Πόσα θα πληρώνατε για μια ανάμνηση; Στην ταινία «Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού» ο πρωταγωνιστής προσπαθεί με αγωνία να διατηρήσει τις αναμνήσεις που έχει με τη γυναίκα που αγαπά και ο Προυστ έγραψε για τις αναμνήσεις που ανακαλούν οι αισθήσεις. Η νευροψυχολογία υποστηρίζει πως μια ιστορία, η αλληλουχία των αναμνήσεων που υπάρχουν καταγεγραμμένες αθόρυβα και ύπουλα στο κεφάλι μας και τη συνιστούν, ενεργοποιεί επτά διαφορετικά σημεία στον εγκέφαλό μας. Μυρίζουμε, ακούμε, βλέπουμε, νιώθουμε.
Εξού και η συγκίνηση, η απρόσμενη οικειότητα και ασφάλεια που νιώθουμε με οτιδήποτε θυμίζει κάτι από το παρελθόν και φτάνει στα όρια του νοσταλγικού. Το εμπόριό της και οι εραστές της είναι μια επιδέξια και παγκόσμια συντεχνία που πραγματεύεται κάθε μέρα αυτήν τη βαθιά σχέση μας με το παρελθόν και τις αναμνήσεις.
Εδώ υπάρχει μια παγίδα. Η κακή και πρόχειρη διαχείριση του παρελθόντος κάνει τα πράγματα να φαίνονται ρηχά, σαν ανεξήγητες και άβολες στολές που κανένας δεν ξέρει γιατί τις φοράς. Εκτός από αυτή την παγίδα, υπάρχει ακόμα μία: η νοσταλγία μπορεί να γίνει μια βολική «φυλακή» όπου όλα ήταν καλύτερα, η οποία μας απομονώνει και μας μετατρέπει σε γραφικούς τύπους με παλιακά ρούχα, που ρουθουνίζουμε αποδοκιμάζοντας οτιδήποτε καινούργιο. Και στις δύο περιπτώσεις το πρόβλημα είναι το ίδιο: αναζητώντας τη δική μας ιστορία και ταυτότητα, χανόμαστε και αρπάζουμε ό,τι προλάβουμε από τις τέλειες ιστορίες του παρελθόντος.
Στη μόδα, η νοσταλγία, το ρετρό, είναι κινητήριος δύναμη. Φτιάχνεις καινούργια ρούχα που θυμίζουν ρούχα άλλης εποχής, αλλά πρέπει να φαίνονται φρέσκα, σημερινά. Η βιομηχανία της μόδας είναι χτισμένη πάνω σε αυτή την απλή παραδοχή: χρειάζεσαι άλλο ένα καινούργιο ρούχο.
Στη μόδα, η νοσταλγία, το ρετρό, είναι κινητήριος δύναμη. Φτιάχνεις καινούργια ρούχα που να θυμίζουν ρούχα άλλης εποχής, αλλά πρέπει να φαίνονται φρέσκα, σημερινά. Η βιομηχανία της μόδας είναι χτισμένη πάνω σε αυτή την απλή παραδοχή: χρειάζεσαι ακόμα ένα καινούργιο ρούχο.
Το καινούργιο, έτσι κι αλλιώς, είναι μια υπόσχεση ελευθερίας. Τα καινούργια ρούχα, η καινούργια μόδα, το καινούργιο design, είναι το ταξίδι των ρομαντικών στην αντίπερα όχθη της νοσταλγίας.
Κάπου εκεί μπορείς να καταλάβεις και τη ματαιότητα του σημερινού κινήματος της βιωσιμότητας στη μόδα, της αντίληψης πως για να σώσεις τον πλανήτη πρέπει να σταματήσεις να αγοράζεις καινούργια ρούχα, πως κάθε αγορά σημαίνει ρύπανση, πράγμα που δύσκολα αποδέχεται κανείς όταν γύρω του όλα φωνάζουν «αγόρασέ με». Το πράγμα γίνεται ακόμα πιο ακραίο όταν αγοράζουμε καινούργια ρούχα που βλάπτουν τον πλανήτη, αλλά φαίνονται παλιά.
