Η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης της ΝΔ κέρδισε τα φώτα της δημοσιότητας περισσότερο και από τη σύνθεσή της και τα πρόσωπα που την αποτελούν. Λίγο η πληθωρική εμφάνιση οικογενειακών προσώπων που παρακολούθησαν την τελετή, λίγο το γεγονός της επιστροφής στον θρησκευτικό όρκο, λίγο οι κλασικές ενδυματολογικές επιλογές των νέων υπουργών, το ενδιαφέρον εστιάστηκε περισσότερο σε στοιχεία που έχουν να κάνουν με την εξωτερική εικόνα της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης, τις ιδιωτικές αξίες και πίστεις της και λιγότερο με το βασικό της περιεχόμενο.
Δεν είναι, βέβαια, η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο. Και το 2015 η ορκωμοσία της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είχε προσελκύσει το ενδιαφέρον για παρόμοια στοιχεία, που είχαν όμως διαφορετικό ιδεολογικό πρόσημο. Κοσμικός όρκος, η σχεδόν παντελής απουσία της γραβάτας (με εξαίρεση υπουργούς των ΑΝ.ΕΛ.), η καταχρηστική παρουσία της Ζωής Κωνσταντοπούλου ως μελλοντικής προέδρου της Βουλής με μια ασυνήθιστη για την περίσταση ενδυμασία ‒ μια σειρά από σημεία που σε επίπεδο εμφάνισης ήθελαν να δηλώσουν την επαναστατικότητα των νέων κυβερνώντων, την κατάληψη των «ανακτόρων» (που ο απερχόμενος πρωθυπουργός Αντ. Σαμαράς δεν παρέδωσε, ως όφειλε), τη μη ακολουθία του συμβατικού στυλ της μέχρι τότε εξουσίας. Το μοναδικό στοιχείο που ίσως ενώνει τις δύο ορκωμοσίες είναι η περιορισμένη παρουσία γυναικών ως υπουργών, αφού σήμερα είναι δύο, ενώ στη κυβέρνηση του 2015 δεν υπήρχε ούτε μία!
Παραγνωρίζεται το γεγονός ότι οι διαφορές στις ιδεολογικές αντιλήψεις που πράγματι επισημαίνονται με στυλιστικές επιλογές δεν συνεπάγονται αναγκαστικά έναν προοδευτικό ή συντηρητικό χαρακτήρα στην άσκηση της εξουσίας.
Δεν είναι πολύ δύσκολο να διαπιστώσει κανείς ότι το τρίπτυχο «γραβάτα - θρησκεία - οικογένεια» είναι η βασική εντύπωση που δημιουργήθηκε από την πρώτη εικόνα της κυβέρνησης της ΝΔ. Πολλοί, άλλωστε, έσπευσαν να καταγγείλουν τον ανδροκρατούμενο, πατριαρχικό, θρησκόληπτο χαρακτήρα που παλινορθώνεται τώρα που η «πρώτη φορά αριστερά» ηττήθηκε. Τα συνολάκια, οι γόβες, τα κουστούμια, οι παπάδες, δημιούργησαν το αίσθημα επιστροφής στην τάξη στους ένθερμους υποστηρικτές της κυβέρνησης και έδωσαν το έναυσμα για κριτική ‒ακόμα και χλεύη‒ ενός οφθαλμοφανούς συντηρητισμού από τους ετοιμοπόλεμους αντιπάλους της.
Το γεγονός ότι τα ρούχα δεν κάνουν τον βασιλιά (ή τα ράσα τον παπά) το ξέρουμε από την εποχή του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Την εποχή που η fashion police και γενικότερα η ηθικολογική επιτήρηση της δημόσιας ζωής γνωρίζει μεγάλη ακμή, αυτό φαίνεται να παρεξηγείται. Παραγνωρίζεται, δηλαδή, το γεγονός ότι οι διαφορές στις ιδεολογικές αντιλήψεις που πράγματι επισημαίνονται με στυλιστικές επιλογές δεν συνεπάγονται αναγκαστικά έναν προοδευτικό ή συντηρητικό χαρακτήρα στην άσκηση της εξουσίας.
