Όσα συμβαίνουν αυτό το διάστημα κατά την προεκλογική περίοδο των ΗΠΑ δεν έχουν προηγούμενο. Όχι ότι δεν υπήρξαν ξανά στο παρελθόν περίοδοι ηθικής κατάπτωσης της πολιτικής ζωής και έκπτωσης του επιπέδου του δημόσιου διαλόγου, όπως αυτό αποδείχτηκε καταφανώς και στο πρόσφατο ντιμπέιτ των δύο υποψηφίων για την θέση του Προέδρου. Υπήρξαν, μόνο που ποτέ δεν υπήρχε πολιτικός επιπέδου Τραμπ.
«Πολιτικός» είναι φυσικά ένας ευφημισμός σε αυτή την περίπτωση. Ο Ντ. Τραμπ εκφράζει ένας νέο είδος μεταπολιτικής, όψεις της οποίας έχουμε δει τα τελευταία χρόνια και αλλού εξαιτίας της λαϊκιστικής έξαρσης παγκοσμίως, όμως εκείνος την εξώθησε σε απολύτως ακραία όρια. Ο τρόπος που ενσαρκώνει το ύπατο αξίωμα ο Πρόεδρος των ΗΠΑ –ήδη προτού ανέλθει σε αυτό– δύσκολα μπορεί να βρει θεωρητικές αναφορές στα κλασικά εγχειρίδια της πολιτικής επιστήμης. Διότι απλούστατα δεν αφορά τον χώρο της πολιτικής αυτόν καθαυτόν. Της απογυμνωμένης ισχύος και της προσωποπαγούς εξουσίας, ναι. Της πολιτικής όμως τα τελευταία 2.500 χρόνια, όχι.
Η πολιτική ακόμη και στις πιο αυταρχικές και ολοκληρωτικές μορφές της θεμελιώνει μια σχέση με τους κυβερνώμενους όπως και μια σχέση με το κράτος του οποίου προΐσταται, έτσι κι αλλιώς. Υπάρχει πάντα από την πλευρά της η έννοια της απεύθυνσης σε ένα φαντασιακό υποκείμενο (υπήκοοι, λαός ή έθνος), στο όνομα του οποίου και για το καλό του οποίου υποτίθεται ότι κάνουν όσα κάνουν οι κυβερνώντες, όσο φρικτά κι αν είναι αυτά.
Θα ήταν αδιανόητη η συγκρότηση πολιτικής εξουσίας χωρίς την εμπέδωση αυτής της θεμελιακής σχέσης. Πώς θα μπορούσε να υπάρξει, άλλωστε, εξουσιαστής χωρίς εξουσιαζόμενο; Αλλά και πώς θα μπορούσε να υπάρξει εξουσία χωρίς κράτος από το οποίο να αντλεί τη νομιμοποίηση της κυριαρχίας του; Μέχρι τώρα όλα αυτά, διότι μόλις ανακαλύψαμε ότι στο μετανεωτερικό μας κόσμο μπορεί ακόμη και αυτό να συμβεί.
Ο Τραμπ είναι ένας Πρόεδρος κράτους βαθιά αντικρατιστής, με μηδαμινή αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος. Υπάρχει ως ο εαυτός του, και μόνο ως ο εαυτός του.
Ακριβώς επειδή δεν επιδιώκει ούτε και μπορεί να θεμελιώσει σχέση με κανέναν «λαό», ο Τραμπ δύσκολα θα μπορούσε να καταταχθεί στην κατηγορία των νεολαϊκιστών ηγετών. Είναι μια ειδική κατηγορία από μόνος του. Ο ίδιος διαθέτει προφανώς φανατικούς υποστηρικτές και αμετακίνητους ψηφοφόρους που θα τον ξαναψηφίσουν και θα πίνουν νερό στο όνομά του. Αλλά δεν συμβαίνει το αντίστροφο.
