Ο αυστριακός κόσμος, πάντα εχθρικός προς τη Βαλκανιάδα και ειδικά προς τον τόπο μας, παρέμεινε σχετικά ξένος απέναντι στο δικό μας φρόνημα, απόδειξη ότι ένα βιβλίο σαν τον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες δεν κατόρθωσε να μας συγκινήσει. Ό,τι δεν κατάφερε όμως ο Μούζιλ με την παγερή του στοχαστικότητα, νομίζουμε ότι θα το επιτύχει ο Γιόζεφ Ροτ με το περιπαθές μυθιστόρημά του. Η Μοναρχία των Αψβούργων μάς είναι ξένη, επίσης ο Κάιζερ και η στυγνή ιεραρχία της κοινωνίας του που κατέρρευσε μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εβραίος της δυτικής Γαλικίας, περιοχή κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία που είχε προσαρτηθεί από την Αυστρία και σήμερα ανήκει στην Ουκρανία, ο Ροτ περιγράφει τη μάνα του: «Η μητέρα μου ήταν Εβραία δυνατής, γήινης, σλάβικης κατασκευής, τραγουδούσε συχνά ουκρανικά τραγούδια γιατί ήταν πολύ δυστυχισμένη (και στον τόπο μας είναι οι φτωχοί που τραγουδούν, όχι οι ευτυχισμένοι, όπως στις δυτικές χώρες. Τα τραγούδια της Ανατολής είναι ωραιότερα, κι όποιος τα ακούει κι έχει καρδιά κοντεύει να κλάψει)».
Ο κόσμος που θέλει να απαθανατίσει ο Ροτ είναι πέρα για πέρα «συνοριακός»: μεταξύ 19ου και 20ού αιώνα, μεταξύ μεγαλείου και καταρρεύσεως, μεταξύ αυστριακών και μειονοτήτων, μεταξύ πατέρων και παιδιών όσο και μεταξύ νεκρών και ζωντανών. Η διαφορά ανάμεσα στον ιστορικό και στον μυθιστοριογράφο -ριζική και γι' αυτό ευλογημένη- αποδεικνύεται εξαρχής χαώδης. Μια και μόνη οικογένεια -σαν σταγόνα που καθρεφτίζει την αιωνιότητα- αρκεί για να χωρέσει το δράμα των Αψβούργων με τρόπο αβίαστο, ακατασκεύαστο, σχεδόν ιερατικό. Ο Γιόζεφ Τρόττα, απλός ανθυπολοχαγός, θα σώσει τη ζωή του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Ιωσήφ Α' στη μάχη του Σολφερίνο και θα αποκτήσει τίτλους τιμής. Ο γιος του θα συνεχίσει τη στρατιωτική παράδοση του πατέρα και ο εγγονός Καρλ Γιόζεφ, στρατιωτικός κι αυτός, που είναι ουσιαστικά ο ήρωας του βιβλίου, θα φέρει ως το τέλος τη γενιά, πέφτοντας στο πεδίο της μάχης.
Ο σκελετός, σε αυτές τις δύσκολες δουλειές, ας πούμε ότι είναι εύκολος· το μέγα ζήτημα όμως παραμένει η σάρκα και το αίμα. Πώς θα εμφυσήσει ο αφηγητής πνοή ζωής στα πρόσωπά του και πώς θα τους μεταγγίσει το αίμα του; Επ' αυτού ο Εβραίος (που δήλωνε Γάλλος από την Ανατολή, άνθρωπος της Μεσογείου, Ρωμαίος και καθολικός, ουμανιστής και αναγεννησιακός - μήπως ήξερε κι αυτός τι ήταν, καθώς ένιωθε χαμένος μέσα κι έξω από τον εαυτό του;) θα καλέσει σε βοήθεια όλο του τον (αλκοολικό) εαυτό, θα αναδείξει τη συμπάθεια σε ανθρωπογνωστική τέχνη, αναπλάθοντας στην ουσία σε πλατιούς κυματισμούς τα μυστικά της καρδιάς. Η δημιουργικότητα, όπως ξέρουμε, δεν ελέγχει ούτε γνωρίζει τον εαυτό της· όση πειθαρχία κι αν έχει, όταν εντέλει ολοκληρώνει μια σελίδα ή κάποιο επεισόδιο, έχει την εντύπωση ότι της την υπαγόρευσε κάτι απλησίαστο μέσα της. «Κάποιος άλλος μιλάει στη θέση της», «από μέσα της μιλάει μια ξένη σοφία», όπως στα όνειρα.
