ΠΑΡΟΤΙ, ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ, παρουσίαζε και σημαντικό νομικό ενδιαφέρον σχετικά με την τύχη που μπορεί να έχει στα δικαστήρια μια αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση, πλαγίως μόνο και αποσπασματικά παρακολούθησα την εξέλιξη «της δίκης του Τζόνι Ντεπ» (έτσι κυκλοφορούσε δεξιά κι αριστερά η υπόθεση, ενώ κατηγορούμενος δεν ήταν ο ίδιος, αλλά η εφημερίδα Sun) που έληξε προχθές εις βάρος του. Και να ήθελες να την αποφύγεις ήταν εξαιρετικά δύσκολο, αφού όσο διαρκούσε έσκαγαν διαρκώς μπροστά σου διάφορα σκανδαλοθηρικά πυροτεχνήματα από την ακροαματική διαδικασία, σε όποια ενημερωτική ιστοσελίδα κι αν βρισκόσουν.
Σπαράγματα που μεταξύ άλλων γλαφυρών αναφορών είχαν να κάνουν με βίαια λιωσίματα, με «κόπρανα στο κρεβάτι», με ιπτάμενα μπουκάλια βότκας, με οροσειρές κόκας, με κομμένα ακροδάχτυλα, με ηχογραφήσεις όπου ακούγεται να ζητά από την Άμπερ Χερντ να τον «κόψει» πριν βαρεθεί τελικά και ξεκινήσει να κόβεται μόνος.
Δεν μπορούσε επίσης να μην κεντρίσει το ενδιαφέρον μου, ως νοσταλγικός σχεδόν αντιπερισπασμός, η παρουσία στη δίκη δύο εκ των πιο επιφανών πρώην του, της Γουίνονα Ράιντερ και της Βανέσα Παραντί, οι οποίες έσπευσαν να καταθέσουν υπέρ του, σαν καλά Generation X κορίτσια. Μετά από όλα αυτά και πολλά άλλα ακόμα που αποτελούν σαφείς ενδείξεις της βίαιης συμπεριφοράς του απέναντι στην πρώην σύζυγό του, ο δικαστής αποφάσισε ότι δεν μπορεί να θεωρήσει συκοφαντική δυσφήμιση τον χαρακτηρισμό του «κακοποιητικού συζύγου» που του απέδωσε η Sun.
Υπήρξε μια εποχή, πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια πάνω-κάτω, που έμοιαζε να έχει καταφέρει το ακατόρθωτο. Να διατηρεί αλώβητο το «επαναστατικό» (ροκ, μπιτ, grunge, οτιδήποτε) του image, να συνεχίζει σποραδικά να κάνει τις αλητείες του και τις αυτοκαταστροφές του και συγχρόνως να αποτελεί υπόδειγμα ωριμασμένου σαραντάρη και ευτυχισμένου συζύγου και μπαμπά, στο πλευρό της Βανέσα Παραντί, με την οποία έμεινε μαζί για δεκατέσσερα χρόνια.
Οι συνήγοροί του θα ασκήσουν έφεση, ήδη όμως, αν κρίνει κανείς από τους τίτλους των ειδησεογραφικών μέσων ανά τον πλανήτη, η ετυμηγορία για την καριέρα του έχει βγει και μοιάζει αμετάκλητη. Ως πρωτοκλασάτος έχει τελειώσει. Το brand του Τζόνι Ντεπ είναι πλέον υπερβολικά «μολυσμένο», όπως λένε στην executive αργκό του Χόλιγουντ.
Πώς την πάτησε έτσι; Πώς του ξέφυγε έτσι η εικόνα του ευαίσθητου και ρομαντικού και «περιθωριακού» σούπερ σταρ (δεν υπάρχουν οξύμωρα σχήματα στη βιομηχανία της φήμης) που είχε εδώ και τόσες δεκαετίες χτίσει για τον εαυτό του, καταφέρνοντας να τα έχει όλα δικά του;
ΥΠΗΡΞΕ ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ, πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια πάνω-κάτω, που έμοιαζε να έχει καταφέρει το ακατόρθωτο. Να διατηρεί αλώβητο το «επαναστατικό» (ροκ, μπιτ, grunge, οτιδήποτε) του image, να συνεχίζει σποραδικά να κάνει τις αλητείες του και τις αυτοκαταστροφές του και συγχρόνως να αποτελεί υπόδειγμα ωριμασμένου σαραντάρη και ευτυχισμένου συζύγου και μπαμπά, στο πλευρό της Βανέσα Παραντί, με την οποία έμεινε μαζί για δεκατέσσερα χρόνια.
