Κάθε τριήμερο συνδυάζεται και με την ταλαιπωρία της επιστροφής. Κάποιες φορές αργούμε στα διόδια. Και μετά προχωράμε στη δημιουργία κινημάτων. Κάποιες φορές, όμως, χιονίζει. Και τότε γινόμαστε άγριοι.
Απόγευμα Καθαράς Δευτέρας και κάποια φορτηγά, νταλίκες και αυτοκίνητα κωλύονται ν' ανέβουν την ανηφόρα στο ύψος της Μαλακάσας πριν από τα διόδια στις Αφίδνες. Η συμφόρηση δημιουργεί ένα κυκλοφοριακό πατατράκ. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα είναι μια δικαιολογία που δεν έπιασε. Δεν είχαμε παγετώνα, αλλά μια τυπική χιονόπτωση. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Χιλιάδες αυτοκίνητα ακινητοποιημένα μέσα στο κρύο για πάνω από έξι ώρες από τις Αφίδνες μέχρι την Τανάγρα. Και τότε τα άγρια ένστικτα συνάντησαν το κίνημα των «Δεν πληρώνω».
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΞΕΡΟΥΜΕ αυτοί που δεν βγαίνουμε συχνά από τα όρια του Δήμου Αθηναίων είναι πως το ελληνικό κράτος, για να μοιράσει δουλειά, εργασία και χαρά στον ιδιωτικό τομέα, έχει παραχωρήσει τη συντήρηση και την ανάπτυξη των εθνικών οδών σε ιδιώτες. Οι ιδιώτες έχουν γεμίσει διόδια τις εθνικές αρτηρίες, με αποτέλεσμα να πρέπει να διαθέσεις ένα υψηλό budget για να κάνεις την κλασική διαδρομή Αθήνα - Θεσσαλονίκη. Τόσο, που μπορεί να συμφέρει και το αεροπλάνο. Από την άλλη, παρά τις εξαγγελίες για τη βελτίωση των δρόμων, δεν έχει γίνει τίποτα. Οπότε, έχουμε τους ίδιους δρόμους με περισσότερα διόδια. Εκεί φόρτωσαν οι «Δεν πληρώνω» και ξεκίνησε η ιστορία με τις ανεβασμένες μπάρες. Ο υπουργός μεταφορών έβαλε στον ΚΟΚ την άρνηση πληρωμής διοδίων και το χρεώνει με διακόσια ευρώ και παράλληλα μίλησε για μείωση του αντιτίμου, επιβαρύνοντας το κράτος με τη διαφορά. Δηλαδή, πάλι τους πολίτες.
«Αν την έπιανα στα χέρια μου αυτή την κυρία, θα την ξέσκιζα», είπε ένας κύριος που είχε κλείσει δώδεκα ώρες στον δρόμο. «Κυρία» ήταν η υπεύθυνη Τύπου της εταιρείας «Νέα Οδός» -που διαχειρίζεται το συγκεκριμένο κομμάτι-, η οποία έβγαινε κατά καιρούς στα ραδιόφωνα για να υπερασπιστεί το «μαγαζί» της. Και συνέχισε, «και εννοείται πως δεν ξαναπληρώνω τα γαμωδιόδια», για να καταλήξει με το περίφημο «αυτή η χώρα είναι μπουρδέλο». Στους ίδιους τόνους κινήθηκαν όλοι. Ζητούσαν να επέμβει ο εισαγγελέας (λες και αν επενέβαινε, θα έλιωναν οι πάγοι), να βγουν οι πολιτικοί από τα ζεστά σπίτια τους και να τους σώσουν και είχαν έτοιμο ένα προσωπικό σχέδιο απεμπλοκής από την κρίση της Μαλακάσας. Όποιος έβριζε πιο πολύ γνώριζε και μια πρωτόγνωρη επευφημία. Αν τα διόδια ήταν κρατικά, τότε θα είχαμε το μοιρολατρικό ανάθεμα απέναντι στο κράτος και τις ανάλογες βλαστήμιες για τα κόμματα και το πολιτικό σύστημα. Όλο αυτό κάπως θα πληρωνόταν. Στο κάτω κάτω, υπάρχει και η ψήφος. Τώρα, όμως, που ακόμα και ο ίδιος ο υπουργός ζητά την επέμβαση του εισαγγελέα, τι κάνουμε; Πώς τιμωρείται η εταιρεία και πώς οι πολίτες θα εισπράξουν τουλάχιστον το αίσθημα της δικαιοσύνης; Μήπως θα κεράσουν διόδια την επόμενη φορά;
ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΡΕΣΕΙ ΕΝΑ ΠΡΟΪΟΝ, δεν το ξαναγοράζουμε και το δυσφημίζουμε και στους γύρω μας. Όταν δεν μας κάνει ο κεντρικός δρόμος της χώρας, τι κάνουμε; Πάμε από τους κατσικόδρομους; Κανονικά, το κράτος, που για λογαριασμό μας σύναψε τις συμφωνίες με τις συγκεκριμένες εταιρείες, θα έπρεπε να αποφασίσει πως δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους και να διακόψει τις συμφωνίες. Προκύψουν δεν προκύψουν κατηγορίες από την εισαγγελική έρευνα. Γιατί και να προκύψουν, δεν θα την πληρώσει η εταιρεία, αλλά ο διευθύνων σύμβουλος, που πιθανότατα θα πάει σπίτι του. Η εταιρεία θα παραμείνει.
Όταν θες να κινηθείς με τους κανόνες της αγοράς σε δημόσια αγαθά όπως είναι οι δρόμοι, τότε δημιουργείται ένα κενό. Γιατί, όταν σου λέει ο κρατικός μηχανισμός ότι «ψάχναμε τους υπεύθυνους και δεν τους βρίσκαμε», τι παραπάνω να κάνει ο οικογενειάρχης που περιμένει τέσσερις ώρες κολλημένος στον Μιχαλαριά από το να υποσχεθεί εκδίκηση σε όλους τους τόνους και να γίνεται έξαλλος όταν ακούει το επιχείρημα: «Αφού ήξερες ότι θα χιονίσει, γιατί δεν έφευγες νωρίτερα;».
σχόλια