Κάνοντας ένα σύντομο recap, όπως στις σειρές με πολύ μπερδευτικό σενάριο, να σας υπενθυμίσουμε ότι στο πρώτο μέρος της ιστορίας μας ο Μιχάλης Καραβίδης πέθανε μετά από ένα τραγελαφικό οικιακό ατύχημα και εν συνεχεία αναστήθηκε. Στο δεύτερο μέρος αποφασίστηκε, λόγω μεγάλους κόστους στο οποίο η οικογένεια Καραβίδη δεν μπορούσε να ανταποκριθεί, να μεταφερθεί η σορός του Μιχάλη στο χωριό Προσουνίτσα Φλωρίνης, όπου και θα γίνει η κηδεία, με το αυτοκίνητο του γαμπρού του Θεμιστοκλή.
Το μεγάλο άγχος του Θεμιστοκλή ήταν να μην τον σταματήσει η αστυνομία. Το πακεταρισμένο πτώμα του Μιχάλη, το οποίο εξείχε δέκα εκατοστά από το πορτμπαγκάζ, θα δημιουργούσε εύλογες απορίες και οι απαντήσεις στις απορίες αυτές θα μπορούσαν να δημιουργήσουν μεγάλα μπλεξίματα, καθώς η απάντηση στην ερώτηση «τι είναι αυτό το μεγάλο δέμα που κουβαλάτε;» δεν είναι συνήθως «ένα πτώμα, κύριε αστυνόμε, μη δίνετε σημασία». Όπως και να 'χει, το ταξίδι κύλησε χωρίς απρόοπτα και περίπου 6½ ώρες μετά την αναχώρηση τα δύο αυτοκίνητα, αυτό με τον Θεμιστοκλή, τη γυναίκα του, την Πέπη, και το πτώμα του Μιχάλη, και αυτό με τη γυναίκα του Μιχάλη και τις δύο κόρες τους, έφτασαν στον τελικό τους προορισμό.
Αυτή ήταν η ζωή μετά τον θάνατο του Μιχάλη Καραβίδη. Μια σύντομη, αλλά γεμάτη ζωή, στην οποία ο ήρωάς μας συνέχισε να βαριέται που ζει, παίρνοντας έτσι την απόφαση να αποχωρήσει οριστικά για τον άλλο κόσμο.
Η κηδεία θα γινόταν την επομένη το πρωί. Όταν έφτασαν, τους περίμενε ο ξάδερφος του Μιχάλη, ο Σωτήρης, για να πάνε να δουν τα τυπικά της κηδείας. Ο Μιχάλης από μια γωνιά παρατηρούσε τη στιγμή που ο ξάδερφός του ξέσπασε σε λυγμούς, βλέποντας το πακεταρισμένο πτώμα. Η γυναίκα του Μιχάλη, η Ματίνα, πήρε αγκαλιά τον Σωτήρη και ο Θεμιστοκλής άρχισε να εκνευρίζεται γιατί μετά από τόσες ώρες οδήγησης ήθελε να τελειώνουν με τις διαδικασίες για να πάει να κάτσει στο ταβερνάκι, στην πλατεία, να φάει και να πιει λίγο τσιπουράκι. Η μητέρα του Μιχάλη περίμενε στο σπίτι, η ηλικία της και η γενικότερη κατάστασή της δεν τις επέτρεπαν πολλά-πολλά. Οι νεκροθάφτες, τέλος πάντων αυτοί που θα αναλάμβαναν αυτόν το ρόλο στην κηδεία, έφτασαν, φόρτωσαν το πτώμα σε μια καρότσα και ανακοίνωσαν ότι επειδή ο παπάς είχε κάτι βαφτίσια σε ένα παραδιπλανό χωριό, η κηδεία θα γινόταν στις 2 το μεσημέρι.
Το σπίτι της μητέρας του Μιχάλη, πολύ απλό και κάπως παρατημένο. Η μητέρα του Μιχάλη πολύ απλή και κάπως παρατημένη επίσης. Όπως είχαμε γράψει και στο προηγούμενο μέρος, τυφλή από το ένα μάτι και κουφή κατά 90%, χαρακτηριστικά που έκαναν τη συνεννόηση κομματάκι δύσκολη. Αυτό που κανείς δεν ήξερε μέχρι εκείνη τη στιγμή είναι πως η μητέρα του Μιχάλη είχε αποκτήσει και μια μικρή εγκεφαλική βλάβη που, γιατροί δεν είμαστε, αλλά είναι προφανές ότι της περιόριζε την αντίληψη, γεγονός που έκανε τη συνεννόηση ακόμα δυσκολότερη.