Το γεγονός ότι τη δεκαετία του '70 ο Ανδρέας Παπανδρέου ξέχασε γρήγορα τα ζιβάγκο και φόρεσε τα τυπικά πολιτικά κουστούμια δεν τον έκανε έναν απολύτως συμβατικό πρωθυπουργό. Το γκολφ που έπαιζε στον ελεύθερο χρόνο του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν τον έκανε έναν αριστοκρατικό πολιτικό που ξέχασε την καταγωγή του ή έχασε το λαϊκό έρεισμα. Τα μουστάκια που έφερε η κυβέρνηση της αλλαγής το 1981 ως ένδειξη παραδοσιακής ανδροπρέπειας δεν την εμπόδισε να φέρει τις πιο προοδευτικές, μέχρι εκείνη τη στιγμή, μεταρρυθμίσεις στο οικογενειακό δίκαιο. Τα λεβέντικα ζεϊμπέκικα του Άκη Τσοχατζόπουλου (μεταξύ άλλων) δεν τον έκαναν τίμιο στην άσκηση των καθηκόντων του. Τα σαρδάμ του Κώστα Σημίτη δεν του στέρησαν τη μεθοδικότητα στην πρωθυπουργική του θητεία. Η αγάπη του Κώστα Καραμανλή για τον Μπαϊρακτάρη και τους λαϊκούς μύθους δεν απέτρεψε τον αποκλεισμό του στον γυάλινο πύργο του. Η αθλητικότητα του Γιώργου Παπανδρέου δεν τον βοήθησε να αποδεχτεί τη λαϊκή απόρριψη ούτε απέτρεψε τον πριγκιπικό ναρκισσισμό του. Ο κοσμικός όρκος του Αλέξη Τσίπρα δεν τον εμπόδισε να κάνει περίεργες επισκέψεις στο Άγιο Όρος ούτε η λαϊκότροπη «αγραβατοσύνη» του αποδείχτηκε ξένη προς τα κότερα της οικονομικής ελίτ.
Όλες αυτές οι «εκπλήξεις» ή αντιφάσεις του μακρινού και πρόσφατου παρελθόντος που σημειώθηκαν μεταξύ προθέσεων και πράξης, μεταξύ φαίνεσθαι και είναι, μεταξύ αρχών και άρχειν, δείχνουν ότι οι στυλιστικές και ιδεολογικές διαφορές, όσο ειλικρινείς και σημαντικές και αν είναι, δεν κρίνουν το κυβερνητικό αποτέλεσμα, δεν σηματοδοτούν τίποτα περισσότερο από επιλογές ύφους και ταυτότητας που σε καμία περίπτωση δεν προκαθορίζουν τι πρόσημο θα πάρει η άσκηση της πολιτικής εξουσίας. Κάποια στιγμή θα πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι οι διαφορές κοσμοαντιλήψεων και το γεγονός ότι αυτές εναλλάσσονται στην εξουσία είναι ο πλούτος και η πραγματική δύναμη της δημοκρατίας.
Καλοραμμένα κουστούμια, πλουμιστά πουκάμισα, γόβες στιλέτα, μπορεί να δηλώνουν πολλά πράγματα για τα γούστα των κυβερνώντων, να δείχνουν τον σεβασμό ή την ασέβειά τους απέναντι σε κοινές συμβάσεις, δεν μπορούν όμως να προδικάσουν την αυθαιρεσία, τον αυταρχισμό ή τη δημοκρατικότητα των πολιτικών που θα ασκηθούν. Εάν έχουμε κερδίσει ένα πράγμα από την οικονομική κρίση, αυτό είναι η σχετικοποίηση των στυλιστικών επιλογών ως προς την εξουσιαστική τους διάσταση. Η μόδα της αντισυμβατικότητας δεν διασφαλίζει τη δημοκρατική μας συνύπαρξη περισσότερο από τη μόδα του καθωσπρεπισμού. Ο «βασιλιάς» είναι καταδικασμένος να είναι γυμνός, να κρίνεται για τα έργα του πέρα από τα όποια αισθητικά στερεότυπα. Αυτή είναι, άλλωστε, η βασική εξουσία των δημοκρατικών πολιτών απέναντί του, μια εξουσία που σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια υποχώρησε μπροστά στο αόρατο μιας γραβάτας.