Αν εξαιρέσει κανείς τους επιστρατευμένους θιάσους των κομμάτων, ο υπόλοιπος κόσμος -εκατομμύρια χασομέρηδων τηλεθεατών- παρακολούθησε με σβησμένες μηχανές το πολυτελές μασκαραλίκι του περιβόητου «ντιμπέιτ» που κράτησε δυο νύχτες και εννοείται πως αφορούσε ειδικά τον ντόπιο πολίτη και τα δικαιώματά του. Η απορία γίνεται χρόνο με τον χρόνο ασφυκτική: πώς τα καταφέρνουν αυτά τα απίθανα ανθρωπάρια και γλιτώνουν τον λιθοβολισμό; Πρέπει εξαρχής να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν νιώθουμε εξαπατημένοι, οργισμένοι, πεπλανημένοι και άλλα λοιπά παράγωγα - είδαμε ό,τι φοβόμασταν ότι θα δούμε.
Η δημοσιογραφική καμαρίλα δεν έχασε την ευκαιρία να υπερτονίσει την εισαγωγή στα οικεία πολιτικά ήθη του νέου θεσμού που επιτρέπει πια στους αρχηγούς των δύο κομμάτων -σε πανελλήνια θέα- να αντιμάχονται -λόγοις και ουχί χερσί- για τη μοίρα του τόπου και τη διάσωση της αλήθειας. Τι να πει κανείς γι' αυτό το ρυπαρό τέχνασμα που εκθέτει σε κοινή θέα όλα τα ασήμαντα (φάτσες, ενδυμασίες, παρατρεχάμενους, δημοσιογράφους, μπαγιάτικες ρητορικές) και αποκρύπτει έστω και τον κόκκο υποψίας και ειλικρίνειας; Αν, για παράδειγμα, η δημόσια λογομαχία μεταξύ αρχηγών των κομμάτων περιελάμβανε και κάποια άλλα πρόσωπα (μεγαλοεπιχειρηματίες, εφοριακούς, εκδότες εφημερίδων, πολίτες εγνωσμένου κύρους - γιατί όχι και κάποιους Ευρωπαίους παρατηρητές;) θα ελπίζαμε ότι κάτι σημαντικό θα μπορούσε να προκύψει. Αντί τούτου είχαμε τη μεθόδευση της μούγγας. Τυχαία μήπως οι ερωτώντες ανήκαν σε συγκεκριμένα κανάλια; Τα τηλεοπτικά «κόμματα» «ανακρίνουν» τα «πολιτικά» κόμματα! Ούτε ο ρουφιάνος έχει μπέσα, ούτε η πουτάνα ντροπή.
Κάθε παρωδία, πάντως, όση φτήνια κι αν τη χαρακτηρίζει, δεν παύει να είναι μεστή νοήματος. Όπου μιλούν άνθρωποι, όσο τυχάρπαστοι κι αν είναι, τα συμπεράσματα τρέχουν. Όταν μάλιστα η διαδικασία θυμίζει κακουργιοδικείο, Βουλή, επιτροπή σωτηρίας, ανήλικη γερουσία ή απλώς φάρσα, ο θεατής μπορεί να ακονίσει το μυαλό του ωσότου καταλάβει ότι η μαζική δημοκρατία, πριν απ' όλα, χειρίζεται το πραγματικό ως διάσταση του πλασματικού. Είναι οι πολιτικοί με σάρκα και οστά (κι όμως δεν είναι)· είναι οι αντιπρόσωποι του λαού και υπεύθυνοι για τις εθνικές αποφάσεις (κι όμως δεν είναι)· είναι το άνθος του πολιτικού μας δυναμικού (ας το αφήσουμε αυτό)· είναι οι μανιώδεις επικεφαλής των κομμάτων που πριν απ' όλα και μετά απ' όλα βάζουν το κόμμα, την εκλεκτή τους πελατεία, την ατομική τους σταδιοδρομία, ενδίδοντας σε κάθε μορφή διαβουκόλησης, αλλοτριολογίας, αποτύφλωσης και σαθρότητας - αυτό πράγματι είναι.
Ομολογούμε ότι η στάση του Καραμανλή -και στις δύο παραστάσεις του- μας άφησε σύξυλους. Η θέση του ήταν δύσκολη βέβαια, η αλήθεια να λέγεται, ωστόσο σε κάθε αποτυχία ο πολιτικός και ο όποιος κοινός θνητός, αν του έχει απομείνει κάποιο ηθικό έρμα, μπορεί να διατηρήσει ψήγματα έστω του κύρους του, που θα του φανούν χρήσιμα στο μέλλον.
