Πάει ένας αιώνας, και περισσότερο, που ο ουρανοξύστης έγινε αντικείμενο σκανδαλισμού της διανόησης. Από τον Χένρι Τζέιμς μέχρι τον Μάρτιν Χάιντεγκερ, περνώντας από τις πιο διαφορετικές φιγούρες του ευρωπαϊκού πνεύματος, ο ουρανοξύστης έγινε αμέσως το σύμβολο του «κακού μοντέρνου»: η συμπύκνωση της καπιταλιστικής ύβρεως και της μητροπολιτικής υπερβολής, προέκταση των μεγεθυσμένων Εγώ της εποχής των «βαρόνων-ληστών», των τραστ και των τραπεζών. Γύρω από το θέμα του ουρανοξύστη συγχωνεύτηκαν η κριτική στην ψυχρή νεωτερικότητα και η καχυποψία για την κεφαλαιοκρατική ιεραρχία, όπου οι άνθρωποι γίνονται ασήμαντα αριθμητικά δεδομένα. Η πνευματική δεξιά έκλεινε τη μύτη της στον μηχανικό κόσμο και η ρομαντική αριστερά έβλεπε την περιφρόνηση προς τον μικρό άνθρωπο και τις ανάγκες του.
Στην ουσία, μετά τη δεκαετία του 1930 δεν έχει ειπωθεί κάτι καινούργιο σε σχέση με το θέμα. Η ελληνική σκέψη απασχολήθηκε κυρίως με την πολυκατοικία, που είναι, ας πούμε, ο μικρο-ουρανοξύστης μιας κοινωνίας συναθροισμένων μικροαστών. Και γύρω από την αστικοποίηση και το πώς άλλαξε τη γειτονιά, την κατοικία και τις σχέσεις έχουμε μερικές ωραίες σελίδες στην Αργώ του Θεοτοκά και, φυσικά, κάποια από τα σημαντικότερα ποιήματα και των τριών μεταπολεμικών γενιών.
Τώρα, όμως, στις συζητήσεις για το πρότζεκτ της αθηναϊκής Ριβιέρας και του Ελληνικού ο ουρανοξύστης ήρθε ξανά στην επικαιρότητα. Όχι μόνος του όμως. Τώρα δεν είναι απλώς ένα ασυνήθιστο κατασκεύασμα αλλά και καζίνο ή ναός του τζόγου. Η κρίση και οι χαμένες αναπτυξιακές ευκαιρίες από τη μια, η Ελλάδα ως αρχαιολογική χώρα από την άλλη, έφεραν στο 2019 μια συζήτηση που αλλού έχει τερματιστεί εδώ και δεκαετίες.
Η κριτική στον ουρανοξύστη, που αρχίζει με κατάκριση σε συγκεκριμένες «μακέτες» ως κιτς και άσχημες, έχει φυσικά μεγάλο παρελθόν σε όλη τη Δύση. Είναι μια στάση αναμενόμενη από τη λογιοσύνη, τις λογοτεχνικές και ανθρωπιστικές ελίτ.
Ας σταθούμε, για λίγο, στη συγκυρία και σε ορισμένα αδιαμφισβήτητα δεδομένα της: οι αγωνίες για το κλίμα και η συζήτηση για το επιθυμητό ενεργειακό μοντέλο των χωρών έχουν περάσει στην κεντρική σκηνή. Δεν είναι πια απόκρυφη γνώση μικρών ομάδων και εναλλακτικών κύκλων. Συναντά κανείς παντού αναφορές σε καινούργιους αρχιτεκτονικούς σχεδιασμoύς και νέες μορφές αξιοποίησης του χώρου. Τα τελευταία χρόνια πνέει άνεμος κριτικής στις ιδεολογίες του γιγαντισμού, της επιτάχυνσης και του οικονομισμού. Υπάρχει μια νέα ευαισθησία, που εξαπλώνεται σε πολεοδόμους, αρχιτέκτονες, ειδικούς των κατασκευών και τεχνικούς. Και κάτι ακόμα: στις περισσότερες πολιτικές οικογένειες, από την αριστερά ως το φιλελεύθερο κέντρο και την ίδια τη συντηρητική χριστιανοδημοκρατία, βλέπει κανείς αλλαγές στα θέματα της ανάπτυξης, της ενέργειας και των κανόνων. Η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έχει γίνει μέρος του δημόσιου και πολιτικού διαλόγου σε πολλές χώρες, ανεξάρτητα από το ποιοι κυβερνούν και ποιο είναι το ιδεολογικό τους στίγμα. Με μια λέξη, υπάρχει σήμερα μια περιβαλλοντική και ηθική ευαισθησία που ήταν πολύ πιο ισχνή τη δεκαετία του '90 ή σε παλαιότερες εποχές αναζήτησης επενδυτικών ευκαιριών και μεγάλων έργων.
