Έστω κι αν ασκούμαστε στη μικροψυχία και στον πολιτικό μαζοχισμό, επιβάλλεται να παρατηρήσουμε ότι τα πρώτα δείγματα μετεκλογικής αντιπολίτευσης επιβεβαιώνουν την παμπάλαια προκατάληψη των ντόπιων παραταξιακών σχηματισμών. Η εκλογική νίκη δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Γαλάζιοι και πράσινοι εναλλάσσονται -μετά κόπων και βασάνων- στην εξουσία, οι αδελφές συμμορίες (φορολογική τάξη σήμαινε η λέξη αρχαϊστί...) κάνουν το δημοφελές έργο τους, τα κομματικά αδελφοξαδέλφια αρπάζουν τις ευκαιρίες από τα μαλλιά ωσότου φτάσουν σε αδιέξοδο και παραδώσουν το φαλιρισμένο μαγαζί στους τυπικούς και μόνο κατ' όνομα αντιπάλους. Γνωστά πράγματα, πασίγνωστα, και δεν χρήζουν σχολίων.
Εντούτοις εκκρεμεί πάντα μια απειλητική λεπτομέρεια που κλέβει τον ύπνο τής εκάστοτε αντιπολίτευσης. Το επιτελείο που παρέδωσε την εξουσία και υπέστη την αλλαξοπρωθυπουργία, επειδή γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, δεν ανησυχεί διότι γνωρίζει από πρώτο χέρι τι σημαίνει να πρωθυπουργεύει κανείς στη χώρα. Η αποτυχία είναι εξασφαλισμένη. Το φιάσκο καλύτερα, διότι κατά το ήμισυ τουλάχιστον το έχουν προετοιμάσει οι ίδιοι οι αποχωρήσαντες. Εξού και η τρομερή φράση «πού θα βρείτε τα λεφτά;» με υπόκρουση το φαυλοτράγουδο «ό,τι κάναμε μαζί το κάναμε, το γεννήσαμε και το πεθάναμε». Με άλλα λόγια, οι δύο παρατάξεις έχουν συναντηθεί στον ίδιο καθρέφτη, θυμίζουν τους αριστοτελικούς «φίλους» που αλληλοκοιτάζονται διακρίνοντας τον ίδιο τον εαυτό τους.
Ουσιαστικά οι δυο παρατάξεις συνδέονται με αρραγή αισθήματα αμοιβαίας ανυποληψίας. Αφού κι αυτοί είναι σαν κι εμάς (και χειρότεροι) τι άλλο θα κάνουν; Θα παραδώσουν ό,τι παρέλαβαν. Η αισιοδοξία στο κόμμα που απετάχθη (σαν την τρίχα από τη ζύμη) βασίζεται πάντα στην αρνητική εμπιστοσύνη· μάρτυρας η μεταπολίτευση! Το δίπολο καλά κρατεί, όποιος παραλαμβάνει χάλια τα ανατοκίζει με δεινότερα χάλια, οπότε και το κράτος -που θεωρείται πλέον κλινικά νεκρό- μοιάζει με νταλίκα που δίπλωσε στην εθνική οδό κι όποιον πάρει ο χάρος. Όλα έχουν προβλεφθεί από τη χρόνια φαυλότητα, εκτός από την απλή, απλούστατη εκδοχή: αν, παρ' ελπίδα, «αυτοί» σπάσουν την κραταιά παράδοση και θελήσουν πράγματι να ανασυντάξουν τα ασύντακτα και να αναστήσουν (να ξαναστήσουν δηλαδή) τον κρατικό μηχανισμό, δωρίζοντας κάποια ελπίδα στη χώρα, τι μέλλει γενέσθαι; Η απορία εμβάλλει τρόμο και απελπισία πρώτα απ' όλα διότι συνεπάγεται «προδοσία». Καταπάτηση της χρόνιας αμοιβαίας συμφωνίας. Χωρίς καμιά υπερβολή, οι αντιπολιτευόμενοι δεν φοβούνται το ναυάγιο, αυτό το αναμένουν και το εύχονται, αντίθετα τρέμουν την απίθανη εκδοχή ότι τα πράγματα ενδέχεται να πάρουν άλλο δρόμο, στοιχειωδώς καλύτερο, οπότε πού θα βρουν φωλεά να στεγάσουν το κεφάλι τους;
