ΝΑ Η ΠΟΛΗ, απογυμνωμένη από τα περιττά της ψιμύθια, τους ανθρώπους, κάτω από τον ωραίο ανοιξιάτικο ήλιο. Με τις αρχιτεκτονικές της σαν διακοσμητικά μπιμπίκια πάνω σε ένα υπέροχο δέρμα πολυκαιρισμένο. Ω τα υπέροχα σιντριβάνια με τα νερά τους να πλαταγίζουν χωρίς θεατές, χωρίς κάποιους να βγάζουν selfies! Ω τα λαμπρά μνημεία της, κοσμήματα της εσθήτας της, εγκαταλειμμένα σε σύννεφα από περιστέρια! Και κρεμασμένους τους απελπισμένους στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών τους, να παρακολουθούν τις κινήσεις των απέναντι αγνώστων. Όπου τα πάντα τώρα πια θα ορίζονταν με αποστάσεις.
Στη δημιουργία του κόσμου, ο Θεός μοίρασε το έργο του σε χρονικές διάρκειες ίσης απόστασης μεταξύ τους. Τις ονόμασε «μέρες». Πολύ αργότερα θα έρχονταν οι επιστήμονες να ξεκαθαρίσουν ότι με αυτόν τον όρο δεν εννοούνταν οι γελοίες 24 ώρες της δικής μας μέτρησης αλλά κάποιος άλλος, ιλιγγιώδης προσδιορισμός της χρονικής απόστασης που μετριόταν σε εκατομμύρια ετών. Αν ο Θεός επινόησε τις μέρες για να κάνει πιο εύπεπτη στον άνθρωπο τη γεύση του χρόνου, ο ίδιος ο άνθρωπος τώρα καταργούσε το τέχνασμα και στη θέση του έβαζε το απροσμέτρητο. Από εκείνη τη στιγμή όμως παγιδευτήκαμε σε μια αντίληψη της απόστασης, για πάντα αμφίβολη. Η απόσταση θα υπήρχε ως μεταφορά, μια έννοια μεταβατική.
Πάνω στην έννοια της απόστασης είχε στηθεί η επιστήμη της γεωγραφίας και είχε αντίστοιχα νομιμοποιηθεί η αστρονομία, τότε που πλάτυναν οι ορίζοντες πέρα από όσα βλέπουμε. Καθώς οι άνθρωποι έχτιζαν τη μία μετά την άλλη τις Βαβέλ σε άπειρα αντίγραφα, είχαν μεταφέρει στον πυρήνα του σχεδίου τους το πιο ιερό χαρακτηριστικό – την απόσταση ανάμεσα σε καθορισμένα σημεία. Ορίζοντας αυτήν τη διάσταση, μπορούσαν μετά ελεύθερα να χτίζουν υπακούοντας στους νόμους. Έλεγαν: «τόσα μέτρα από το Παλάτι» ή, αργότερα, «Τόσα χιλιόμετρα από την κεντρική πλατεία της πόλης». Η απόσταση είναι εγγύηση τάξης και οργάνωσης της σκέψης, αλλιώς τίποτα δεν θα μπορούσε να εντοπιστεί και να ληφθεί ως σταθερό σημείο αναφοράς.
Και στην απόσταση θα προσφεύγαμε πάλι για να ορίσουμε τον κλονισμένο κόσμο μας. Όταν οι Αρχές του τόπου πρόσφατα επέβαλαν νέους κανόνες συμβίωσης ανάμεσα στους κατοίκους, είχαν ως κύριο όπλο την ενδεικνυόμενη, την ασφαλή απόσταση. Σε αυτήν αναφέρονταν συνέχεια, σε αυτήν έκαναν εκκλήσεις να κρατηθεί, ν' αντέξει, να διατηρηθεί ως λυτρωτικός μηχανισμός.
