Δευτέρα απόγευμα. Το πρωτάκι μου με φωνάζει για να δω την εργασία που έχει για το σπίτι. Πρέπει να γράψει λέξεις που περιέχουν «τσ» και έχει γράψει πολλές και καλές. Κοιτάζουμε μαζί τα ορθογραφικά. Την ώρα που είμαστε στη λέξη 3 (τσατσάρα), το μάτι μου πέφτει στη λέξη 15. Δεν πέφτει απλώς, κολλάει. Διότι η λέξη 15 είναι «τσόντα». Προσπαθώ να διατηρήσω μια φαινομενική ηρεμία, ενώ ταυτόχρονα το μυαλό μου κάνει διάφορες σκέψεις, όπως «πού άκουσε τη λέξη (κακές παρέες)», «πού είπε τη λέξη» (ρόμπα γίναμε), «πόσο σοβαρά πρέπει να το πάρω» (να αδιαφορήσω ή να το ψάξω σε βάθος;). Απαντάω μηχανικά στα σχόλιά του, διορθώνουμε το λάθος στην «κατσαρήδα», βλέπω την τσόντα να πλησιάζει και να πλησιάζει. «Παιδί μου, τι γράφεις εδώ;». «Α, τσάντα», μου λέει και διορθώνει το «α», που το είχε ξεχάσει μισό.
Δεν είναι ότι θα γινόταν και καμιά καταστροφή αν όντως έγραφε «τσόντα» -αν και δεν θα πανηγύριζα, ακόμη κι αν είχε βρει τη λέξη στο λεξικό. Είναι ότι πρόλαβα να δω τη ζωή μου ως μητέρα να περνάει από εμπρός μου, να την κρίνω, να την αμφισβητήσω και να αγχωθώ για κάτι που στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν αποτελούσε πρόβλημα, αλλά και ουσιαστικά δεν υπήρχε καν για να με προβληματίσει.
Φαντάζομαι ότι αυτό το συμπέρασμα έχει εφαρμογή σε πολλές περιπτώσεις, στην περίπτωση όμως των σημερινών γονέων είναι κάτι περισσότερο από συχνό. Εκεί που οι προηγούμενες γενιές έφθαναν το πολύ μέχρι το «πρόσεξε μη σου ρίξουν τίποτε στο ποτό σου», εμείς κοιτάζουμε με ποιο χέρι πιάνει το κουτάλι το δίχρονο, με πιο χρώμα ζωγραφίζει το πεντάχρονο και πόσες γραμματοσειρές αναγνωρίζει το επτάχρονο, ψάχνοντας σε όλα ευκαιρίες για άγχος, ανησυχία και επιχειρήματα για να επισκεφθούμε τον –κάθε- ειδικό.
Έχεις έτσι μια ολόκληρη σχεδόν τάξη ύποπτη για ΔΕΠΠΥ επειδή τα 3/4 της τάξης είναι αγόρια και η δασκάλα μόλις ανακάλυψε τον τροχό, μια ημερίδα κατά του bulling σε σχολείο όπου διαπιστώθηκε ύποπτο σχετικό κρούσμα σε εξάχρονο που έκλαιγε γιατί το είπαν μικρό (και του πήραν τη σειρά στο κυλικείο) και διαμαρτυρίες γονέων για χίλιους τρεις λόγους που μπορούν να τραυματίσουν την προσωπικότητα των παιδιών.
Από την άλλη, οι γονείς του παιδιού που πραγματικά δέρνει και παρενοχλεί δεν έχουν ευκαιρήσει να επισκεφθούν το σχολείο παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του προσωπικού, το παιδάκι με την πιθανώς πραγματική διάσπαση παραμένει στον κόσμο του γιατί οι γονείς του κατηγορούν τη δασκάλα που δεν κάνει καλά τη δουλειά της και η ζωή συνεχίζεται είτε σαν τσόντα, είτε σαν παιδικό πρόγραμμα, ανάλογα με τις αντιλήψεις του καθενός. Τα όρια ανάμεσα στην αντικειμενική και την υποκειμενική πραγματικότητα είναι συχνά δυσδιάκριτα. Στη δική μου περίπτωση το εσωτερικό debate είναι σχεδόν καθημερινό. Και το «μαλακα» που βρήκα στο τετράδιο, πώς να το διαχειριστώ;
σχόλια