Όμως ο λόγος για τον «ουρανοξύστη» στην Ελλάδα βουτάει σε διαφορετικά ύδατα από τα παραπάνω. Σπεύδει, σχεδόν διαισθητικά, στη νοσταλγία της ελληνικότητας ή επιστρέφει στην κλασική ιδέα ότι Ελλάδα ίσον χαμηλή κλίμακα και ήπιες επιλογές. Και ενώ πολλοί διατείνονται ότι δεν έχουν κάποιο πρόβλημα με την ιδέα των ψηλών κτιρίων και των πειραματισμών, η αλήθεια είναι ότι ο ουρανοξύστης είναι ανεπιθύμητος. Τρομάζει. Το γεγονός ότι στο σχέδιο του Ελληνικού συνδέεται, μάλιστα, με τη λειτουργία καζίνου για ένα διεθνές κοινό πλουσίων μεγαλώνει το ηθικό δέος.
Η απόρριψη, λοιπόν, δεν έχει σχέση με κάποια πρακτική, συγκεκριμένη οικολογική μέριμνα. Όχι τουλάχιστον στους περισσότερους. Η απόρριψη προηγείται και έχει άλλο βάθος. Και πριν από τη συζήτηση για το ενεργειακό αποτύπωμα ή το κλίμα, θα είχαμε τη βεβαιότητα πως η Ελλάδα του Πικιώνη, του Κωνσταντινίδη, του Κυριάκου Κρόκου, η Ελλάδα της ποιητικής του χώρου και του μέτρου, δεν μπορεί να μεταβολίσει το Ντουμπάι και τη Σιγκαπούρη.
Στη φαντασία πολλών η ελληνική ακτογραμμή πρέπει να αποκρίνεται στην ίδια την ουσία της θάλασσας: στον οριζόντιο χαρακτήρα που έχει διακυμάνσεις, αλλά όχι μεγάλες αλλαγές κλίμακας. Ίσως γι' αυτό όλες οι άλλες απορρίψεις του «οράματος του Άδωνη», οι πιο στενά πολιτικές και αντιπολιτευτικές, δεν είναι τόσο ισχυρές όσο αυτή η βαθιά καχυποψία για το μεγάλο Τεχνούργημα που παραβιάζει, όπως πιστεύουμε, έναν ηθικό νόμο και συγχρόνως ένα αισθητικό μέτρο. Πέρα από το σύνορο κυβερνητικών και αντιπολιτευτικών φωνών, φαίνεται ένα άλλο μέτωπο φόβου και αποξένωσης.
Η κριτική στον ουρανοξύστη, που αρχίζει με κατάκριση σε συγκεκριμένες «μακέτες» ως κιτς και άσχημες, έχει φυσικά μεγάλο παρελθόν σε όλη τη Δύση. Είναι μια στάση αναμενόμενη από τη λογιοσύνη, τις λογοτεχνικές και ανθρωπιστικές ελίτ. Είναι μια στάση αναπόφευκτη για τον αντικαπιταλιστή και ακόμα περισσότερο για τον οπαδό της απο-ανάπτυξης ή αυτόν που καταδικάζει τον αστικό γιγαντισμό σε όλες του τις εκφράσεις. Είναι, τέλος, στάση που μπορεί και να συγκινεί όλους όσοι κρίνουν με μια προσωπική αισθητική, με έναν βιωματικό ρομαντισμό που θυμάται την παραλία ως σύναξη της παρέας με κιθάρα και μαυροδάφνη, όπως κάναμε στην εφηβεία μας. Να μην υποτιμούμε τη δύναμη που έχει αυτό το εξαγνισμένο από τον χρόνο βίωμα, τη δύναμή του να επηρεάζει τον θυμό, τις απογοητεύσεις και τις αντιδράσεις μας σήμερα, πολλές δεκαετίες μετά.