Κάποιος κατέβασε τον διακόπτη, όλα τα φώτα έσβησαν μονομιάς. Ήταν μια παρτίδα ντόμινο. Το παλιό κέντρο νεκρώθηκε πρώτο, μετά ακολούθησαν τα περιφερειακά κέντρα, τα μικρομάγαζα στις γειτονιές και στις πλατείες.
Και όταν λέμε απόσταση, με όποιον τρόπο κι αν την ορίζουμε, εννοούμε, πάνω απ' όλα, το κενό. Ακριβώς αυτό που ένιωσαν όλοι, καθώς με απόλυτη ακρίβεια ορίστηκαν οι επιτρεπόμενες αποστάσεις από καθετί που τους συνόδευε στη ζωή τους, έμψυχο ή άψυχο. Απόσταση του ενός ανθρώπου από τον άλλον, απόσταση από τα ως τώρα αθώα και ακίνδυνα πράγματα, συστατικά κοινωνικής συνύπαρξης και οργάνωσης μέσα στο σημερινό μας περίβλημα, την πόλη. Μια προνοητική, προληπτική, αμυντική απόσταση από τον γύρω κόσμο μας, που μεταμφίεσε αιφνίδια τα πάντα σε ύπουλες, εχθρικά αυτόβουλες υπάρξεις. Σε ύαινες μέσα στο σκοτάδι.
Στην εποχή που λατρεύτηκε η εκμηδένιση των αποστάσεων, συμπαρασύροντας τη συνοδευτική τους υλική υπόσταση, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να αποδείξει πόσο ρηχές και κούφιες ήταν τέτοιες προφητείες. Ακόμα και όταν είχε αρχίσει φανερά η θεομηνία, και ξεκινούσαν οι ανελέητες καταμετρήσεις της στατιστικής, φάνηκε σε πολλούς φυσικό το να βγουν διαλαλώντας ότι είναι άτρωτοι. Διέθεταν τη θωράκιση που επιτέλους καταργούσε, οριστικά και αμετάκλητα, την τυραννία της απόστασης, της άλλοτε τόσο καθοριστικής ιδιότητας. Και επιδείκνυαν τα θαυμαστά όπλα που τους πρόσφερε η αστραφτερή τεχνολογία: πλατφόρμες και εφαρμογές. Μπορούσαν να τα καταφέρουν μια χαρά δίχως τους κανόνες της απόστασης! Συρρίκνωσαν την πόλη σε έναν προσωπικό, οικείο χώρο αμελητέων διαστάσεων, έριξαν ασβέστη στα κατώφλια τους για απολύμανση, έβαλαν μπάρες και κλείστηκαν στους ασφαλείς τάφους τους. Συνέχισαν έτσι να παίζουν ανέμελοι.
Όμως τότε εκδηλώθηκαν με έντονο τρόπο οι στρεβλώσεις που είχε φέρει σιωπηρά η δραστική αυτή αλλαγή. Γιατί καταργώντας τους αρχέγονους νόμους της απόστασης και αποφεύγοντας τους περιοριστικούς κανόνες, είχαν περάσει σε άλλο επίπεδο ζωής. Μονομιάς είδαν πως είχαν ταυτόχρονα χάσει την αίσθηση του χρόνου και του σώματός τους. Δεν ήξεραν αν ζούσαν ή όχι, αν ήταν εκείνοι που εκτελούσαν κάποιες εντολές του εγκεφάλου τους, αν αυτό που έβλεπαν στον καθρέφτη ήταν πραγματικότητα ή ένα ολόγραμμα. Παρατηρούσαν τον εαυτό τους να χειρίζεται τα μηχανήματα, τα καλώδια, τις οθόνες, παίζοντας με τα προγράμματα, παίρνοντας άφατη ικανοποίηση από τη μαγική εκτέλεση των εντολών τους. Τώρα ο κόσμος στον οποίο αναφέρονταν ήταν σε απόσταση ακριβώς όσο απείχε η οθόνη από τον βολβό του ματιού τους. Τόσο ακριβώς και όχι παραπάνω ή παρακάτω. Μια τέτοια απόσταση έπαυε να είναι κενό διάστημα. Γινόταν το γιγάντιο ποτάμι από νευρώνες που είχαν διεισδύσει μέσα στο μυαλό τους και εξασφάλιζαν την τροφοδοσία του. Έτσι, από το κενό ανάμεσα σε σημεία η απόσταση έγινε όρος ύπαρξης.
