Για κάποιον που διψάει για δόξα και, κυρίως, για χρήμα (και δεν ξέρω πολλούς που να μην!) δεν υπάρχει στη σημερινή Ελλάδα ιδανικότερη «θέση εργασίας» από εκείνη του «τοπικού άρχοντα» - πείτε τον «δήμαρχο», «κοινοτάρχη», ό,τι θέλετε.
Επειδή ακριβώς περιορίζεται σε τοπικό επίπεδο, σε «μικρή κοινωνία», βλέπει, ακούει και γνωρίζει πολλά. Αν όλα αυτά τα βάλουμε σε ένα «τσουβάλι», θα έχουμε συγκεντρωμένο εκεί τον απόλυτο ορισμό, τον «ενδεικτικό όγκο» και το αδιάψευστο τεκμήριο της διαφθοράς.
Προτού διασκεδάσουμε, λοιπόν, με μερικές ιστορίες (ιστορίες βγαλμένες κατευθείαν από το «τσουβάλι» του «είδα, άκουσα, ξέρω» κάποιας «μικρής κοινωνίας»), ας κάνουμε και την απαραίτητη, πλην όμως και τόσο θλιβερή διευκρίνιση, ότι μέσα στον γενικό χαμό υπάρχουν και λίγες φωτεινές εξαιρέσεις - λαμπροί δημοτικοί «άρχοντες» που υπηρετούν ανιδιοτελώς τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Ιστοριούλα, λοιπόν, με τίτλο «Να πώς γίνονται οι ωραίες δουλειές». Ο δήμαρχος επιλέγει έναν από τους πολλούς «ελεύθερους χώρους» που υπάρχουν στο βασίλειό του. Δεν είναι δικός του, αλλά το θέλει, λέει, για δημοτικό πάρκινγκ ή πάρκο - αυτά είναι της μόδας και «συγκινούν» και τους δημότες. Ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου πληροφορείται την απόφαση (τις... διεργασίες της οποίας γνώριζε από πριν) και νιώθει να χάνεται η γη κάτω απ' τα πόδια του. Η αξία της περιουσίας του συρρικνώνεται, αφού τα χρήματα από την απαλλοτρίωση είναι πάντοτε πολύ λίγα σε σχέση με αυτό που λέμε «αξία της αγοράς». Ο άνθρωπός μας, ο χαμένος, διαμαρτύρεται, αντιδρά, προσφεύγει, πιέζει, αλλά η εξουσία είναι εξουσία και δεν νικιέται. Το οικόπεδο θα απαλλοτριωθεί και θα γίνει πάρκο «να παίζουνε τα παιδάκια μας». Πριν εκδοθεί, όμως, η πράξη της απαλλοτρίωσης, μπαίνει ξαφνικά, αλλά διόλου τυχαία, ο δεύτερος άνθρωπός μας: ο developer. Ελληνιστί: εργολάβος. Αυτός πάει κατευθείαν στον ιδιοκτήτη και του ζητάει να του πουλήσει το επίμαχο οικόπεδο. Ο ιδιοκτήτης ξαφνιάζεται.
«Μα πρόκειται να απαλλοτριωθεί» του λέει. «Έχει ήδη παρθεί απόφαση στον δήμο».
«Το ξέρω, αλλά έχω τις άκρες μου και θα πιέσω να μη γίνει το έργο αυτό, αλλά κάποιο άλλο», του απαντά, πολύ κυνικά και ωραία ο πανίσχυρος developer. Ο ιδιοκτήτης, ακόμα κι αν δεν πείθεται, ενδίδει εύκολα. Το τίμημα που θα λάβει από τον εργολάβο είναι πολλαπλώς υψηλότερο από εκείνο που θα του αποδώσει το κράτος. Υπογράφει, παίρνει τα λεφτά, ξεμπερδεύει.