Εκεί που ο λαϊκιστής τείνει διαρκώς να κολακεύει τον λαό του, ο Τραμπ λατρεύει αποκλειστικά τον εαυτό του. Τα tweets του, δια των οποίων ουσιαστικά «κυβερνάει» τη χώρα, βρίθουν αυτοκολακευτικών επιθέτων (τα λίγα αυτά που του επιτρέπει η νηπιακή του γλώσσα να γνωρίζει) για το πόσο fantastic, amazing, wonderful τύπος είναι ο ίδιος. Η εξουσία προφανώς πάντοτε ενέχει εξ ορισμού μια ναρκισσιστική διάσταση, που είναι ενδεχομένως και απαραίτητη προκειμένου ο εκάστοτε φορέας της εξουσίας να εμφανίζεται ακόμη πιο πειστικός ως ηγετική φιγούρα.
Αλλά εδώ δεν μιλάμε γι' αυτό. Αναφερόμαστε σε μια εξουσία που υπάρχει για τον εαυτό της και διαμέσου του εαυτού της. Και που δεν ενσαρκώνει τίποτε παρά τον εαυτό της. Ακόμη και στην πιο αυτοαναφορική εκδοχή της μεσαιωνικής εξουσίας, πριν από τη γαλλική επανάσταση, ο Βασιλιάς Ήλιος δήλωνε «l' état c'est moi», εννοώντας με αυτό, όχι κάτι ναρκισσιστικό αλλά εκείνο που απλώς εννοούσε ο μεσαίωνας: ότι ο εκάστοτε εστεμμένος ενσάρκωνε κατά κυριολεξία το κράτος, ότι το κράτος ήταν με άλλα λόγια το ίδιο το σώμα του βασιλιά.
Στην περίπτωση του Τραμπ δεν έχουμε καν αυτό. Αυτός ο πρώην σελέμπριτι είναι απολύτως αδιάφορος για το αμερικανικό κράτος και τη λειτουργία του. Στη διάρκεια της πανδημίας, ιδίως, το άφησε αυτό και τους πολίτες του στην τύχη τους, με τα καταστροφικά αποτελέσματα που βλέπουμε όλους αυτούς τους μήνες στη δημόσια υγεία (209.000 νεκρούς) και την οικονομία.
Στον δε βαθύ πολιτισμικό πόλεμο που είναι σε εξέλιξη εδώ και μήνες σε όλη τη χώρα, με αφορμή τα ζητήματα ρατσισμού, το μόνο που έχει κάνει είναι να κατεβάσει στους δρόμους σε ορισμένες περιπτώσεις την εθνοφυλακή, λες και όλο αυτό το ζήτημα που ταλαιπωρεί ήδη από τον εμφύλιο του 19ου αιώνα τις ΗΠΑ είναι μόνο ένα θέμα νόμου και τάξης.
Ο Τραμπ δεν είναι το κράτος, με την έννοια ότι είναι ο απόλυτος κυρίαρχός του ή έστω ότι έχει ιδιοκτησιακή σχέση με αυτό, που θα ήταν προβληματικό μεν, αλλά τουλάχιστον θα παρέμενε μια μορφή πολιτικής εξουσίας. Ο Τραμπ είναι ένας Πρόεδρος κράτους βαθιά αντικρατιστής, με μηδαμινή αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος. Υπάρχει ως ο εαυτός του, και μόνο ως ο εαυτός του. Δεν εκφράζει κάποια έστω αρρωστημένη εκδοχή πολιτικής εξουσίας, στέκεται εκεί ως ένα σύμβολο φυσικής δύναμης, ως ένας πορτοκαλί φαλλός τόσο δήθεν ισχυρός και σωματικά ακμαίος που μπορεί να ξεπερνά ακόμη κι έναν φονικό ιό και να βγαίνει αλώβητος – πιο υγιής από ό,τι ήταν «πριν από 20 χρόνια», όπως δήλωσε χαρακτηριστικά εν αναμονή του εξιτηρίου του από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν λόγω κορωνοϊού.