Εκεί έξω, βέβαια, δεν θα έμεναν τα πράγματα αλώβητα. Τι να συνέβαινε άραγε; Η πόλη μεταμορφωνόταν ανάλογα. Η ερήμωσή της, που τόσοι ύμνησαν ανακουφισμένοι, ήταν αποκρουστική. Μόνο όσοι την απεχθάνονταν πραγματικά μπορούσαν τώρα να ισχυριστούν ότι αυτό το «νέο πρόσωπο της πόλης που θα νοσταλγήσουμε» είχε κάτι θετικό επάνω του. Μόνο μια διεστραμμένη φαντασία θα επινοούσε μια τέτοια αντιστροφή της λογικής, καθώς η πόλη βρισκόταν όχι υπέροχα άδεια, όπως την ήθελαν οι άσχετοι, αλλά νεκρωμένη. Όσοι γοητεύονταν με την έλλειψη κυκλοφορίας δεν καταλάβαιναν ότι είχε πάψει το αίμα να ρέει στις φλέβες της και ότι γρήγορα θα έπαυε να δουλεύει ο εγκέφαλός της. Το παιχνίδι, νόμιζαν, παιζόταν ανάμεσα σε σούπερ μάρκετ και καφεπωλεία-ζαχαροπλαστεία. Με απόλαυση συνωστίζονταν στις ουρές για να γεμίσουν τις ώρες τους, στέκονταν όρθιοι μ' ένα χάρτινο ποτηράκι στο χέρι, στις σωστές πάντα αποστάσεις. Τις κρατούσαν με ευλαβική προσοχή σαν να ήταν παιδικό παιχνίδι, συζητούσαν κι έδιναν συγχαρητήρια ο ένας στον άλλον. Έτσι θα νικούσαν το θηρίο.
Όμως, χωρίς εμπόριο, η πόλη σπαρταρούσε στο χώμα εγκαταλειμμένη, αγωνιώντας να πάρει ανάσες. Λίγο ακόμα να κρατούσε η καραντίνα, δεν θα της απόμενε καμιά πνοή. Έτσι σκονισμένη, απεριποίητη, ήταν για λύπηση. Η απόστασή της από τη λήθη είχε μειωθεί επικίνδυνα. Κάποιος κατέβασε τον διακόπτη, όλα τα φώτα έσβησαν μονομιάς. Ήταν μια παρτίδα ντόμινο. Το παλιό κέντρο νεκρώθηκε πρώτο, μετά ακολούθησαν τα περιφερειακά κέντρα, τα μικρομάγαζα στις γειτονιές και στις πλατείες. Με τα ρολά κατεβασμένα, με τα πεζοδρόμιά της έρημα, με τα μνημεία της παραδομένα σε φιλότιμους υπαλλήλους του δήμου, που σκούπιζαν ξανά και ξανά, και σε ειδικά αμπαλαρισμένους εργάτες που απολύμαιναν σχολαστικά κάθε ύποπτη γωνία, ήταν ένας εφιάλτης. Σε απόσταση από οποιαδήποτε αποκαλυπτική εικόνα της.