Ο μυθιστοριογράφος, όταν είναι ατόφιος κι όχι αγιοβασιλιάτικος, έχει υπογράψει αθέατο συμβόλαιο με την κρυπτική πλευρά της ζωής, ενεργεί ως «κρατούμενος» και όχι ως ελεύθερος άνθρωπος· γι' αυτό λένε ότι τα ορθολογικά βιβλία διαβάζονται μόνο μια φορά, ενώ τα ανορθόλογα ζητούν και έχουν πολλές αναγνώσεις.
Σε όλο το μάκρος της αφήγησης μπορούμε να διακρίνουμε πολλές δραματικές σκηνές που οφείλονται μεν σε χαρισματικές επινοήσεις της στιγμής αλλά αποκρύπτουν σύνθετες σκέψεις, καθώς απλοποιούνται συγκινησιακά. Ο Τρόττα, που πηγαίνει στον Κάιζερ για να του ζητήσει χρήματα· ο Τρόττα που φοράει πολιτικά για να πάει στην ερωμένη του· ο Τρόττα που πηγαίνει στον πατέρα του. «Ο Περιφερειακός Διοικητής στάθηκε μπροστά στον ανθυπολοχαγό, οι μύτες από τις κομψές μπότες του άγγιζαν το μπουκάλι. Ο γιος είδε τον πατέρα του διπλό, μετά τριπλό, και η εικόνα αυτή πολλαπλασιαζόταν με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Ο Καρλ Γιόζεφ ένιωσε απελπισία. Δεν είχε νόημα να δείξει σε τόσους πατεράδες το σεβασμό που μόνο στον έναν όφειλε, και να σηκωθεί... δεν στεκόταν τώρα μπροστά του αυτός, ο ένας πατέρας του, αλλά ολόκληρη διμοιρία πατεράδων...».
Η συνάντηση με τον Κάιζερ είναι επίσης ενδεικτική. Ο πατέρας του Καρλ γίνεται δεκτός από τον μονάρχη με το εξής σχόλιο: «Έμοιαζαν σαν δυο αδέλφια. Ένας ξένος, που θα τους έβλεπε τη στιγμή αυτή, θα μπορούσε κάλλιστα να τους περάσει για αδέλφια. Τα λευκά γένια τους, οι λεπτοί και πεσμένοι ώμοι τους, η ίδια σωματική διάπλαση δημιουργούσε και στους δυο την εντύπωση ότι στέκονταν μπροστά σε έναν καθρέφτη και έβλεπαν μέσα το είδωλό τους. Και ο ένας είχε την αίσθηση ότι μεταμορφώθηκε σε Περιφερειακό Διοικητή, τη στιγμή που ο άλλος έβλεπε τον εαυτό του μεταμορφωμένο σε Κάιζερ».
Αν ο αναγνώστης δεν μείνει με την εντύπωση ότι κάτι απερίγραπτο τον έκρουσε διαβάζοντας (... με τη μόνιμη ηχώ τού σκοτεινού θροΐσματος από τις φτερούγες του θανάτου στην ψυχή), πιθανώς είναι ταμένος για άλλα αναγνώσματα. Δεν μιλάμε για την ευρέως εννοούμενη «λογοτεχνία», αλλά για γνεψίματα που την ξεπερνούν.
Ο μεταφραστής Δημήτρης Δημοκίδης (στις εκδόσεις "Ροές" διαβάσαμε το βιβλίο) προφανώς έχει ιδιαίτερες ικανότητες σε αυτή τη δουλειά και αναμένουμε να τη συνεχίσει. Επίσης εύφημος μνεία πρέπει να γίνει και για τον εκδότη Λευτέρη Καρτάκη που - μέσα στα σαράντα κύματα - συνεχίζει χρόνια τώρα την εκδοτική προσφορά χωρίς αντίδωρο.
σχόλια