Τι συνέβη μετά; Αλλεπάλληλες κρίσεις μέσης ηλικίας; Ο διάολος που δεν σ' αφήνει; Το άτιμο το λιώμα; Έξις δευτέρα φύσις; Η συνειδητοποίηση ότι είναι πιο ειλικρινής με τον εαυτό του ως αμετανόητο ρεμάλι παρά ως υπόδειγμα ωριμότητας; Η μήπως ο τρόπος που είχε συνδεθεί βαθιά και οπαδικά (πάνω απ' όλα ο Τζόνι Ντεπ υπήρξε φανατικός οπαδός που βρέθηκε να κάνει παρέα με τα ινδάλματά του, από τον Μάρλον Μπράντο ως τον Κιθ Ρίτσαρντς) με τη χρόνια, ημι-λειτουργική (λέμε τώρα) αυτοκαταστροφή του «μέντορά» του, του συγγραφέα Χάντερ Σ. Τόμσον; Τον οποίον υποδύθηκε όχι σε μία αλλά σε δύο ταινίες και μετά τον θάνατό του, το 2005, ξόδεψε τρία εκατομμύρια δολάρια για μια επιμνημόσυνη υπερπαραγωγή όπου πέταξε στους αιθέρες τις στάχτες του από κανόνι.
Σφιχτός με τα χρήματα δεν υπήρξε ποτέ ο Τζόνι Ντεπ, αυτό είναι σίγουρο. Πριν από δύο χρόνια, τον είχαν ρωτήσει αν αληθεύει ότι ξοδεύει γύρω στα 30.000 δολάρια τον μήνα μόνο για κρασί (πέραν των άλλων οινοπνευμάτων και ουσιών) κι εκείνος είχε απαντήσει ότι η ερώτηση τον προσβάλλει, θεωρώντας ευτελέστατο το ποσό: «Προφανώς ξοδεύω πολύ περισσότερα...». Λίγο καιρό μετά όμως θα δήλωνε στους δημοσιογράφους ότι η περιουσία του –που υπολογιζόταν γύρω στα 650 εκατομμύρια δολάρια– είχε εξαφανιστεί.
Λίγο πριν αυτοκτονήσει, τινάζοντας τα μυαλά του στον αέρα, ο Χάντερ Σ. Τόμσον είχε πολύ ψύχραιμα κάτσει να γράψει το εξής αποχαιρετιστήριο σημείωμα: «Όχι Άλλα Παιχνίδια. Όχι Άλλες Βόμβες. Όχι 'Άλλο Περπάτημα. Όχι Άλλη Διασκέδαση. 'Όχι Άλλο Κολύμπι. 67 χρονών. 17 χρόνια δηλαδή μετά τα 50. 17 επιπλέον αχρείαστα χρόνια. Πλήξη. Διαρκώς γκρινιάζω. No Fun – για κανέναν. 67. Έχεις γίνει άπληστος. Συμπεριφέρσου ανάλογα με την ηλικία σου. Χαλάρωσε – δεν θα πονέσει».
ΑΝ ΔΕΧΤΟΥΜΕ το αφήγημα της πλατιάς ακόμα (έστω κι αν αποτελείται κυρίως από μεσήλικες πλέον) οπαδικής βάσης του Τζόνι Ντεπ, υπεύθυνης για το trending του hashtag #JusticeforJohnnyDepp, η κάτω βόλτα ξεκίνησε όταν χώρισε με την Βανέσα Παραντί και τα έφτιαξε με την Άμπερ Χερντ το 2012. Ήταν τότε 49 ετών. Τυχαίο το «οριακό» και μοιραίο κατώφλι των πενήντα, σύμφωνα και με το σημείωμα αυτοκτονίας του ήρωά του; Πιθανότατα. Εικασίες κάνουμε. Απλά το θυμήθηκα με αφορμή τα απόνερα της δίκης.
Όπως θυμήθηκα, λόγω των ημερών, και μια κωμική ταινία μεσαίου μήκους του 2016 παραγωγής του καναλιού Funny or Die, στην οποία πρωταγωνιστεί ο Τζόνι Ντεπ και είναι απολαυστικός στο ρόλο του Ντόναλντ Τραμπ («real estate λέγεται, δεν λέγεται fake estate»). Η ταινία λέγεται «Donald Trump's The Art of the Deal — the Movie», κυκλοφορεί ελεύθερη στο διαδίκτυο, διαρκεί γύρω στα πενήντα λεπτά και μια χαρά μπορείτε να τη χαζέψετε κάποια στιγμή: