Υπάρχει μια δημοσιογραφία που δεν είναι ούτε μάχιμη ούτε κατευθυνόμενη. Δεν μπορείς να την κατηγορήσεις πως τα παίρνει, αλλά ούτε πως ματώνει για όσα πρέπει να ματώνει η δημοσιογραφία. Είναι κάτι σαν τις ομιλίες του κυρίου Βενιζέλου. Σαγηνευτικές, με ροή, σε στρέφουν στον θαυμασμό, αλλά σχεδόν ποτέ δεν καταλαβαίνεις γιατί έγιναν και τι ήθελαν να πουν. Είναι ένα είδος εξωτικής δημοσιογραφίας.
Σε αυτήν τη δημοσιογραφία η Ελλάδα δεν πονάει, δεν έχει παραδοθεί στη διαφθορά, δεν είναι θύμα χρόνιων πολιτικών και ανέντιμων πολιτικών, αλλά παραπαίει ανάμεσα σε αόριστες ευθύνες λόγω έλλειψης κυρίως ενός πολιτικού σαβουάρ βιβρ που, αν υπήρχε, θα ήταν θαυματουργό. Σε αυτήν τη δημοσιογραφία η κοινωνία και οι ανάγκες της αντικαθίστανται από μια κοινωνική ευαισθησία που δεν έχει, και κυρίως δεν ζητά ευθύνες.
Στο επίκεντρο αυτής της δημοσιογραφίας είναι όλα τα άσχημα φαινόμενα και οι συμπεριφορές, αρκεί να μη χρειαστεί κάποιος, με όνομα και διεύθυνση, να φταίει. Αυτή η δημοσιογραφία στρέφει το βλέμμα στη διαφορετικότητα, στις καταπιεσμένες ομάδες, στο περιθώριο, έχοντας συμφωνήσει με τον εαυτό της πως είναι ο ιεραπόστολος της καταπιεσμένης Ελλάδας. Μέχρι εκεί όμως. Δεν θα σταυρωθεί ποτέ. Και βέβαια δεν θα σταυρώσει κανέναν.
Είναι μια δημοσιογραφία που αποτελεί την άλλη όψη του λαϊκισμού. Ίσως δεν παίζει τόσο με τα ένστικτα, αλλά παίζει εξίσου με το συναίσθημα. Αγιοποιώντας πάντα τον εαυτό της.
Υπάρχει μια δημοσιογραφία που είναι αποδεκτή και από αυτούς που φταίνε και από αυτούς που δεν φταίνε. Και τα έχει με όλους καλά, γιατί δεν ενόχλησε ποτέ κανένα. Συμπορεύεται με την εξουσία, δημιουργώντας πάντα την εντύπωση πως το κάνει από την μεγάλη της ανάγκη να την ελέγχει. Κινείται με ασφάλεια στους πρόποδές της, χωρίς τον κίνδυνο να εκτεθεί. Καταφέρνει να είναι και με τον χωροφύλακα και με τον αστυφύλακα. Και με τον υπουργό και με τη σύζυγό του. Η δημοσιογραφία του ενικού και των φιλικών προσφωνήσεων που συνεχίζει το καλό κρασί μ’ ένα «καλό» ρεπορτάζ.
Μειλίχια, χωρίς το άγχος της σύγκρουσης ή του βιοπορισμού, κινείται στον ασφαλή δρόμο των δημοσίων σχέσεων, δημιουργώντας τον θόρυβο που χρειάζεται ένας γκαζοτενεκές για να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του.
Υπάρχει μια ναρκισσιστική δημοσιογραφία που αυτοθαυμάζεται, που αυτοϊκανοποιείται, αλλά δεν αυτοχρηματοδοτείται. Έχει πάντα σπόνσορα.
Είναι η δημοσιογραφία που φταίει εξίσου με την πουλημένη δημοσιογραφία για την κατάντια μας. Δεν είναι lifestyle, αλλά εκπροσωπεί το lifestyle της ιδεολογίας, της αναζήτησης και του προβληματισμού.
Είναι αδύνατο τα κατηγορήσεις αυτή την εξωτική δημοσιογραφία ότι έχει παπαγάλους. Δεν εκτίθεται με φτηνές αναπαραγωγές, δεν αντιγράφει δελτία Τύπου, δεν αναλώνεται στον εμπειρισμό της επανάληψης. Αντιθέτως, κινείται με την άνεση του διανοούμενου, την ανησυχία του προοδευτικού, την έπαρση και την αυτάρκεια του γνώστη. Είναι μια δημοσιογραφία του προφίλ. Φτιάχνει το προφίλ της την ώρα που καλλιτεχνεί το προφίλ του φιλοξενούμενου.
Γίνεται δημοσιογραφία «δικαιωμάτων», «εναλλακτικών» προβληματισμών, ομφαλοσκοπικής ανησυχίας και διαχεόμενων ευθυνών. Συμμετέχει σε δημοσιογραφικά συνέδρια, κατακεραυνώνει πάντα τις παρεκτροπές, αλλά δεν μπορεί ν’ αντικρίσει ούτε να σχολιάσει ένα πρόσωπο ματωμένο απ’ την αστυνομική βία. Εκτός αν δεν είναι φίλος ο υπουργός Δημόσιας Τάξης. Και βέβαια, καλά τα δημοσιογραφικά συνέδρια, αλλά ο μπουφές μετά ακόμη καλύτερος.
Υπάρχει η δημοσιογραφία που μιλά για τον εαυτό της κάθε φορά που μιλά για τους άλλους. Με εκλεπτυσμένους απατεώνες που κανένας δεν θα τολμήσει να πει «τσιράκια» και «πληρωμένους γραφιάδες», γιατί και οι ίδιοι πιστεύουν τόσο πολύ πως είναι κάτι άλλο, που μπορούν να το υποστηρίζουν πολύ αποτελεσματικά. Ακριβοπληρωμένη, είναι ακριβώς στον αντίποδα των ωμών εκβιασμών, τρώγοντας όμως απ’ το ίδιο χέρι για διαφορετικές υπηρεσίες.
Δεν είναι άξεστη, δεν είναι τραχιά, δεν είναι ενοχλητική. Είναι παντός καιρού κι έχει μόνο φίλους. Ένας φίλος μου την αποκαλεί «μπάι»-δημοσιογραφία. Νομίζω πως της πάει ο χαρακτηρισμός εξωτική. Γεμάτη με δημοσιογράφους που κάνουν τις πάπιες.
σχόλια