Πράξη δεύτερη: Περνάνε μήνες, ίσως και μερικά (1-2) χρόνια, και γίνεται γνωστό πως το οικόπεδο που είχε πρόθεση ο δήμαρχος να μετατρέψει σε πάρκο ή πάρκινγκ τελικά θα γίνει εμπορικό κέντρο, θα στεγάσει γραφεία ή πολυτελή διαμερίσματα. Εύκολη, γρήγορη και «καθαρή» μπίζνα. Γερή κονόμα, γνωστό και δοκιμασμένο «κόλπο». Απαξιώνω, αγοράζω, πουλώ. Μπάζα straight σε ελβετικό τραπεζικό λογαριασμό.
Ιστοριούλα δεύτερη. Πιο «εύκολη» ακόμα. Δημιουργώ ανάγκη μικρών ή μεγάλων έργων. Τα λέμε «υποδομής», αλλά αποδεικνύονται, πολύ γρήγορα, διακοσμητικά του κερατά. Πεζοδρομήσεις, ας πούμε. Πλακάκια για τους τυφλούς. Λωρίδες για ποδήλατα. Καλά είναι όλα αυτά, αλλά η έλλειψη σοβαρών υποδομών τα καθιστά αμέσως «ανενεργά» - και το ξέρουν οι δήμαρχοι. Οι λωρίδες για τους τυφλούς, εκτός του ότι κατασκευάζονται πρόχειρα, χωρίς σοβαρό σχεδιασμό από ανθρώπους που να έχουν σχετική γνώση, πολλές φορές καταλήγουν σε απρόβλεπτα αδιέξοδα ή και σε προβλέψιμους μαλάκες - δηλαδή δημότες που παρκάρουν πάνω σε αυτές και ο δήμος σπανιότατα τους κυνηγά.
Οι, τάχα, ήπιας κυκλοφορίας πλακόστρωτοι δρόμοι πολύ γρήγορα γίνονται ελεύθερης και πυκνής κυκλοφορίας. Κατασκευαστικώς, τα πιο πολλά έργα παρουσιάζουν ατέλειες και από τον πρώτο μήνα κιόλας. Γι' αυτά όλα, όμως, έχουν γίνει κάποιες αναθέσεις που βεβαίως, τυπικώς, είναι «απολύτως εντάξει», αλλά στην πραγματικότητα πήγαν εκεί που ήταν βέβαιο ότι θα πάνε. Η μίζα είναι δεδομένη. Μερικοί δήμαρχοι τη συμπεριλαμβάνουν και στους όρους (ανάληψης, εκτέλεσης, αδειοδότησης κ.λπ.), εννοείται στο «μιλητό», αλλά συνήθως μέσω τρίτων.
Η κάθε μικρή, τοπική κοινωνία τα ξέρει όλα αυτά. Κάποιοι τα συζητούν, άλλοι αδιαφορούν, μερικοί μπορεί και να φωνάζουν. Κανείς δεν ακούγεται. Τα τοπικά μέσα στην Ελλάδα σπανιότατα ασκούν ουσιαστικό έλεγχο στη δημοτική ή κοινοτική τους Αρχή. Συνήθως συμπλέουν με αυτήν για να πάρουν διαφημίσεις. Ο εθνικός Τύπος ασχολείται, υποτίθεται, με τα «μεγάλα». Το «καλό» ρεπορτάζ Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι καιρός τώρα που ουσιαστικά έχει απενεργοποιηθεί στα μεγάλα μέσα ενημέρωσης.
Και έτσι, οι τοπικοί άρχοντες κάνουν πάρτι. Το πάρτι της ζωής τους. Ανενόχλητοι. Αδίστακτοι. Αχόρταγοι.
ΥΓ.: Και, δυστυχώς, ρίχνοντας βαριά σκιά και πάνω στους λίγους συναδέλφους τους που εξαιρούνται από αυτόν τον κανόνα, και ίσως θα άξιζε να αρχίζαμε, αυτούς τους λίγους, να τους μνημονεύουμε ονομαστικώς και με προβολή του έργου τους. Θα το κάνουμε.
σχόλια