«Κυρία Δέσποινα, πώς είστε;» ρώτησε η Ματίνα μπαίνοντας στο σπίτι. «Μαμά, γιατί άργησες;» ρώτησε η κ. Δέσποινα και η Ματίνα γύρισε προς τα πίσω και κάτι είπε στον Θεμιστοκλή και τις κόρες της ψιθυριστά (λες και αλλιώς θα άκουγε η κυρα-Δέσποινα). «Δεν έχω διαβάσει ακόμα τα μαθήματά μου, πάω να τα κάνω τώρα» είπε η κυρα-Δέσποινα, επιβεβαιώνοντας τις υποψίες ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
Την επόμενη ημέρα, στις 5 το απόγευμα, στο νεκροταφείο του χωριού, σε στενό οικογενειακό κύκλο, αφού ούτως ή άλλως δεν υπήρχε και κανένας άλλος να παρευρεθεί, έγινε η κηδεία του Μιχάλη. Ο Μιχάλης, σε μια γωνιά δίπλα στον ανοιχτό λάκκο, παρατηρούσε τη διαδικασία.
Η μάνα του έλεγε στη Ματίνα κάτι για το διαγώνισμα της Γεωγραφίας και η γυναίκα του Θεμιστοκλή, η Πέπη, ρωτούσε τον άντρα της από πού έχουνε φέρει τα κόλλυβα και αν είναι καλά. Οι δυο του κόρες, αμίλητες, κοιτούσαν στο πουθενά και ο ξάδερφος Σωτήρης έλεγε σε ένα παπαδοπαίδι για το στοίχημα και για το πώς το διπλό της Ομπερχάουζεν του χάλασε μια πολύ καλή τριάδα, καταλήγοντας ότι όλα αυτά είναι στημένα για να τα τρώνε οι πρόεδροι των ομάδων.
Το πτώμα ήρθε μέσα σε ένα κακοφτιαγμένο ξύλινο φέρετρο. Η Πέπη έκανε τον σταυρό της, η Δήμητρα έπιασε σφιχτά το χέρι της αδερφής της και η μάνα του ρώτησε τη Ματίνα άμα της αρέσει κανένα αγόρι στην τάξη. Ο παπάς ζήτησε να κάνουν ησυχία, η κυρα-Δέσποινα, επειδή δεν άκουγε καλά, ρώτησε, πιο δυνατά αυτήν τη φορά, γιατί αυτός ο κύριος φοράει τέτοια ρούχα, τα παιδιά που κουβαλούσανε το φέρετρο το αφήσανε προσεκτικά στον λάκκο και ένα από αυτά ρώτησε τη Ματίνα αν ήθελε να το ανοίξουν.
Ο Μιχάλης, βλέποντας ότι δεν γίνεται και τίποτα φοβερό στη μετά θάνατον ζωή, σκέφτηκε πως αν ανοίξουν το φέρετρο και μπει μέσα, μπορεί να πεθάνει και από τη μετά θάνατον ζωή και κάπως έτσι ίσως γλιτώσει οριστικά από τον βαρετό αυτό κόσμο. Η Ματίνα ρώτησε τις κόρες της, οι κόρες είπανε «ναι», το φέρετρο άνοιξε, ο Μιχάλης μέσα σε αυτό φαινόταν κάπως ταλαιπωρημένος απ' όλα όσα είχε τραβήξει μετά τον θάνατό του, η μάνα του φώναξε «καλέ, το ξέρω κάπου αυτό το παιδί», η Πέπη, μέσα σε όλον αυτό τον χαμό, είπε κάπως δυνατά «Θέμη, να πάμε για γλυκάκι μετά στη Χρυσοβίτσα», ο Σωτήρης είπε «ρε παιδιά, δεν είναι κηδεία αυτή», ο παπάς έκανε «σσσς» και ο Μιχάλης έκανε ένα κυριολεκτικό σάλτο μορτάλε και πρόλαβε να μπει στο φέρετρο πριν αυτό κλείσει.
Το φέρετρο έκλεισε, μπήκε στον λάκκο, η κηδεία συνεχίστηκε με μοναδικά απρόοπτα τις παρεμβάσεις για σχολικά θέματα της κυρα-Δέσποινας και η ζωή συνεχίστηκε για όλους, εκτός από τον αγαπημένο μας ήρωα, τον Μιχάλη.
Αυτή ήταν η ζωή μετά τον θάνατο του Μιχάλη Καραβίδη. Μια σύντομη, αλλά γεμάτη ζωή, στην οποία ο ήρωάς μας συνέχισε να βαριέται που ζει, παίρνοντας έτσι την απόφαση να αποχωρήσει οριστικά για τον άλλο κόσμο.
Τα ξαναλέμε από εδώ την πρώτη εβδομάδα του Σεπτέμβρη, να είστε καλά...
σχόλια