Σκεφτείτε τώρα πως υπάρχει μια γυναίκα που ντύνει άντρες στη Νέα Υόρκη, συγκεκριμένα στο Μανχάταν. Τα ρούχα της όμως δεν υπάρχουν μόνο εκεί αλλά και στα μεγαλύτερα οnline μαγαζιά πολυτελείας και σχεδόν σε όλα τα σημαντικά πολυκαταστήματα του πλανήτη, σε μικρές ποσότητες.
Σκεφτείτε πως εκείνη ψάχνει σε όλα τα ξεχασμένα στοκ υφασμάτων και έχει φίλους που της υποδεικνύουν σπίτια και αποθήκες όπου κάποιοι έχουν αφήσει όσα μάζευαν ασταμάτητα επί δεκαετίες, χωρίς να ξέρουν τι να τα κάνουν, επειδή τότε ήταν καινούργια. Σκεφτείτε, τέλος, πως εκείνη τα συλλέγει, τα αρχειοθετεί και από αυτά φτιάχνει καινούργια ρούχα.
Θέλει όλα αυτά τα ρούχα να είναι σαν αναμνηστικά κομψοτεχνήματα και στόχος της είναι να παραδώσει καινούργια κειμήλια στους νεότερους, με λεπτομέρειες που ξαφνικά μπορεί να σου θυμίσουν την μπλούζα που σου φόραγε η μάνα σου για να πάτε την Κυριακή βόλτα, ένα συγκρότημα που άκουγε ο πατέρας σου, το καλό κοστούμι του θείου σου. Μπορεί να είναι ρούχα που σου φαίνονται ξένα και οικεία μαζί, προερχόμενα από το παρελθόν, γεμάτα αναμνήσεις, χωρίς τίποτα καινούργιο πάνω τους. Πόσο θα πλήρωνες για να φορέσεις ένα τέτοιο σετ αναμνήσεων;
Η Emily Adams Bode είναι η πρώτη γυναίκα που έχει τη δική της ανδρική σειρά και την παρουσίασε στην Εβδομάδα Μόδας στη Νέα Υόρκη. Τα ρούχα Bode (προφέρεται Μποντέ) υπάρχουν κάτι παραπάνω από τρία χρόνια και αυτήν τη στιγμή ίσως εκπροσωπούν μια σοβαρή και στιβαρή απάντηση στο παράδοξο του sustainability που τόσο μας αρέσει να πιπιλάμε.
Η Emily προέρχεται από μια οικογένεια ικανών κυνηγών θησαυρών στα παλιατζίδικα, καθώς όλοι τους ντύνονταν έτσι. Κινείται σε έναν μυστικό κύκλο φίλων, αγοραστών και εμπόρων που ανακαλύπτουν για λογαριασμό της στοκατζίδικα με παλιά υφάσματα ανά την υφήλιο και γίνονται τα μοντέλα της. Στην πρώτη της επίδειξη έραψαν παρέα τις ετικέτες της στα ρούχα, τη βοηθούν να φτιάξει το μαγαζί της στη Νέα Υόρκη και συστήνουν σε φίλους τη δουλειά της.
Το μεγαλείο της βασίζεται σε αυτές τις low profile κινήσεις που παίρνουν μικρές ιστορίες από το παρελθόν, τις ενωνούν και φτιάχνουν ρούχα που μυστηριωδώς, αλλά απολύτως λογικά ταιριάζουν σε οποιαδήποτε ανδρική γκαρνταρόμπα.