Προφανώς, εργοδότης και εμψυχωτής κάθε αντιπολίτευσης δεν είναι άλλος από την προεξοφλημένη φαυλότητα του εκάστοτε κυβερνώντος. Η φαυλότητα είναι ο μέγας φούρναρης του καταγγελτικού λόγου, της συστηματικής αμαύρωσης και της ανυποχώρητης κομματικότητας. Κόμματα και κομματίδια πασχίζουν να διατηρηθεί αυτό το καθεστώς, να μακροημερεύει ο κρατικός ασθενής, να υγιαίνουν τα κόμματα με έξοδα του δημοσίου. Δεν είναι περίεργο ότι έπρεπε να μιλήσει ένας βουλευτής του ΛΑΟΣ για να ακούσουμε και μια διαφορετική άποψη για τα σταζ (γαλλική είναι η λέξη, βουλευτάρες, εξού και «σταζιέρ»: ασκούμενος);
Μην ξεχνάμε και το φρόνημα των πρώην αντιπολιτευομένων και νυν ασκούντων την εξουσία. Μιλάμε για μεταμόρφωση, όχι αστεία. Εκεί που επί χρόνια πυροβολούσαν σε κάθε κλαρί, έμπαιναν στο θέμα από την τέταρτη πλευρά του τριγώνου και ταύτιζαν το κόμμα τους με την εισαγγελία, τώρα θα πρέπει να υιοθετήσουν τον θετικό λόγο, να σταδιοδρομήσουν ως βαλλόμενοι και να σπουδάσουν την ευθύνη τηλεμαστιγούμενοι. Μόνο έτσι συνειδητοποιούν τα μέλη της κυβέρνησης πόσο φτηνά κοστίζει η αντιπολίτευση και πόσο σισύφειο έργο είναι η πολίτευση. Η Αριστερά, για παράδειγμα, που δεν της λείπουν τα άτομα και τα κριτήρια, έχοντας εξασφαλίσει ισόβια αντιπολιτευτική ζωή (ξέροντας δηλαδή ότι πάντα άλλοι θα βγάζουν ή θα βάζουν τα κάστανα στη φωτιά), δεν έχει λόγους να ανησυχεί. Όσο η φαυλότητα παρατείνεται και η αγορά (της εργασίας) παραφέρεται, έχει άφθονο σχετλιαστικό υλικό. Στα πάντα είναι «αντί», στα πάντα έιναι αθώα του αίματος, στα πάντα ανακαλύπτει τον «ένοχο» που την αθωώνει και της παρέχει συγχωροχάρτι. Θα μπορούσε βέβαια να «συνεργαστεί», αλλά συνεργασία σημαίνει στην κομματική γλώσσα «προδοσία». Άρα καλύτερη η αδράνεια.
Στη δημοκρατική γλώσσα (θου, Κύριε...) μιλάμε για αντιπροσώπους και κοινοβουλευτικούς που ψηφίστηκαν από τον λαό· εφόσον λοιπόν έχουμε μια νέα γενιά που ανέλαβε ευθύνες οφείλουμε -έστω και καταπίνοντας τη γλώσσα μας- να δείξουμε αντοχή και ανοχή για καθαρά εθνικούς λόγους. Αν κι αυτοί λερώσουν τα χέρια τους και αναδειχθούν «άξια» τέκνα της παραδόσεως, το δράμα δεν θα αφορά το κόμμα τους (που έχει πολλά στην καμπούρα του) αλλά την ίδια την κοινωνία, που κατάντησε ακυβέρνητη και αναρχο-αυτόνομη. Δεν αναμένουμε θεαματικές προόδους, το ζητούμενο είναι το μισό βήμα, να αρχίσει να τρέμει η βελόνα στην πυξίδα, να αποδειχθεί ότι η χώρα δεν είναι ένας εσμός κατσαπλιάδων που λυμαίνεται την ευρωπαϊκή επιείκεια. Επίσης, οι νεαρές γυναίκες που ανέλαβαν κρίσιμα υπουργεία παίζουν ένα στοίχημα που αφορά τόσο την κυβέρνηση όσο και το φύλο τους. Ας πάρουν τη ρεβάνς με τον δικό τους τρόπο.
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Ρίτσαρντ Οβερυ: 1939, Η αντίστροφη μέτρηση στον πόλεμο, μετ. Τιτίνας Σπερελάκη, Εκδόσεις Πατάκης. Πιστή περιγραφή του διπλωματικού παρασκηνίου (Λονδίνο - Βερολίνο - Παρίσι - Βαρσοβία - Μόσχα) όπου επωάστηκε η πανούκλα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
σχόλια