Σ' ΕΝΑ ΣΤΕΝΑΚΙ ΧΑΜΗΛΑ ΣΤΟΥ ΨΥΡΡΗ κάποιος έχει γράψει σ' έναν τοίχο «είμαι ευάλωτος». Συνηθισμένη να δίνω στα συνθήματα των δρόμων την προσοχή που άλλοι επιφυλάσσουν σε φιλοσοφικά δοκίμια, παίρνοντάς τα σαν οιωνούς που απευθύνει η πόλη στους κατοίκους ή σαν συνόψεις όσων βλέπει, στάθηκα ώρα μπροστά από τον τοίχο να σκέφτομαι ότι, ζώντας ανάμεσα στους άλλους, σπανίως αναλογιζόμαστε πόσο ευάλωτοι είναι.
Δεν αναφέρομαι στις περιπτώσεις που φοβόμαστε μην αρρωστήσει κάποιος που αγαπάμε, άρα τον φανταζόμαστε ασθενή, ούτε στους αρρωστοφοβικούς (όπως εγώ), που βλέπουν παντού παθήσεις, μικρόβια και γλυκόπικρες αφορμές για μια επίσκεψη από την αγαπημένη φίλη μας, την κρίση πανικού. Μιλώ για την καθημερινή αλληλεπίδρασή μας με τους άλλους, όπου λαμβάνεται ως δεδομένο ότι είναι καλά, σχετικά υγιείς, τέλεια λειτουργικοί και σίγουρα ικανοί να αντιμετωπίσουν ό,τι τύχει. Αυτή η ψευδαίσθηση υγείας των άλλων βολεύει για κοινωνίες όπως η δική μας, που δεν αποδίδουν μεγάλη αξία στα επαγγέλματα φροντίδας ή στους ανθρώπους που την παρέχουν χωρίς να αμείβονται (κατά κανόνα γυναίκες). Αν όμως όλοι παριστάνουμε τους τέλεια υγιείς, ποιοι θα διεκδικήσουν με πάθος και δυναμισμό περίθαλψη για όσους ασθενούν;
Περπατάμε στους δρόμους της πόλης και κοιτάμε τους γύρω μας, πιστεύοντας ότι είναι σε καλύτερη κατάσταση από εμάς. Τούς φανταζόμαστε σαν ανθρώπους που τα πράγματα τους πάνε καλά, που δεν έχουν προβληματικό πόδι, χαλασμένο στομάχι ή έναν υπερβολικά ανάστατο ψυχικό κόσμο, όπου «μαύρες» μέρες χωρίς ενέργεια διαδέχονται σάπιες ώρες αγωνίας και κατανάλωσης ζάχαρης ή ουσιών.
Η αδυναμία μας να φανταστούμε τους άλλους ως τρωτούς μάς στερεί την ευκαιρία να συνδεθούμε πραγματικά μαζί τους. Έτσι, φτωχαίνουμε και τη δική μας εμπειρία. Δεν βλέπουμε των πλούτο των ψυχικών αποθεμάτων αυτών που μας περιβάλλουν, γιατί νομίζουμε διαρκώς πως τα πράγματα τους πάνε καλά.
Η αδυναμία μας να φανταστούμε τους άλλους ως τρωτούς μάς στερεί την ευκαιρία να συνδεθούμε πραγματικά μαζί τους. Έτσι, φτωχαίνουμε και τη δική μας εμπειρία. Δεν βλέπουμε των πλούτο των ψυχικών αποθεμάτων αυτών που μας περιβάλλουν, γιατί νομίζουμε διαρκώς πως τα πράγματα τους πάνε καλά. Δεν ρωτάμε πώς νιώθουν ή φροντίζουμε ενεργητικά να αλλάξουμε θέμα συζήτησης όταν κάποιος πάει να μιλήσει για «θέμα υγείας» (φράση στοχευμένα ψυχρή μες στη γενικότητά της).