Οι πονηροί του σύμβουλοι και το έμφυτο φίλαυτο πάθος του φαίνεται πως του υπαγόρευσαν την εξής σκέψη: αν κάνει την γκάφα και τηρήσει στάση ενόχου, θα τον πάρει ο διάβολος. Προτίμησε, λοιπόν, να μεταμφιέσει τον γκαφατζή σε τιμητή, τον αποδιοπομπαίο σε εθνοσωτήρα, τον κατηγορούμενο σε πλατυρρήμονα κατήγορο. Έπαιξε το ανάξιο θέατρο του ισχυρού άνδρα με κλοουνίστικα μέσα. Η δε φωνή του -λες και ρητόρευσε σε κομματική συνεδρίαση- δεν είχε τίποτα από το νόημα της σημερινής κατάστασης. Και μόνο γι' αυτό είναι επικίνδυνος, όπως κάθε πολιτικός που του μένουν οι πόζες, ενώ τα πράγματα έχουν αλλάξει. Για τα δικά μας τα κουσούρια μάτια δεν μας μείνανε...
Ο αντίπαλός του, που δεν είναι ο ίδιος ο Παπανδρέου αλλά ο κοσμάκης που θα τον ψηφίσει, προσπάθησε να σταθεί με αξιοπρέπεια, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές - γι' αυτό και δεν ήρξατο λόγων αδίκων. Αμφότεροι συναγωνίστηκαν στην απόκρυψη, στη διόγκωση των ξένων σφαλμάτων, στο «άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε», αλλά δεν πέρασε απαρατήρητο ότι ο γαλάζιος θέλησε να ταπεινώσει τον πράσινο, έστω και για προσωπική ικανοποίηση, ενώ ο πράσινος δεν έβλεπε την ώρα να τελειώνει αυτό το βασανιστήριο. Η επωδός του Καραμανλή για τρίτη συνάντηση -ατόφιο ονεδίτικο χαζοτσαμπουκαλίκι- συνόψισε το κάζο του αρχηγού.
Τα πολιτικά επιχειρήματα απουσίασαν βροντερά από τη διμερή όσο και από την πολυμερή συνάντηση. Η Παπαρήγα -για πρώτη φορά όμορφη- σάλπισε λαϊκή αντεπίθεση με το μεσοπολεμικό σύνθημα «ή εμείς ή αυτοί»! Γυρίζει το ρολόι πίσω για να πάει μπροστά. Ο Τσίπρας -με γεια η πουκαμισιά- αντεπεξήλθε στις απαιτήσεις, χωρίς αυτό να δηλώνει το οιοδήποτε κέρδος για το σπαρασσόμενο κόμμα. Ο Καρατζαφέρης, πάντα πνευματώδης στις δημόσιες ατάκες του, αυτήν τη φορά έχασε το τεμπεσίρι. Κατώτερος του αναμενομένου. Συμπαθείς και διαβασμένοι οι πράσινοι.
Πρέπει να μιλήσουμε και για την αληθινή πρωταγωνίστρια αυτής της συνάντησης κορυφής, που δεν ήταν άλλη από την αόρατη «σκατοσακούλα» που ο ένας την πετούσε στον άλλον, νίπτοντας τας χείρας του. Εννοούμε το δημόσιο χρέος που, όπως όλα τα βαρέα σφάλματα στην ντόπια σκηνή, είναι έγκλημα χωρίς εγκληματία, φόνος χωρίς δολοφόνο και κλοπή χωρίς κλέφτη. Η αφειδώς δανειοδοτούμενη Ελλάς -σαν εξέδρα τρελών που χάνεται στον ωκεανό- σπαταλάει το δημόσιο χρήμα, περπερεύεται, κάνει το αφύσικο φυσικό και δεν αναγνωρίζει ουδεμία ενοχή.
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: Τομπάιας Γουλφ: Ο κλέφτης του στρατοπέδου, μτφρ. Χρήστος Οικονόμου, Εκδόσεις Πόλις. Τραχύ αφήγημα, εικόνα του αμερικανικού στρατώνα, χωρίς ίχνος ψυχολογισμού και, κυρίως, χωρίς καμιά εσωτερική διαφυγή.
σχόλια