Υπάρχει, όμως, μια ένσταση σε όλη αυτή την παράταξη ηθικών αντιρρήσεων και αισθητικών θυμών. Τίποτε από όλα αυτά δεν τηρείται στις δημόσιες πρακτικές και στην ελληνική καθημερινότητα. Ούτε μέτρο διακρίνεται ούτε κάποιος σεβασμός στις κλίμακες ή καλή χρήση των κοινών πόρων. Ζούμε, σε μεγάλο βαθμό, μια διακηρυκτική αγνότητα, αγορεύοντας στις πιάτσες του Διαδικτύου και στις παρέες κατά του ενός ή του άλλου κακού. Αυτός ο τρόπος ύπαρξης θέλουμε, μάλιστα, να πιστεύουμε πως είναι κάτι ξεχωριστό και ανώτερο από τη βαρβαρότητα του καζινο-καπιταλισμού. Ίσως, όμως, να είναι απλώς αδυναμία και εύκολη αναδίπλωση στον εθνικό (μας) ιδεαλισμό. Ή κάτι χειρότερο, ίσως να είναι μια επίδειξη αισθητικής αγανάκτησης που έρχεται μετά την αποτυχία του αντιμνημονιακού ριζοσπαστισμού.
Τι εννοώ; Αν μια κοινωνία δεν θέλει ουρανοξύστες, καζίνα, διαφημίσεις ευτελών προϊόντων και υπηρεσιών κ.λπ., επωμίζεται και το κόστος της άρνησης. Δεν μπορεί να ασκεί αμέριμνα την αισθητική της γκρίνια, ενώ συμφωνεί στα μεγάλα επενδυτικά deals και στο συγκεκριμένο είδος ανάπτυξης. Βλέπει κανείς εδώ μια πονηριά και ένα τέχνασμα που επιτρέπει σε πολλούς από τους συμπολίτες μας να γίνονται με τον πιο ανώδυνο τρόπο ρομαντικοί αντικαπιταλιστές, τη στιγμή που κοινωνικά και πολιτικά είναι αλλού.
Ο ουρανοξύστης είναι, λοιπόν, και θύτης και «θύμα» αυτής της αντιφατικής και σχεδόν σχιζοειδούς στάσης. Σαν να πέφτουν πάνω του τα αιώνια διλήμματα της ελληνικής ιδεολογίας, ο διχασμός της ανάμεσα σε μια σοσιαλίζουσα ηθικολογία και σε πρακτικές που εκφράζουν τον πιο πούρο εγωισμό. Καμιά φορά σκέφτομαι πως είμαστε τόσο πολύ φιλολογικά αντιρρησίες, ώστε δεν ξέρουμε πια τι ακριβώς ζητάμε. Ασκεί, όμως, πάντα εξουσία φυσικά ένα θολό ιδεώδες συμφιλίωσης: να μπορούσαν να συνυπάρξουν ο ουρανοξύστης και η ελεύθερη θέα, το γιγαντιαίο και το φιλικό, το χρήμα και οι αρετές. Να μπορούσε, αν γινόταν, να έχουμε υπερανάπτυξη, μα χωρίς συνωστισμό και χωρίς το στρίμωγμα στην ουρά για μια σέλφι μέσα στο πλήθος. Με άλλα λόγια, να μπορούσαν να συνυπάρξουν αρμονικά ο καπιταλισμός και η ψυχή ως ατομική ψυχούλα και οικογενειακό αραξοβόλι.
Αυτό το ιδεώδες είναι πιο παλιό απ' όσο φανταζόμαστε. Έχω όμως την εντύπωση πως δύσκολα θα το συμμεριστεί η Mohegan Gaming and Entertainment ή όποιος άλλος πάρει εν τέλει τη δουλειά. Τα μεγάλα πρότζεκτ, όσο και αν προσαρμόζονται στο ύφος και στην ιδεολογία μιας συγκυρίας, προχωρούν «δίχως να λογαριάζουν τη δική σου μελαγχολία».