Στους άδειους άξονές της έτρεχαν αφύσικα γρήγορα τα ειδών-ειδών ντελίβερι, μηχανάκια και φορτηγά, νοσοκομειακά και αστυνομικά – όσα μέσα χρειάζονταν για τροφοδοσία, περίθαλψη και ασφάλεια. Σκέψου: δέκα λεπτά μόνο για μια διαδρομή που κανονικά θα χρειαζόταν τρία τέταρτα. Και πώς καθάρισε ο αέρας, αλήθεια! Αυτό τους ένοιαζε: να βρουν κάτι αισιόδοξο να πουν. Λίγο καταλάβαιναν πως ήταν η τελευταία τους ευκαιρία να καταλάβουν ότι αυτό το καθημερινό αλισβερίσι, που λεγόταν «εμπόριο», κρατούσε την πόλη στα πόδια της, συντηρώντας την τρέλα που λέγεται «κίνηση». Χωρίς κίνηση, οι χωρικές αποστάσεις έχαναν το νόημά τους.
Αλλά η κατάργηση της απόστασης επανέφερε την προβληματική έννοια της αιωνιότητας, που αντιβαίνει σε κάθε αρχή της φυσικής επιστήμης. Η επίπονη αναζήτηση τρόπων υπέρβασης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την απόσταση μαρτυρά και μια ανεμελιά απέναντι στις συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο. Κι αυτά πληρώνονται ακριβά, σε χαμένες ζωές στην καταβόθρα.
Και τι συνέβαινε στην πράξη; Ο αναγκαστικός εγκλεισμός δεν ήταν μόνο χωρικός περιορισμός. Ήταν απώλεια νοήματος, γιατί κυρίως ήταν αχρήστευση της χωρικής απόστασης. Ο χώρος αναδιπλώθηκε σε υποπολλαπλάσια της ανθρώπινης κλίμακας, του πώς βαδίζουμε και πώς χειρονομούμε. Το υπόλειμμα της απόστασης ήταν μια κωμική συρρίκνωση σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον. Στερημένη από τη φυσική της διάσταση, η απόσταση αναποδογύρισε τα έξω μέσα, καταφεύγοντας στα απροσμέτρητα διανύσματα της σκέψης. Ανέλαβε έτσι ο εγκέφαλος να αναπληρώσει την έλλειψη κινητικότητας.
Η απόσταση, όμως, είναι συνυφασμένη και με τη χρονική διάρκεια. Όσο πλησιάζει να μηδενιστεί η απόσταση, καταλήγοντας σε επικάλυψη ή ταύτιση, τόσο χάνει το νόημά του ο χρόνος ως νοερή μεταπήδηση σε μια άλλη διάσταση. Οπότε μετατρέπεται σε εσωτερικό χρόνο, εγκαθιστώντας ένα νέο σύστημα αποστάσεων.
Οπότε, οι εφοδιασμένοι με γάντια και μάσκες έγκλειστοι, στα κενά χρόνου που έμεναν ανάμεσα σε ύπνο και αφάνταστες εκρήξεις βίας μεταξύ τους, μαγείρευαν και καταβρόχθιζαν – τι άλλο. Ήταν ένα δείγμα ακόμα της έλλειψης αποστάσεων, εγγυητών της κοινωνικής συνύπαρξης. Απορούσαν που έβλεπαν άγρια θηρία να περιπλανιούνται τις νύχτες στους δρόμους, ψάχνοντας στα σκουπίδια. Δεν καταλάβαιναν πως αυτοί οι ίδιοι είχαν μεταμορφωθεί σε θηρία, μαντρωμένα αυτήν τη φορά.
Η πόλη ήταν ό,τι ονειρεύονταν οι θεράποντές της, οι πολεοδόμοι: ένας τρισδιάστατος χάρτης-χαλί, ξεδιπλωμένος πάνω στο ανατομικό τραπέζι, απαλλαγμένος από την ενοχλητική παρουσία των μυρμηγκιών, των κατοίκων. Μαρμαρωμένη εικόνα χωρίς την ανάγκη να αλλάξει κάτι, χωρίς διεκδικήσεις και συλλαλητήρια, παρελάσεις και πομπές, μολότοφ και σπασμένες βιτρίνες. Επιτέλους, μια αφαιρετική εικόνα, έτοιμη για ενατένιση από ασφαλή απόσταση. Του κουτιού, λες και είχε ανασκαφεί πρόσφατα, με κάποιον μαγικό τρόπο, φρέσκια και ανέγγιχτη. Επιδεκτική μετρήσεων και στατιστικών συγκρίσεων. Το απόλυτο μπότοξ.
