Η ιστορία είναι απλή. Ένας Σέρβος σύγχρονος διανοητής, ακολουθώντας ένα μισάνθρωπο φον-τριερικό δόγμα, αποφασίζει να γυρίσει μια ταινία για την καταπίεση που βιώνουν οι Σέρβοι πολίτες από την κυβέρνησή τους. Πιθανότατα, αν ήταν ένας σκηνοθέτης επιπέδου Χάνεκε στη Λευκή Κορδέλα, θα μπορούσε να το πετύχει αυτό με μια στεγνή γραμμική αφήγηση. Ο Σρεντάν Σπασόγεβιτς στο A Serbian film [μετάφραση στα ελληνικά «Χασαποσέρβικο» (!)], όμως, διάλεξε μια άλλη οδό. Ξύλο, βία, αίμα, άθλιοι χαρακτήρες και, το αποκορύφωμα, ο βιασμός ενός νεογέννητου. Η ωμή βία δεν είναι πρώτη φορά που παρουσιάζεται στο νεωτερικό σινεμά. Αντίθετα, όλο και πιο πολύ το σελιλόιντ πλημμυρίζει από αίμα παρά από ρομαντικά φιλιά. Αυτό δεν σημαίνει πως και η βία «τραβάει» τους θεατές. Δεν βάζω δηλαδή το χέρι μου στη φωτιά ότι ο ντόρος για την ταινία θα έφερνε και περισσότερους θεατές. Άλλωστε, στην Ελλάδα ο ντόρος για οποιαδήποτε ταινία δεν σημαίνει αυτόματα και εισπρακτική επιτυχία.
Ο Σπασόγεβιτς θεώρησε ότι η ταινία του κολλάει στο ύφος του London Fright Fest (ετήσιο αυγουστιάτικο φεστιβάλ με ταινίες τρόμου). Οι Άγγλοι «λογοκριτές», με την καλή έννοια, σκιάχτηκαν λίγο με το θέαμα και αποφάσισαν να τη σουλουπώσουν. Από τη διαδικασία και μετά από 49 κοψίματα προέκυψε ένα φιλμ τεσσάρων λεπτών. Τίτλοι αρχής και τέλους, με λίγα λόγια. Η ταινία αποσύρεται από το πρόγραμμα, η «Guardian» γράφει ένα άρθρο, υποστηρίζει ότι το Fright Fest ήθελε να προβάλει ολάκερο το «ανοσιούργημα» και ο κριτικός Scott Weinberg δηλώνει πως «είναι η χειρότερη ταινία που έχει δει ποτέ στη ζωή του». Δεν τον κακολογούμε. Όπως δεν κακολογούμε και τις Νύχτες Πρεμιέρας που έβαλαν στο πρόγραμμά τους την παραπάνω ταινία. Ένα από τα πιο πετυχημένα φεστιβάλ της πόλης και το ραντεβού του Σεπτεμβρίου για χιλιάδες Αθηναίους δεν είχε τόσο ανάγκη τη συγκεκριμένη ταινία για να κόψει εισιτήρια.
Η ταινία δεν θα προβληθεί τελικά, αφού ένα αποκλειστικό δημοσίευμα της «Espresso» δημιούργησε έναν ακόμη εθνικό σάλο. «Θεωρώ μεγάλη επιτυχία της εφημερίδας σας την ανάδειξη σε πρώτο θέμα αυτής της κακής ταινίας που τελικά έμαθα ότι δεν θα παιχθεί. Γιατί εδώ δεν τίθεται θέμα λογοκρισίας, αλλά αισθητικής, για το πώς παρουσιάζουμε μια εικόνα μέσα από την τέχνη του κινηματογράφου. Όλοι οι μεγάλοι σκηνοθέτες τα τολμηρά θέματα τα παρουσίασαν με μια αίσθηση γραφής. Όλα τα άλλα είναι απλώς πορνογραφήματα. Να αποδοθούν ευθύνες στους υπευθύνους», δήλωσε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Σκηνοθετών, Χάρης Παπαδόπουλος (σκηνοθέτης), χαρούμενος προφανώς για την απόφαση του Σπασόγιεβιτς να μην προβάλει την ταινία του στην Ελλάδα, φοβούμενος τις αντιδράσεις (ξέρετε τώρα, στο πνεύμα των ημερών το ΠΑΜΕ θα προπηλάκιζε τον Ορέστη Ανδρεαδάκη, οι συνταξιούχοι δεν θα επέτρεπαν να βγάλουν εισιτήρια σε όσους έχουν κάρτα δέκα προβολών και άλλα τέτοια). Επίσης, ο ίδιος προβάλλει το ζήτημα της αισθητικής (δεν είναι λογοκρισία αυτό;) ως αιτία. Μια ταινία δεν αρέσει στην εφημερίδα, δεν αρέσει στον πρόεδρο και μπορεί να μην αρέσει και στους θεατές, οπότε αποφασίζουμε να κάνουμε μπoύγιο μπας και την κόψουμε και κάνουμε μια ακόμα... δημοσιογραφική επιτυχία. Με αυτό το «δεδικασμένο» μπορεί κι η LifΟ να αποφασίσει για μια ταινία που δεν της αρέσει, να κάνει ένα εξώφυλλο μιλώντας για το αντιαισθητικό π.χ. της φωτογραφίας ή την αδυναμία του σεναρίου και να την «κόψουμε» μάγκικα από τις αίθουσες.
Δεν είναι ανάγκη να αναφερθώ στο ιδεώδες της ελευθερίας της έκφρασης. Ένα ιδεώδες που πάρα πολλές φορές η συγκεκριμένη εφημερίδα, που πλέον μπορεί να λειτουργεί ως επιτροπή λογοκρισίας κινηματογράφου, έχει χρησιμοποιήσει στα πρωτοσέλιδά της (περίπτωση Νατάσσας Καραμανλή, έρωτας τρομοκρατών, κ.ά.). Αλίμονο, δεν θα κρίνω την ανάγκη τους να έχουν ένα «ζουμερό θέμα» στο εξώφυλλο. Tabloid είναι, να ζήσουν θέλουν, όχι να κλέψουν. Το θέμα μου είναι η διαδικασία: στο Λονδίνο υπάρχει μια επιτροπή (πιθανότατα να αποτελείται από συντηρητικά άτομα), βλέπει μια ταινία, βάζει το κατάλληλο ή το ακατάλληλο διά ενηλίκους και η ζωή συνεχίζεται. Στην Ελλάδα υπάρχουν οι εφημερίδες και ο διαδικτυακός τρόμος. Ότι θα διαρραγεί η ελληνική οικογένεια, ότι θα πεθάνουν τα ήθη και ότι οι Σέρβοι θα βιάσουν τα κορίτσια μας και τα παιδιά μας. Η ηθική των Ελλήνων θίγεται τόσο εύκολα όσο το μαρούλι τρυπάει την καρδιά του τόνου. Και σε πράγματα ανούσια, όπως μια κακή ταινία. Γιατί για όλα τα υπόλοιπα που μας έφεραν στην οικονομική και ηθική χρεοκοπία (δεν είμαστε τίποτα άλλο στο εξωτερικό από μια χώρα απατεώνων. Διαβάστε και το «Vanity Fair» αυτού του μήνα, που ασχολείται με τα μοναστήρια μας) σιωπούμε. Ο λαός, γαβγίζοντας επιδεικτικά, και οι θεσμοί με την απουσία τους. Και, έτσι, κι εδώ η ζωή συνεχίζεται.
σχόλια