Τα εγχειρίδια των Οικονομικών διδάσκουν στους φοιτητές τους πως σε μια οικονομία της αγοράς η τιμή των αγαθών αντανακλά το κόστος παραγωγής τους, καθώς ο ανταγωνισμός συμπιέζει τις τιμές και τις «φέρνει» σε επίπεδα που, λίγο-πολύ, αντανακλούν το κόστος. Ανοησίες!
Είναι δυνατόν ποτέ να εξηγηθεί στο πλαίσιο αυτής της απλοϊκής θεωρίας γιατί ο κ. Ζούκενμπεργκ, ο νεαρός ιδρυτής της facebook, ή ο κ. Μπέζος, o πρόεδρος της Amazon, έχουν αμύθητα κέρδη; Ποιο είναι το κόστος παραγωγής μιας σελίδας του facebook; Γιατί οι τιμές που χρεώνει η Amazon για τα βιβλία που πουλάει δεν τείνουν προς το κόστος της επιχείρησης, επιτρέποντας έτσι στον Μπέζος να συσσωρεύει βουνά κερδών; Πώς εξηγείται το γεγονός ότι μια μικρή εταιρεία (σαν εκείνη την οποία μελέτησα για έναν χρόνο πέρσι στις ΗΠΑ) τριακοσίων εξήντα ανθρώπων, με ετήσιο λειτουργικό κόστος $25 εκατομμυρίων, έχει έσοδα πάνω από $1 δισεκατομμύριο, παράγοντας... video games;
Καιρός να παραδεχτούμε εμείς οι οικονομολόγοι πως το κόστος των επιχειρήσεων έχει χάσει την επιρροή του επί της τιμής των αγαθού ή της υπηρεσίας που παράγεται. Γιατί; Επειδή η αύξηση της παραγωγικότητας επιτυγχάνεται πλέον μέσα από την εκθετικά αύξουσα συλλογική γνώση και παραγωγή, την οποία όμως κάποιες εταιρείες καταφέρνουν να ιδιοποιούνται, με αποτέλεσμα τεράστια κερδοφορία. Κάθε φορά που ένας από εμάς απαντά σε ερωτηματολόγιο της Amazon (π.χ. γράφοντας μια βιβλιοκριτική για βιβλίο που αγόρασε από την ιστοσελίδα της εταιρείας) ή ανεβάζει φωτογραφίες του στο facebook, παράγει αξία για τις εταιρείες αυτές άνευ πληρωμής. Κάθε φορά που κάποιο παιδί παίζει video game σε πλατφόρμα όπου συμμετέχουν πολλοί παίκτες (μέσω Διαδικτύου), αυξάνει την προστιθέμενη αξία της εν λόγω εταιρείας. Δωρεάν!
Κάπως έτσι η συλλογικότητα των καταναλωτών οδηγεί στην αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και στην κατάργηση της έμμισθης εργασίας. Γιατί να διατηρεί μισθωτούς μια επιχείρηση, όταν μπορεί να εισπράττει τα προϊόντα της εργασίας των... πελατών της, οι οποίοι, μάλιστα, τα προσφέρουν στην επιχείρηση αφιλοκερδώς; Γιατί να ασχολείται μια ελληνική τράπεζα με τη δανειοδότηση επιχειρήσεων, όταν οι ιδιοκτήτες τους εξασφαλίζονται από κράτος και hedge funds;
Το άκρον άωτον του μεταμοντέρνου καπιταλισμού είναι πως, λίγο-λίγο, «απελευθερώνεται» από την εξαρτημένη εργασία και από την ανάγκη της παραγωγικής επένδυσης – από την ανάγκη να συνάπτει συμβόλαια (συλλογικά αλλά και ιδιωτικά) με άτομα που περιμένουν να πληρώνονται τακτικά για την εργασία τους ή να προσφέρουν κεφάλαια τα οποία αυξάνουν την παραγωγικότητα. Πολύ απλά, όταν οι καταναλωτές προσφέρουν δωρεάν εργασία στις επιχειρήσεις, ξάφνου η μισθωτή εργασία εξαφανίζεται με τη σιγουριά μιας ακάθεκτης, αμείλικτης δαρβινικής διαδικασίας. Κι αν κράτη και hedge funds χρηματοδοτούν νεκροζώντανες τράπεζες, η έννοια της επένδυσης αλλάζει.
Σε κοινωνικό επίπεδο, αυτό μεταφράζεται στην απόγνωση όσων προσδοκούν να ζήσουν από έναν μισθό ή να βρουν χρηματοδότη μικρής επιχείρησης τόσο «απαρχαιωμένης» που να προσπαθεί να κερδίσει, παράγοντας ανταγωνιστικά αγαθά. Ακούνε να μιλά η Αριστερά για την «εκμετάλλευση του εργαζομένου από τα αφεντικά» και εύχονται, ποθούν μάλιστα, να βρεθεί ένα αφεντικό να τους εκμεταλλευτεί! Μπροστά στην προοπτική να εκπέσεις από την Ιστορία και να καταλήξεις στο καλάθι των μονίμως αζήτητων της Οικουμένης, τι κακό έχει το να σου δώσει ένα αφεντικό πολύ λιγότερα χρήματα από εκείνα που αντιστοιχούν στην αξία όσων πρόσφερες στην επιχείρησή του;
Υπό αυτό το καθεστώς πανικού, η Αριστερά είναι καταδικασμένη στο περιθώριο – τουλάχιστον όσο εναντιώνεται σε μια εκμετάλλευση που, στα αυτιά των πολλών, φαντάζει ως... μάννα εξ ουρανού. Παράλληλα, όμως, δεν χάνει την υπόστασή της μόνο η Αριστερά αλλά και η αστική τάξη, τα «αφεντικά». Πρόκειται για μια τάξη που, και αυτή, τελεί υπό εξαφάνιση.
