Παρατηρώ εδώ και καιρό την έξοδο πολλών από την πολιτική. Αποχωρούν. Δεν είναι θορυβώδης η αναχώρηση, ούτε πλαισιώνεται από εξηγήσεις, δραματικές λέξεις και εξομολογητικά κείμενα. Πολλοί δείχνουν απλώς να μη θέλουν να σκέφτονται πια ονόματα, πράξεις, συγκεκριμένες καταστάσεις της πολιτικής μας σκηνής. Κάνουν όπως όταν συναντάμε στον δρόμο ένα παραμορφωμένο πρόσωπο και αποστρέφουμε το βλέμμα.
Δεν είναι ότι πίστεψαν πριν στην πολιτική κι έπεσαν, όπως λέμε, από τα σύννεφα. Αυτά είναι στερεότυπα των λυρικών επιφυλλίδων μας, όχι η ελληνική κατήφεια αυτού του φθινοπώρου. Απλώς, όλο και περισσότεροι αισθάνονται άδειοι. Άδειοι, μα την ίδια στιγμή κορεσμένοι από τη χρόνια πολιτική οξείδωση της χώρας.
Δεν μιλώ εδώ για απόγνωση, αυτή βεβαίως υπάρχει, αλλά δεν συλλαμβάνεται από τις κεραίες των γραφτών μας, ζει περισσότερο εκεί που δεν την ψάχνουμε, αδήλωτη και υπόγεια. Αναφέρομαι στην απόφαση που φαίνεται να έχουν πάρει αρκετοί να μην κοιτούν καν την είδηση, να μην ακούνε το ρεπορτάζ, να μην μπαίνουν καθόλου στον οίστρο των σχολιαστών και όσων κάνουν τους παθιασμένους.
Πολλοί δείχνουν απλώς να μη θέλουν να σκέφτονται πια ονόματα, πράξεις, συγκεκριμένες καταστάσεις της πολιτικής μας σκηνής. Κάνουν όπως όταν συναντάμε στον δρόμο ένα παραμορφωμένο πρόσωπο και αποστρέφουμε το βλέμμα.
Είναι απλώς μια τεχνική αυτοσυντήρησης; Αφορά ένα μεγάλο ποσοστό πρώην ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ; Είναι μήπως εκείνες οι μερίδες του πληθυσμού που εμφανίζονται στα «ούτε, ούτε» των δημοσκοπήσεων;
Πιθανόν. Αλλά για μένα πρόκειται για κάτι περισσότερο. Έχουμε πλέον μια παράδοξη σειρά αντιστροφών. Κάτι μετατρέπεται στο αντίθετό του, γυρίζει τα μέσα έξω. Για παράδειγμα, η τωρινή αθυμία φαίνεται να είναι το προϊόν της τυποποίησης των μεγάλων, ανοικονόμητων θυμών που προηγήθηκαν. Οι σημερινές ατονίες μοιάζουν με αποτέλεσμα του καταγγελτικού μένους που υπερκαταναλώθηκε. Η απόσυρση των ατόμων, μια έσχατη συνέπεια της υπερθέρμανσης των παθών για έξι-εφτά χρόνια. Η δε αίσθηση του κενού θυμίζει την αντιστροφή μιας πολιτικής δαιμονολογίας που δεν βελτίωσε καθόλου τη ζωή των ανθρώπων.
Κάθε εποχή έχει, φυσικά, τις φάσεις «στράτευσης» και «αποστράτευσης», τα ρεύματα εισόδου και εξόδου από την πολιτική αρένα. Στη γενιά μου ένας κόσμος πραγματοποίησε το άλμα έξω από τους λεγόμενους προοδευτικούς χώρους που είχαν συμπυκνωθεί στην κομματο-κρατική εμπειρία του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του '80. Άνθρωποι έφευγαν από τα «μαντριά» των κομμάτων, ανακαλύπτοντας δυνατότητες αυτοπραγμάτωσης. Μπορούσαν να κερδίσουν χρήματα, να επιχειρήσουν πράγματα σε σχετικά παρθένα πεδία.
Αυτά, ωστόσο, τα παλιά κύματα εξόδου από την πολιτική διαφέρουν από το σημερινό. Το ΠΑΣΟΚ είχε μεν αριστερά λεξιλόγια και κάποιους εαμογενείς συμβολισμούς, αλλά στη συνείδηση των Ελλήνων δεν ήταν ποτέ (η) Αριστερά. Καλώς ή κακώς, οι αριστερές ταυτότητες στην Ελλάδα ήταν οι κομμουνιστογενείς. Σχετιζόταν με τμήματα και υποδιαιρέσεις του ιστορικού κομμουνιστικού κινήματος.
Με άλλα λόγια, το ΠΑΣΟΚ της ιστορικής ανόδου, όσο αριστερό και αν ήταν σε σύγκριση με τις σοσιαλδημοκρατίες της Δύσης, δεν υπήρξε στα μάτια των πολλών η ουτοπία που αναλάμβανε να ασκήσει εξουσία. Εξαρχής είχε έναν κεντρώο και ρεαλιστικό πυρήνα, κάτω από την πράσινη φλούδα του ριζοσπαστισμού.
Η παρακμή ή έστω η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ είναι άλλο πράγμα: εμφανίζεται, σε μεγάλο βαθμό, ως ταφή της ίδιας της αριστερής ταυτότητας και των αναφορών της. Και με αυτή την έννοια κάποιος κόσμος δεν φεύγει από ένα κόμμα, ούτε καν από την ουτοπική-ανώριμη φάση στη ζωή ενός κόμματος: έχει, δυστυχώς, την τάση να πηδήξει έξω από τον χώρο της πολιτικής προς τη χώρα της ατομικής σιωπής. Αλλάζει θέμα συζήτησης και δεν θέλει να ξέρει τι γίνεται. Δυσφορεί πλέον με αυτό που πριν από δύο-τρία χρόνια ήταν το θέμα του, ο πυρήνας των εμμονών του.
Ζούμε, έτσι, ένα δεύτερο 1989, χωρίς ωστόσο την υπόσχεση επιτυχίας και την αύρα καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης του τότε. Ένα 1989 χωρίς θετικούς μύθους στην Ευρώπη για να πιαστούν οι απογοητευμένοι στα ενδότερα.
Γι' αυτό έχει τώρα μεγάλη σημασία οι άνθρωποι να μείνουν στο κατώφλι. Να μην περάσουν την πόρτα προς τον πολιτικό κυνισμό ή προς αδιέξοδες και ακραίες επιλογές. Να ξανασκεφτούν, να ξανασκεφτούμε αυτό που μας συμβαίνει.
Όπως έλεγε ο Άρης Αλεξάνδρου στις πολύ δύσκολες εποχές:
εδώ θα επιμένεις δίχως βία
χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση
ποτέ στην περιφρόνηση
κι ας έχουν σήμερα τη δύναμη εκείνοι που οικοδομούνε ερημώσεις.