ΤΟ ΒΟΥΒΟ ΚΥΜΑ, με ενημερώνει το Wikipedia, έχει λεία όψη, δεν «σκάει», δεν κάνει εντυπωσιακές κορυφώσεις. Αλλά υπάρχει, δημιουργεί κυματισμούς κάτω απ' την επιφάνεια.
Δεν ξέρω από Φυσική, ούτε ψυχολόγος είμαι, ωστόσο παρατηρώ τους γύρω μου προσεχτικά και συνέχεια, τους ακούω μέσα από ηχητικά και τηλεφωνήματα, και φοβάμαι το βουβό κύμα από ψυχολογικά που νομίζω ότι κρύβεται κάτω απ' την αστραφτερή όψη μια κοινωνίας η οποία φιλτράρει τα πάντα μέσα από οθόνες.
Μπορεί να είναι ιδέα μου. Αλλά παρατηρώ εδώ και μήνες πόσο εύκολα μαλώνουν οι άνθρωποι μεταξύ τους, πώς παρεξηγούνται ή ψυχραίνονται και δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι η απομόνωση ‒εντελώς πρωτόγνωρη συνθήκη για πολλούς‒ δεν παίζει ρόλο. Και ποιος ξέρει πώς θα νιώσουν όσοι έχασαν μες στην πανδημία τις δουλειές τους, τις σχέσεις τους ή «απλώς» την ικανότητά τους να επικοινωνούν χωρίς να οργίζονται ή να θίγονται, όταν υποχωρήσει ο άμεσος φόβος θανάτου και μείνει το αποτύπωμά του μέσα τους.
Υπάρχουν ήδη έρευνες. Βγαίνουν ανακοινώσεις από διάφορα ινστιτούτα και κέντρα μελέτης του μυαλού μας. Νομίζω, όμως, ότι, δυστυχώς, παίζουν μικρό ρόλο στο πώς αποφασίζουν οι περισσότερες κυβερνήσεις σχετικά με τα μέτρα. Σίγουρα, οι σταθμίσεις που πρέπει να γίνουν είναι εξαιρετικά απαιτητικές και περίπλοκες. Ωστόσο, νομίζω ότι το θέμα της ψυχικής υγείας είναι μια παράμετρος που δεν έχει εξεταστεί προσεχτικά.
Η συστηματική υποτίμηση των θεμάτων ψυχικής υγείας είναι βαθιά ριζωμένη στην ελληνική νοοτροπία. Υπάρχουν ακόμα γύρω μας άνθρωποι που πιστεύουν ότι όλα περνάνε με έναν καφέ ή με ένα «τσιπουράκι» ή που φρικάρουν στην ιδέα ότι η αγία ελληνική οικογένεια δεν μπορεί να φροντίζει για τα πάντα.
Ως το καλοκαίρι οι πλατείες και τα πάρκα είχαν δαιμονοποιηθεί, ενώ ένα passive aggressive λεκτικό φρόντιζε να φλερτάρουμε με την ενοχή ή την ηδονή της παραβατικότητας, επειδή βγαίναμε να τρέξουμε λίγα χιλιόμετρα παραπάνω απ' ό,τι θα τρέχαμε «κανονικά». Νιώθω ότι η ψυχική υγεία υποτιμάται, κάθε φορά που διαβάζω ότι τα μέτρα μπορούν να αλλάζουν αιφνιδιαστικά, λες και η χώρα συμμετέχει σε κάποιου είδους πείραμα για την ικανότητα προσαρμογής του ανθρώπινου είδους στις αιφνίδιες μεταβολές δεδομένων. Το ύφος «κάνατε ζημιά», δεν αρμόζει σε απευθύνσεις προς πολίτες δημοκρατικής χώρας, ενώ η προφανής έλλειψη ενσυναίσθησης φάνηκε και στους πρώτους «παρεοκρατικούς» εμβολιασμούς.
Θα έπρεπε να υπάρχει μια στοιχειώδης μέριμνα και ενημέρωση για θέματα ψυχικής υγείας. Χρειαζόμαστε μια ροή αξιόπιστων πληροφοριών γι' αυτό που συμβαίνει από άποψη συναισθημάτων, ονείρων, τραυμάτων και πιθανής διαχείρισής τους, καθώς και μέτρα πρόσβασης σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας.
Όπως, εντελώς ορθά, συμβουλευόμαστε τους ειδικούς για το κομμάτι που αφορά τον ιό, τα εμβόλια και τα μέτρα ατομικής προστασίας, το ίδιο θα έπρεπε να μπορούμε να κάνουμε και για το κομμάτι της ψυχικής υγείας. Αυτό ειδικά θα βοηθούσε τους ανθρώπους που δεν ξέρουν πώς να αναζητήσουν ψυχική στήριξη και από πού ή που δεν έχουν εμπειρία στην ορθή χρήση του Ιnternet και μπορεί να πέσουν θύματα απάτης ή παραπληροφόρησης, ψάχνοντας online.
Η συστηματική υποτίμηση των θεμάτων ψυχικής υγείας είναι βαθιά ριζωμένη στην ελληνική νοοτροπία. Υπάρχουν ακόμα γύρω μας άνθρωποι που πιστεύουν ότι όλα περνάνε με έναν καφέ ή με ένα «τσιπουράκι» ή που φρικάρουν στην ιδέα ότι η αγία ελληνική οικογένεια δεν μπορεί να φροντίζει για τα πάντα. Ακόμα πιο περίεργη τους φαίνεται η ιδέα ότι η αγία ελληνική οικογένεια δεν είναι υγιές να φροντίζει για τα πάντα.
Όπως και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου, η πρόσβαση σε θεραπείες είναι ταξικό προνόμιο. Κι αναρωτιέμαι αν είναι τόσο μεγάλη πολυτέλεια τελικά να μπορεί κανείς να συνεχίζει τη ζωή του ευτυχής ή, έστω, λειτουργικός και παραγωγικός μετά από μια τραυματική εμπειρία, έναν χωρισμό, μια απώλεια, μια κακοποιητική ή καταπιεστική σχέση κ.λπ.
Μες στην πανδημία τα στοιχεία για την κακοποίηση σε βάρος των γυναικών είναι συγκλονιστικά, ενώ δεν φανταζόμαστε τι μπορεί να έχουν περάσει παιδιά, έφηβοι, τρανς ή queer άτομα μέσα σε τοξικά περιβάλλοντα εγκλεισμού. Άνθρωποι (γυναίκες κυρίως) που παρείχαν φροντίδα σε αρρώστους ή μέλη της οικογένειάς τους όλον αυτόν τον καιρό δεν δικαιούνται να πουν σε κάποιον το πρόβλημά τους, χωρίς να νιώθουν ότι θα «πέσουν έξω» οικονομικά; Ή θέλουμε άλλη μια γενιά γυναικών που θα λέει «καλά είμαι εγώ, δεν έχω τίποτα», όποτε τη ρωτούν για τα συναισθήματα και τις ανάγκες της;
Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι ένας κόσμος όπου οι λιγότερο προνομιούχοι αφήνονται μόνοι στη διαχείριση θεμάτων κατεστραμμένης προσοχής, τραυμάτων, υπερβολικών απαιτήσεων, διογκούμενων εθισμών και άλλων προβλημάτων, δικών τους ή του άμεσου περιβάλλοντός τους, είναι στοιχειωδώς δίκαιος. Τώρα που περνάμε όλοι μαζί κάτι δύσκολο, μήπως είναι καιρός να αλλάξουν και οι απαιτήσεις που έχουμε απ' την κοινή μας ζωή;
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια