Άκουγα τελευταία έναν βετεράνο Ιταλό δημοσιογράφο να περιγράφει πως κάποια στιγμή βρήκε τις στοίβες από τις παλιές εφημερίδες που κρατούσαν στο σπίτι οι γονείς του και βάλθηκε να διαβάζει τα σκονισμένα πρωτοσέλιδα του 1922. Και εκεί ανακάλυψε ότι, εβδομάδα την εβδομάδα, μήνα με τον μήνα, οι ειδήσεις έδειχναν την κοινωνία της Ιταλίας να χάνει τα δημοκρατικά της αντανακλαστικά και τους φασίστες να κερδίζουν δύναμη. Για να φτάσει στον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς ο duce Μουσολίνι να κάνει τη διαβόητη πορεία προς τη Ρώμη, που τον οδήγησε στην εξουσία.
Στην Ελλάδα, η πορεία είναι παρόμοια. Η μία μετά την άλλη, όποια θεωρούνταν τις προηγούμενες δεκαετίες απαραβίαστη δημοκρατική κατάκτηση, βιάζεται σταδιακά, από την είσοδο της ακροδεξιάς στη Βουλή στις εκλογές του 2007 και τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση το 2011 μέχρι την κοινοβουλευτική έκρηξη των ναζί το 2012. Από τον τηλεστάρ Πλεύρη στον υφυπουργό Άδωνι. Από τα μαχαιρώματα των μεταναστών στην εξύμνηση πρώτα της χούντας και αργότερα του ίδιου του Χίτλερ, και μάλιστα μέσα στη Βουλή.
Μια σοκαρισμένη κοινωνία με τους θεσμούς της υπό διάλυση δέχεται καθημερινά τις μικρές δόσεις φασισμού και συνηθίζει το δηλητήριο. Έχει φτάσει πλέον στο στάδιο της εξάρτησης και ζητάει κι άλλες δόσεις. Και όταν για κάποιους λόγους η δόση καθυστερήσει, γίνεται επιθετική. Τη μία ζητάει από τη δασκάλα εξηγήσεις γιατί δίδαξε στα παιδιά τον Κεμάλ, λες και ο Γκάτσος ή ο Χατζιδάκις είναι λιγότερο πατριώτες από τον Κασιδιάρη. Ύστερα τα βάζει με το Athens Pride με μπροστάρη τον τοπικό Μητροπολίτη της κοίτα-ποιοι-μιλάνε ορθόδοξης Εκκλησίας. Ή ζητάει το κεφάλι των ιστορικών που τόλμησαν να αναρωτηθούν αν ο Χορός του Ζαλόγγου ήταν πραγματικότητα ή αποτελεί μέρος των εθνικών μύθων που συνοδεύουν την ιστορία κάθε χώρας. Όταν όμως μια κοινωνία είναι έτοιμη να λυντσάρει τους καθηγητές για μια υπόθεση εργασίας ή μια έρευνα, τι πρόκειται να συμβεί σε λίγο, αν σε κάποιους που ασκούν εξουσία δεν αρέσει μια διαφορετική πολιτική άποψη;
Γιατί, ας μη γελιόμαστε, πίσω από την άνοδο του φασισμού βρίσκονται κάποιοι που θέλουν να τον χρησιμοποιήσουν για πολιτικούς σκοπούς. Την Κυριακή, αίφνης, σε μια εφημερίδα που πρόσκειται στο κυβερνών κόμμα (που είναι ένα, έστω και αν η κυβέρνηση στηρίζεται από τρία), δημοσιεύτηκε άρθρο του κ. Φαήλου Κρανιδιώτη, το οποίο παραλληλίζει τους παιδεραστές με τους «γενίτσαρους αποδομητές» των εθνικών μύθων, αυτούς τους «φουλαράτους ψευτοπροοδευτικους αεριτζήδες, αλληλοπροωθούμενους, δικτατορίσκους στο βαθύ σκότος του αριστερίστικου πνευματικού ολοκληρωτισμού... που υποδύονται τα τελευταία τριάντα τόσα χρόνια την πνευματική ελίτ της χώρας», ενώ «έχουν περίεργα γούστα, πνευματικά αντίστοιχα και το ίδιο αποκρουστικά με τα σωματικά γούστα των παιδεραστών».
Μάλιστα, για τον αγανακτισμένο αρθρογράφο, οι εθνικοί «γενίτσαροι» είναι πιο επικίνδυνοι, γιατί «όταν βγει στη φόρα ο παιδεραστής ή η παιδεράστρια, η αντίδραση του κοινωνικού σώματος είναι μονομπλόκ... Συνήθως, χρειάζεται ισχυρή αστυνομική δύναμη για να μη λυντσάρουν οι φίλοι, οι συγγενείς και αγανακτισμένοι πολίτες το κτήνος...». Ενώ οι «οι διεστραμμένοι/ες της Παιδείας», αντί να λυντσαριστούν όπως ίσως θα έπρεπε, «τη... βγάζουν ζάχαρη. Με στυλ και χάρη κοπρίζουν την ιδεολογική διαστροφή τους στο κοινωνικό σώμα, και ιδίως στη νεολαία, και κάθε μήνα περνάνε από το ταμείο να πάρουν και τον μισθό τους». Προσοχή, δεν πρόκειται για κανέναν υπαρχηγό του Μιχαλολιάκου αλλά για σύμβουλο του πρωθυπουργού, που υποτίθεται ότι πασχίζει για να παραμείνει η χώρα στην πολιτισμένη Ευρώπη. Όλη η αλήθεια για την αντίδραση της ΝΔ στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο βρίσκεται σε αυτό το άρθρο. Δεν πρόκειται απλώς για ψηφοθηρική πολιτική, ώστε οι ψηφοφόροι της Χρυσής Αυγής να γυρίσουν στη μητρική νεοδημοκρατική αγκάλη: η ακροδεξιά ομάδα γύρω από τον πρωθυπουργό που κυβερνάει τη χώρα θα έβγαζε τη ΔΗΜ.ΑΡ. εκτός νόμου με τόση μεγάλη χαρά όση θα έβαζε τη Ρεπούση στη φυλακή. Απέναντι στον κίνδυνο, οι υπόλοιποι παράγοντες είναι αλλού. Ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε να κατεβάσει δικό του νομοσχέδιο, αντί να υποστηρίξει αυτό του Ρουπακιώτη, έτσι ώστε να κατατεθούν τρία αντιρατσιστικά και να ξεφτιλιστεί όλη η διαδικασία. Και με την εξαίρεση του Νάνου Βαλαωρίτη και κάνα δυο άλλων, η «πνευματική ηγεσία» της χώρας σιωπά, όταν δεν ασχολείται με τη χωρητικότητα που έχουν τα παγκάκια της Κυψέλης. «Στην Ιταλία της δεκαετίας του '20 όλοι έβλεπαν τα σημάδια», έλεγε ο Ιταλός δημοσιογράφος, «αλλά τους παρηγορούσε το γεγονός ότι "παρ' όλα αυτά, έχουμε δημοκρατία". Μέχρι που ένα πρωί είδαν στην εφημερίδα την είδηση: "ο duce προκηρύσσει την αυτοκρατορία"».
σχόλια