Ακόμη και ο Βρετανός πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον που υπήρξε τυπική περσόνα νεολαϊκιστή πολιτικού και Brexiter και δεν θα τον έλεγε κανείς αρχικά πρότυπο σοβαρότητας στη διαχείριση της πανδημίας, όταν προσβλήθηκε από τον ιό και κινδύνευσε να χάσει την ζωή του, αντιλήφθηκε τα λάθη του, και άλλαξε στάση. Όχι όμως ο Τραμπ που αντιθέτως εμφανίστηκε με ακόμη πιο ανεύθυνη στάση μετά την περιπέτεια της υγείας του, λέγοντας στην ουσία στους πολίτες: «μη φοβάστε τον ιό, κολλήστε άφοβα, θα μπείτε στο νοσοκομείο και θα γίνετε καλά σαν κι εμένα». Δεν έχει υπάρξει παγκοσμίως πιο επικίνδυνη προτροπή ηγέτη από αυτή, στην παρούσα συγκυρία της πανδημίας.
Διότι απλούστατα ο Τραμπ δεν έχει αντίληψη του βάρους της θέσης του. Είναι και ήταν πάντα ένας μαρκετίστας του εαυτού του, ένας σελέμπριτι της φθηνής τηλεόρασης που η θυμωμένη και πλήρως διαστρεβλωμένη αμερικανική κοινωνία εξέλεξε για Πρόεδρο, για να εκδικηθεί τις ελίτ, εκδικούμενη εντέλει τον ίδιο τον εαυτό της.
Αυτή είναι η άλλη ιδιαιτερότητα της εξουσίας του. Η πλήρης ιδιωτικοποίησή της. Ο Τραμπ δεν βρίσκεται στη θέση αυτή για να διαχειρίζεται τις δημόσιες υποθέσεις. Τις δικές του υποθέσεις είναι που διαχειρίζεται. Μπροστά στα ιδιωτικά του συμφέροντα, όλα τα υπόλοιπα είναι δευτερεύοντα. Βρέθηκε άλλωστε εκεί ως χρεοκοπημένος εκατομμυριούχος με μεγάλες εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον της εφορίας, κάτι καθόλου αμελητέο για την Αμερική.
Έτσι, προς υπεράσπιση των ιδιωτικών του συμφερόντων, ο σημερινός Πρόεδρος της ισχυρότερης χώρας του κόσμου είναι διατεθειμένος να πει φρικτά ψέματα και να διαστρεβλώσει πλήρως την πραγματικότητα. Προσοχή: όχι να δώσει μια άλλη εκδοχή –έστω αδύναμη– της αλήθειας, όπως συχνά κάνουν οι πολιτικοί, αλλά να πει ότι είναι νύχτα ενώ έξω ο ήλιος λαμποκοπάει.
Μπορεί, με άλλα λόγια, να ισχυριστεί οτιδήποτε (μα οτιδήποτε), αρκεί να ικανοποιεί το συμφέρον του και μόνο το συμφέρον του. Κατάφωρα ψέματα τα οποία συνοδεύει η πλήρης απαξίωση όλων των επικριτών του εκεί έξω, με χυδαίες εκφράσεις των γηπέδων, προσβλητικούς χαρακτηρισμούς 15χρονου και κακόγουστες ειρωνείες που τροφοδοτούν γενναιόδωρα τους σταντ-απ κωμικούς της χώρας. Ό,τι απομένει –οι γελοίες γκριμάτσες του, η παγωμένη Μελάνια, το κιτς του πλούτου του– είναι εικόνες από μια άλλοτε χολιγουντιανή λάμψη που ξέπεσε σε Μπόλιγουντ και πάει να εξελιχθεί σε ταινία σπλάτερ, με τόσους νεκρούς από την πανδημία.
Ο Τραμπ πιθανότατα θα ηττηθεί στις επικείμενες εκλογές. Αλλά το ερώτημα είναι τι θα αφήσει πίσω της αυτή η κληρονομιά στην πολιτική κουλτούρα της μεγαλειώδους αυτής χώρας. Θα είναι άραγε αυτοί οι σπασμοί μιας γέννας ή ενός θανάτου; Λένε ότι το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν ξημερώσει. Λένε όμως κιόλας ότι αν κάτι πάει κατά διαόλου, το πιο πιθανό είναι να πάει ακόμη χειρότερα.