Βγήκαν τότε οι θεράποντες και δήλωσαν πως με την επικείμενη άρση των μέτρων θα έμενε η ουσία αυτού του τόσο πετυχημένου καταναγκασμού. Ότι τίποτε δεν θα πήγαινε τελικά χαμένο. Ότι οι κάτοικοι, μαθημένοι να ζουν στα λαγούμια τους, θα το συνεχίσουν, τώρα πια κατάλληλα εκπαιδευμένοι, παρέα με τα ηλεκτρονικά τους παιχνίδια. Και ότι το κράτος θα έπρεπε να προετοιμάσει τα πράγματα θεσμοθετώντας τις αποστάσεις ως την υπέρτατη ηθική στάση, δημοσιεύοντας το συντομότερο ένα σχετικό διάταγμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εκεί ο καθένας θα μπορούσε να αναγνωρίσει ποια είναι η ταγμένη θέση του, ανάλογα με την ηλικία, την κοινωνικο-οικονομική ένταξη και τις εκλογικές συνήθειές του. Για διευκόλυνση του πληθυσμού, θα μοίραζαν ατομικές μεζούρες δωρεάν, πάνω στις οποίες θα υπήρχαν ενδείξεις για τις κυριότερες αποστάσεις, έτσι ώστε όλοι να μπορούν ανά πάσα στιγμή να μετρούν επακριβώς πού στέκονται απέναντι στους άλλους.
Οι κανόνες ορθής κοινωνικής απόστασης όμως θα έπρεπε να συνοδευτούν από τα ανάλογα έργα μέσα στην πόλη. Βγήκε τότε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στην τηλεόραση για να παρουσιάσει το διαφημιστικό σποτάκι για την εικόνα του μέλλοντος. Μια πόλη οργανωμένη επιτέλους πάνω στις ενδεδειγμένες αποστάσεις ανάμεσα στα οικοδομικά της τετράγωνα. Για να το πετύχουν αυτό, απλούστατα θα γκρέμιζαν ένα στα δύο τετράγωνα, αφήνοντας αρκετό κενό ανάμεσα στους χτισμένους όγκους. Έτσι θα άνοιγε ο χώρος, θα ανέπνεε και θα λουζόταν στον ήλιο, θα μειωνόταν η κίνηση ακριβώς στη μισή και θα εύρισκαν όλοι θέσεις να παρκάρουν τα αυτοκίνητά τους. Θα φυτευόταν παντού πράσινο σε συνδυασμό με καφετέριες, θα πρόσθεταν ανά αποστάσεις καινούργια σιντριβάνια, κούνιες και άφθονα παγκάκια.
Αλλά και όσοι περίσσευαν, θα αποζημιώνονταν με κρατικά οικόπεδα ή διαμερίσματα σε ικανή απόσταση από την πόλη, μέσα στη μητέρα φύση. Έτσι, οι τηρούμενες αποστάσεις θα γίνονταν το κοινό στοιχείο που θα συγκολλούσε τους κατοίκους στη νέα ομαδική ζωή, μοιρασμένη ανάμεσα στην πόλη και στην ειρηνική ύπαιθρο, κάτω από το φιλάνθρωπο βλέμμα μιας ιδανικής διακυβέρνησης. Ποιος θα τολμούσε ποτέ να νοσταλγήσει τον ακατονόμαστο τρόπο ζωής πριν από τη θεομηνία; Και να τα αφιερώματα, και να οι θυσίες στους βωμούς, και να οι ύμνοι να εκπέμπονται προς τους ουρανούς που ξέρουν πάντα τι στέλνουν και πότε το στέλνουν.
* Ο Δημήτρης Φιλιππίδης είναι αρχιτέκτονας και ομότιμος καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO
σχόλια