Ο ΤΖΙΜΙ ΚΑΡΤΕΡ ΕΙΝΑΙ ο πρώτος Αμερικανός Πρόεδρος που μπορώ να ανακαλέσω από τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, συνεπώς είναι κάπως σημαντική η θέση που κατέχει στη συνείδησή μου. Ήταν και το μικρό του όνομα ίσως –Τζίμι!– ανέμελο και ζωηρό σαν παιδικό καλοκαίρι στα '70s, και ο ελαφρύς τρόπος που τον μεταχειρίζονταν τα μέσα. Ο φιστικάς από τον Νότο (θυμάμαι τις σχετικές σατιρικές βινιέτες του Φρέντυ Γερμανού, «Φιστίκι καλεί Κρεμλίνο», κ.λπ.) ή η καρικατούρα με την υπερτονισμένη οδοντοστοιχία που του επεφύλασσε το περιοδικό Mad.
Θυμάμαι αμυδρά και την ιστορική ειρηνευτική συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ, που εκείνος είχε επιμεληθεί, ανάμεσα στην Αίγυπτο και το Ισραήλ, αλλά και κάποια από τα γεγονότα που σημάδεψαν το τέλος εκείνης της δεκαετίας και του στοίχισαν την επανεκλογή του – την υπόθεση των ομήρων στην υπό κατάληψη πρεσβεία των ΗΠΑ στο Ιράν που βάστηξε πάνω από έναν χρόνο και έληξε με την απελευθέρωση τους από τον Χομεϊνί μετά την εκλογή του Ρέιγκαν, την ενεργειακή / πετρελαϊκή κρίση του '79 – τότε όμως δεν τα είχα συνδέσει με την προσωπικότητα του Κάρτερ, ο οποίος εκ των υστέρων καταγράφηκε ως ένας από τους πιο «αδύναμους κρίκους» στα χρονικά των Αμερικανών Προέδρων.
Κανείς όμως από τους δύο δεν θα μπορούσε να ανταγωνιστεί την αυθεντική μουσική παιδεία που είχε αποκτήσει ο Τζίμι Κάρτερ από μικρό παιδί στην αγροτική Τζόρτζια, και μάλιστα σε περιοχή με 80% μαύρο πληθυσμό, και αργότερα του χρησίμευσε ποικιλοτρόπως στην πολιτική του καριέρα
Αυτή η δυσμενής αποτίμηση μεταστράφηκε σημαντικά με την πάροδο των δεκαετιών, τη δύναμη του ρεβιζιονισμού, το πολυσχιδές φιλανθρωπικό έργο του Κάρτερ ο οποίος μοιάζει ακαταπόνητος από τότε μέχρι και σήμερα, σαράντα ολόκληρα χρόνια αργότερα, αλλά και σε σύγκριση με την αποχαλίνωση του λεγόμενου στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος που ακολούθησε και τη νεοσυντηρητική λαίλαπα που ψηνόταν από καιρό και εγκαταστάθηκε πανηγυρικά και χωρίς περιστροφές στον Λευκό Οίκο μαζί με τον Ρέιγκαν.
Και θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι δεν ξεκουμπίστηκε ποτέ, παρά τις θητείες του Κλίντον και του Ομπάμα, δύο επιφανών μουσικόφιλων, μεταξύ άλλων ιδιοσυγκρασιακών χαρακτηριστικών τους, αν κρίνουμε από τη διακηρυγμένη λατρεία του πρώτου για την τζαζ και τις υπερ-ψαγμένες ετήσιες μουσικές λίστες του δεύτερου.
Κανείς όμως από τους δύο δεν θα μπορούσε να ανταγωνιστεί την αυθεντική μουσική παιδεία που είχε αποκτήσει ο Τζίμι Κάρτερ από μικρό παιδί στην αγροτική Τζόρτζια, και μάλιστα σε περιοχή με 80% μαύρο πληθυσμό, και αργότερα του χρησίμευσε ποικιλοτρόπως στην πολιτική του καριέρα μέσα από τις φιλικές σχέσεις που είχε αναπτύξει με τα ιερά τέρατα της αμερικανικής μουσικής αλλά και της αντικουλτούρας.
Αυτούς ακριβώς τους πολύτιμους δεσμούς του 39ου Προέδρου των ΗΠΑ όχι μόνο με την ροκ αριστοκρατία αλλά και με την αφρόκρεμα της τζαζ, της γκόσπελ και της κάντρι μουσικής, παρουσιάζει με γλαφυρό τρόπο το νέο ντοκιμαντέρ με τον εύγλωττο τίτλο Jimmy Carter Rock & Roll President.
Jimmy Carter Rock & Roll President, Official Trailer
Και μόνο τα ονόματα που εμφανίζονται στο ντοκιμαντέρ είτε να έχουν κάνει τον Λευκό Οίκο κυριολεκτικά σπίτι τους στα χρόνια του Κάρτερ είτε (οι επιζώντες) να στάζουν μέλι σήμερα για λογαριασμό του, προκαλούν δέος: Mahalia Jackson, Johnny Cash, Cecil Taylor, Paul Simon, Aretha Franklin, Charles Mingus, Dizzie Gillespie, Sarah Vaughan, Herbie Hancock, Allman Brothers, Nile Rodgers, Willie Nelson, Bob Dylan...
Οι δύο τελευταίοι μάλιστα, μιλώντας στην κάμερα της σκηνοθέτριας της ταινίας, Mary Wharton, τον αποκαλούν όχι απλώς φίλο αλλά τον καλύτερό τους ("best") φίλο. Ο Willie Nelson αναπολεί τη μέρα που έσκασε μπάφο στον Λευκό Οίκο (και τον κάπνισε μαζί με τον γιο του Προέδρου, ενώ ο Dylan, ο οποίος δεν εμφανίζεται ποτέ σε παραγωγές που δεν έχει εξουσιοδοτήσει και δεν έχουν να κάνουν με τον ίδιον, είναι να σα να απαγγέλλει έμμετρη ωδή μιλώντας για τον Τζίμι Κάρτερ:
«Είναι ένα πνεύμα οικείο σε μένα με τον πιο σπάνιο τρόπο. Είναι το είδος του ανθρώπου που δεν συναντάς κάθε μέρα και είσαι πολύ τυχερός αν σου συμβεί κάτι τέτοιο. Είναι αδύνατον να ορίσω τον Τζίμι. Είναι πυρηνικός επιστήμονας, είναι και ξυλουργός. Είναι επίσης ποιητής, είναι και αγρότης. Κι αν μου έλεγες ότι είναι και οδηγός αγώνων, δεν θα μου προκαλούσε έκπληξη».
Ό,τι κι αν εκπροσωπούσε τελικά όμως ο Τζίμι Κάρτερ –τον «Νέο Νότο» που ήθελε να αποδεσμευτεί από τη ρατσιστική του παράδοση, την αξία της «απαλής ισχύος» ("soft power") και της δύναμης της μουσικής ως πολιτικού εργαλείου, μιας αίσθησης πολιτικής αξιοπρεπείας που μοιάζει χαμένη προ πολλού και μας κάνει να αναπολούμε την «αποτυχημένη» θητεία του με όλο και μεγαλύτερη νοσταλγία– τελικά δεν ήταν παρά μια παρένθεση. Ή μάλλον ένα μουσικό διάλειμμα που στο παρόν κλίμα δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι συνέβη κάποτε.