Έτσι, στερούμαστε την ευκαιρία να θαυμάσουμε την ανθρώπινη δύναμη. Βλέπουμε απέναντί μας έναν συνάδελφο που απλώς κάνει τη δουλειά του ή έναν φίλο που μας συνάντησε για φαγητό και όχι έναν καθημερινό ήρωα θέλησης που κάνει ό,τι μπορεί για να ζήσει με το εντελώς ανθρώπινο σώμα του και την εντελώς ευάλωτη ψυχοσύνθεσή του. Κάτι ουσιώδες χάνεται. Μεταξύ άλλων, υποθέτουμε πως ευτυχείς μπορούν να είναι μόνον αυτοί που τα πράγματα τους πάνε διαρκώς καλά, επειδή ξυπνάνε και έχουν τέλεια δόντια, τέλεια όργανα, τέλεια διάθεση, ενώ ποτέ δεν υποφέρουν και ποτέ δεν σκέφτονται να τα παρατήσουν και να πάνε να κλειστούν στο μπάνιο ή στην κρεβατοκάμαρα για αόριστο χρονικό διάστημα.
Καθώς κερδίζει έδαφος η ιδέα ότι πρέπει διαρκώς να είμαστε καλά, χαρούμενοι και τέλεια λειτουργικοί, ξεχνάμε πόσο εξουθενωτικό είναι να υποκρίνεσαι. Δεχόμαστε να προσποιούμαστε ότι σκάμε (κυριολεκτικά) από υγεία και περνάμε υπερ-τέλεια. Επιζητούμε όχι το ξεπέρασμα των εμποδίων, αλλά την απουσία τους.
Ταυτόχρονα, δημιουργούμε κοινωνική απόσταση. Αφού όλοι παίζουμε το παιχνίδι «όλα καλά, πάντα καλά», γλιτώνουμε από το να νιώσουμε ενσυναίσθηση για τους άλλους. Αυτό προφανώς επηρεάζει και το πώς σκεφτόμαστε την κοινή μας ζωή. Από το ότι τα επαγγέλματα που παρέχουν φροντίδα δεν θεωρείται ότι έχουν κύρος και αξίζει να επιβραβεύονται με υψηλούς μισθούς και γενναιόδωρες παροχές μέχρι την αδυναμία μας να διεκδικήσουμε και να «στήσουμε» ένα λειτουργικό σύστημα υγείας και περίθαλψης για όλους.
Η πανδημία θα μπορούσε να κλονίσει την προσκόλλησή μας στην ιδέα ότι οι άλλοι είναι «καλά, μια χαρά» και άρα να μας κινητοποιήσει πολιτικά. Θα μπορούσε να μας επιτρέψει να νιώσουμε συνδεδεμένοι μες στην τρωτότητά μας.
Δεν συνέβη. Υπερμεγέθη μωρά ξεχύθηκαν στους δρόμους διαφόρων ευρωπαϊκών πόλεων για να πουν ότι δεν θέλουν να φοράνε μάσκα, ιεραρχώντας την αφιλτράριστη ανάσα υψηλότερα από την προστασία των άλλων. Ενώ η εποχή δικαιολογεί απολύτως ανησυχίες και εγρήγορση σε όσους νοιάζονται για τις ελευθερίες τους, κυρίως λόγω της ακραίας επιτήρησης από κράτη, αστυνομία και τεχνολογικούς κολοσσούς, απ' όλες τις μάχες για ελευθερία πιο πολύ συζητήθηκε η μάχη της αδούλωτης μύτης, μάχη για ένα ανύπαρκτο δικαίωμα ουσιαστικά, αυτό της βλάβης των άλλων.
Είμαστε ευάλωτοι, τρωτοί, προσωρινά υγιείς. Δεν αλληλεπιδρούμε όμως με τους γύρω μας ως τέτοιοι, ούτε διεκδικούμε δικαιώματα και ρυθμίσεις με βάση αυτή την ιδέα. Ίσως το κάνουμε στο μέλλον. Ίσως το σύνθημα του δρόμου «είμαι ευάλωτος» να γίνει κάποτε mainstream κι αυτό.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.