοκλέους, αλλά η ψυχή τους είναι στη Wall Street. Εκεί, οι πνευματικοί άνθρωποι χάθηκαν συλλήβδην μέσα σε διάφορα υπαρκτά και ανύπαρκτα συστήματα εξουσίας. Φταίνε κι αυτοί. Δεν είναι τυχαίο ότι το θέμα έκθεσης που γράψαμε εμείς, έξι μήνες πριν κρατήσουμε στα χέρια μας το ευρώ, ήθελε να εξηγήσουμε γιατί οι πνευματικοί άνθρωποι δεν παρεμβαίνουν στα κοινά. Μ’ έχει στοιχειώσει αυτή η σκέψη και θεωρώ λογική την απάντηση που δίνουν οι περισσότεροι: «Πότε ζητήθηκε η γνώμη μας και δεν τη δώσαμε;». Ό,τι και να έλεγαν οι διανοούμενοι, δεν θα το άκουγε κανείς, γιατί την εποχή της ανάπτυξης και της «μαγειρεμένης» στατιστικής δεν χρειαζόταν να προβληματιζόμαστε περισσότερο. Αν το κάναμε, μπορεί να είχαμε γλιτώσει από τους… «Αγανακτισμένους».
Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΗΣ « ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗΣ με όλους και με όλα» στην ουσία μηδενίζει το κοντέρ. Αυτό είναι ελπιδοφόρο κι επικίνδυνο μαζί. Όπως κάθε κίνημα (σας θυμίζω το «Κ» από το ΠΑΣΟΚ). Προς το παρόν, τα άκρα μάχονται στο Σύνταγμα για το ποιος θα κυριαρχήσει. Ή, καλύτερα, τα άκρα μόνο ακούγονται, γιατί αυτά πουλάνε. Κάποιοι «πατριώτες» ζητούν την παρέμβαση του στρατού («ένα νέο Γουδή»,το ονομάζουν) και κάποιοι θεωρούν ότι έχουμε την κατάλληλη εκπαίδευση ώστε να είμαστε η μοναδική χώρα στον κόσμο που θα έχει άμεση δημοκρατία. Το σημαντικό είναι πως ο κόσμος μιλάει κι έτσι νιώθει πως συμμετέχει σ’ ένα σύστημα που εδώ και χρόνια (και με τη θέλησή του) τον είχε αποκλεισμένο. Ένα σύστημα, όμως, που επέζησε επειδή ήξερε ν’ αφομοιώνει και να ενσωματώνει κάθε καρυδιάς καρύδι. Ας κάνουμε υπομονή λίγο καιρό, να δούμε πώς θα μιλάνε τα παιδιά που θα φοράνε μπλουζάκι με την πλατεία Συντάγματος στη θέση του Τσε.
σχόλια