Από τη μία, η κρίση συρρικνώνει τους έχοντες και κατέχοντες – ιδίως τους «εισοδηματίες» που ζούσαν από ενοίκια επί προνομιακών ακινήτων και οι οποίοι τη σήμερον αποτελούν, μαζί με τους ανέργους, τους φτωχούς, τους συνταξιούχους και τους αρρώστους, τα μεγάλα θύματα του θανάσιμου εναγκαλισμού πτωχευμένου κράτους (που τους φορολογεί απάνθρωπα) και πτωχευμένων τραπεζών (που απαιτούν πίσω δάνεια τα οποία δόθηκαν σε «καλές» εποχές).
Από την άλλη, πέραν της κρίσης, οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων, βρίσκοντάς το αδύνατον να βρουν τράπεζα να τους χρηματοδοτήσει, υποκαθίστανται από απρόσωπους μάνατζερ, δηλαδή μισθωτούς, οι οποίοι μπορεί να μην καρπώνονται την υπεραξία που παλαιότερα παρακρατούσαν τα «αφεντικά», αλλά εισπράττουν υπερ-μισθούς – δηλαδή μισθούς πολύ πάνω από τα ποσά που φέρνουν στην επιχείρηση μέσα από τη δουλειά τους (ελέω της κομβικής θέσης και της κοινωνικής ισχύος που διατηρούν).
Κάπως έτσι οι κοινωνίες μας διχάζονται μεταξύ εκείνων που παρακαλούν για μια θέση εκμεταλλευόμενου μισθωτού και εκείνων που εισπράττουν υπερ-μισθούς – τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Όταν, λοιπόν, ξεσπά Κρίση σε μια τέτοια κοινωνία, όπως συνέβη στην Ελλάδα το 2010, παρατηρείται το εξής ενδιαφέρον φαινόμενο: στους δρόμους βγαίνουν εκείνοι που εισπράττουν τους χαμηλότερους υπερ-μισθούς και οι οποίοι αγωνιούν μήπως περάσουν στο στρατόπεδο των άλλων, που ονειρεύονται πως κάποια στιγμή κάποιος θα τους... εκμεταλλευτεί. Φοιτητές που φοβούνται ότι η επιτυχία τους στις εισαγωγικές δεν θα τους αποδώσει πλέον υπερ-μισθό στο μέλλον. Υπάλληλοι που φοβούνται την ανεργία ή τη μείωση του μισθού τους.
Ο διαχωρισμός της Άνω και της Κάτω Πλατείας Συντάγματος, επί των ημερών των «Αγανακτισμένων», έχει σημασία εδώ. Στην Κάτω Πλατεία η Αριστερά πάσχιζε να διατηρήσει το προβάδισμα της αντι-εκμεταλλευτικής της αφήγησης μεταξύ ανθρώπων που, κατά βάθος, ήθελαν να βρεθεί κάποιος να τους εκμεταλλευτεί. Στην Άνω Πλατεία συναθροίζονταν εκείνοι που φοβόντουσαν για τον κεκτημένο υπερ-μισθό ή τα εισοδήματα από κάποιο ενοίκιο και που εστίαζαν τον θυμό τους στον «ξένο», τον «διαφορετικό», τον «άλλο».
Όσο η κρίση κατέστρεφε επιχειρήσεις, θέσεις έμμισθης εργασίας, συντάξεις, ενοίκια, τόσο αραίωναν (μεταφορικά) και τα δύο «επίπεδα» της πλατείας. Επέστρεφαν στα σπίτια τους. Οι της Κάτω Πλατείας επειδή, σε μεγάλο βαθμό, εξέλιπε ακόμα και η προοπτική στην εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας που απέρριπταν μεν ιδεολογικά αλλά στην οποία προσέβλεπαν ως λυτρωμό. Όσο για τους της Άνω Πλατείας, οι περισσότεροι έχασαν τους υπερ-μισθούς τους και τα ενοίκιά τους και, με τον καιρό, αποδέχθηκαν (θυμωμένα βεβαίως) ότι δεν θα αναπληρώσουν αυτά τα έσοδα.
Στο σημείο που βρισκόμαστε τώρα οι ηθικολογίες και οι αξιολογήσεις δεν βοηθούν. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συνειδητοποιήσουμε πως αυτός ο καπιταλισμός, όπως εξελίχθηκε, πάσχει από παντελή έλλειψη αποσόβησης κραδασμών και σταθεροποιητικών μηχανισμών. Για να το πω απλά: μπορεί η εξέλιξη της κρίσης να έστειλε τους «Αγανακτισμένους» στα σπίτια τους, σε καμιά περίπτωση όμως δεν σταθεροποίησε το κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας. Κι ούτε έχει προοπτική να το κάνει.
σχόλια