Όλα τα υφάσματα έχουν τη δική τους ιστορία. Προέρχονται από διαφορετικά σημεία και διηγούνται ιστορίες από διαφορετικές εποχές και συνήθειες. Χρησιμοποιεί δαντέλες και γυναικείες τεχνικές για να αφήσει στα ρούχα τη σωστή ατέλεια, σημάδια από το παρελθόν. Έχει τον απόλυτο έλεγχο στην κατασκευή και στην ποσότητα που παράγει, πάντα βάσει των κανόνων βιωσιμότητας και διατήρησης του οικοσυστήματος. Με λίγα λόγια, τίποτα δεν είναι περιττό, αφού όλα έχουν συλλεχθεί προσεχτικά και κουβαλούν μια μυστική ιστορία.
Υπάρχουν σακάκια φτιαγμένα από παλιές κουβέρτες, πουκάμισα από ινδικά σάρι ή προπολεμικά υφάσματα και ζακέτες πλεγμένες στο Περού. Τα δύο εργαστήρια που ράβουν στο χέρι τα ρούχα της βρίσκονται στη Νέα Υόρκη και στην Ινδία και ο εκάστοτε ιδιοκτήτης του ρούχου γνωρίζει την ακριβή ιστορία του.
Το 2019, ο τραγουδιστής Leon Bridges φόρεσε στα Γκράμι ένα κοτλέ κουστούμι Bode, στο οποίο ήταν ζωγραφισμένα στο χέρι χαρακτηριστικά του Τέξας και καλλιτέχνες που είναι σημαντικά για τον ίδιο. Λατρεύει τα ρούχα της και τα θεωρεί «φουτουριστικό vintage». Του έδωσαν την αυτοπεποίθηση να φλερτάρει με τα κορίτσια, πιάνοντας κουβέντα με αφορμή τις μικρές ιστορίες που «φορούσε» και ήξερε μόνο αυτός, κάτι που τον έκανε να νιώθει ξεχωριστός.
O Asap Rocky τα θεωρεί την αμερικανική απάντηση στα υπέροχα γιαπωνέζικα Visvim του Hiroki Nakamura. Ο Harry Styles, ο υπαρκτός βασιλιάς της ποπ νοσταλγίας, φωτογραφήθηκε φορώντας πουλόβερ της.
Τα ρούχα Bode βρίσκονται στον αντίποδα σειρών όπως τα Off-White ή τα Yeezy. Δεν σχολιάζουν με μοντερνιστικό τρόπο τα χαρακτηριστικά της ποπ κουλτούρας, δεν ενισχύουν την αφαίρεση, την απλότητα και την καθαρότητα του καινούργιου και του μελλοντικού.
Η Emily Adams Bode φτιάχνει ρούχα για άντρες, που λένε ιστορίες, και επιμένει να τα φτιάχνει μονάχα γι' αυτούς, γιατί της αρέσει να αποστασιοποιείται από τον πελάτη της. Θα του αρέσει; θα δείχνει καλά πάνω του; Τι ανάγκες έχει;
Τα ρούχα αυτά, όμως, επαναφέρουν κάτι ακόμα πιο σημαντικό, μια νέα αμερικανική κομψότητα που είναι πιο διαυγής, πιο συγκρατημένη, πάντα άνετη και συνοπτικά επαναστατική, εξωστρεφής και παγκόσμια. Δεν επαναπαύεται στη βολική Δύση, στην Καλιφόρνια, στους αυτοκινητόδρομους, στα γκέτο, στους καουμπόηδες και στους παίκτες πόλο του Γκάτσμπι. Μαζεύει την πραμάτεια της απ' όλη την Αμερική και τη συνδυάζει με τα «θαύματα» που βρίσκει σε άλλες χώρες. Δεν τα υποβιβάζει, δεν τα αμερικανοποιεί, τα επανατοποθετεί με έναν απλούστερο, πανέξυπνο τρόπο. Διαβάζει τις ιστορίες τους και τις διηγείται με τη βοήθεια των δικών της αμερικανικών εμβλημάτων.
Ίσως είναι η πρώτη φορά που μια αμερικανική γενιά αγωνίζεται να δείξει την αξία της χωρίς να έχει το κόμπλεξ του ανιστόρητου, πολύ απλά φτιάχνοντας καινούργια κειμήλια.
σχόλια