Σχεδιαστής ονείρων
Στα 13 του χρόνια επισκέφθηκε πρώτη φορά χαρτορίχτρα, η οποία του είπε: «Θα υποφέρετε από φτώχεια. Αλλά οι γυναίκες είναι η τύχη σας. Από αυτές θα αποκτήσετε άφθονο χρήμα και θα ταξιδέψετε σε όλο τον κόσμο». Στα 18, αν και το μικρόβιο της μόδας και της αρχιτεκτονικής σιγόκαιγε μέσα του, υπέκυψε στις πατρικές πιέσεις και γράφτηκε στην École des Sciences Politiques για να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες, με την ελπίδα να γίνει διπλωμάτης. Στα 23 αποφοίτησε και άνοιξε μια μικρή γκαλερί τέχνης με χρήματα που του δάνεισε ο πατέρας του, με τον όρο να μην υπάρχει πουθενά στην αίθουσα τέχνης το οικογενειακό όνομα. Στα 26, και παρόλο που από τα χέρια του είχαν περάσει ήδη έργα των Μπρακ, Πικάσο και Κοκτό, αναγκάστηκε να βάλει λουκέτο στο όνειρό του, καθώς είχε να αντιμετωπίσει την οικονομική κατάρρευση του μπαμπά, τον θάνατο της μητέρας και του μεγαλύτερου αδελφού. Στα 42 είχε προλάβει να ταράξει το Παρίσι και να αλλάξει διά παντός με τα σχέδιά του τον τρόπο που οι γυναίκες συνδιαλέγονταν με τη θηλυκότητά τους.
Εξήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την ημέρα που ο Κριστιάν Ντιόρ έφυγε από τη ζωή στα 52 του χρόνια. Έξι δεκαετίες που δεν μπόρεσαν να θαμπώσουν ούτε στο ελάχιστο το παραμύθι που έστησε τη δεκαετία του '40 και του '50 σε ένα Παρίσι που, λαβωμένο από τον Πόλεμο, αναζητούσε απεγνωσμένα τρόπους να ξαναζήσει τον μύθο του.
Είναι σίγουρο ότι ο Κριστιάν Ντιόρ ουδέποτε πείστηκε για την καλλιτεχνική του αξία και τη συμβολή του στην ανάκαμψη του Παρισιού και της γαλλικής μόδας. Οι κατακτήσεις του κατάπιαν εκείνον, τη μετριοπάθεια και τις μεγάλες ευαισθησίες του.
Το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό ακούγοντας το όνομα «Κριστιάν Ντιόρ» είναι η υψηλή ραπτική και η γαλλική μόδα. Αλλά για εκείνον που πάλευε διαρκώς με τον χρόνο και τα εσωτερικά του φαντάσματα οι σημερινοί συνειρμοί μας ήταν κατακτήσεις έπειτα από σκληρές διεκδικήσεις και αλλεπάλληλες επισκέψεις στη χαρτορίχτρα που του όριζε τη ζωή, την περίφημη Madame Delahaye.
Ο σχεδιαστής για τον οποίο επινοήθηκε ο όρος «new look» δεν επιδίωξε ποτέ να βαπτιστεί πρωτοπόρος γιατί φλέρταρε με το παρελθόν και πίστευε πως η ομορφιά βρισκόταν σε αυτό το ανεπαίσθητο όριο όπου το σήμερα αγκαλιάζεται με το χθες. Στο στούντιο, κρατούσε ένα μακρύ μπαστούνι σαν αυστηρός δάσκαλος και μ' αυτό έκανε υποδείξεις για διορθώσεις στους βοηθούς του. Αποκαλούσε τα μοντέλα των επιδείξεων «τα κορίτσια μου». Στους συνεργάτες του φερόταν με σπάνια ευγένεια και τα Χριστούγεννα περνούσε ώρες ατελείωτες για να διαλέξει μόνος το δώρο και του τελευταίου υπαλλήλου. Παθιαζόταν να σχεδιάζει φουστάνια σαν γλυπτά, να δίνει «πρωταγωνιστικό» ρόλο στις κεντήστρες και τους τεχνίτες, να αποθεώνει την αρχετυπική ομορφιά, να ακουμπά τις γυναίκες στον ώμο και να τις κάνει να επανεξετάζουν το δικαίωμά τους στο παραμύθι, να ακούει ό,τι εκφράζει τη σύγχρονη θηλυκότητα.
Υπερηφανευόταν για τις χειροποίητες λεπτομέρειες στις δημιουργίες του, πολεμούσε το άγχος του με τόνους σοκολάτας, έκανε συλλογή από έργα τέχνης, λάτρευε τη μητέρα του, κοιμόταν με άπειρους άνδρες, αλλά δεν χόρταινε αγάπη, απολάμβανε να βλέπει την Άβα Γκάρντνερ, τη Μάρλεν Ντίτριχ, τη Ρίτα Χέιγουορθ και τη Λορίν Μπακόλ να λιώνουν για πάρτη του και συχνά, για να ικανοποιήσει τις Παριζιάνες που έκαναν ουρές στο ατελιέ της Αvenue Montaigne, έσβηνε το τελευταίο φωτάκι στο γραφείο του πολύ μετά τα μεσάνυχτα.
Πρεμιέρα
Η πρώτη του κολεξιόν παρουσιάστηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1947. Λίγο μετά τον πόλεμο, σε μια Ευρώπη αποκαμωμένη, αποφασίζει να σκορπίσει στην παριζιάνικη κοινωνία μια δόση belle époque, να πείσει τους Γάλλους πως αξίζει να επαναφέρουν την πολυτέλεια στη ζωή τους. «Η Ευρώπη χόρτασε βόμβες, ας ρίξουμε και μερικά βεγγαλικά», είπε ανάβοντας πρώτος το φιτίλι. Με σύμμαχό του τη θηλυκότητα, σφίγγει τις ζώνες και στενεύει τη γυναικεία μέση, δίνει όγκο και μάκρος στις φούστες, χαλαρώνει κι αποκαλύπτει τους ώμους, δημιουργεί φορέματα που απαιτούσαν έως και 36 μέτρα ύφασμα για να αποκτήσουν τη μεγαλοπρέπεια που ήθελε. Από τα μοντέλα ζητούσε να περπατούν σαν θεατρίνες, να δείχνουν τις δημιουργίες του με νάζι και χαριτωμένες κινήσεις, να στροβιλίζουν τις φούστες τους σαν νεράιδες ή μπαλαρίνες.
Σαν από θαύμα η δημιουργία του Οίκου Dior συνέπεσε με τη χρυσή εποχή της φωτογραφίας μόδας κι έτσι το θεαματικό και φωτογενές στυλ του έγινε πεδίο στο οποίο μεγαλούργησαν κορυφαίοι φωτογράφοι, όπως ο Ρίτσαρντ Άβεντον και ο Ίρβινγκ Πεν. Ήταν, λοιπόν, θέμα χρόνου να του χαρίσουν φιλοφρονήσεις αδιανόητης υπερβολής όπως «Ναπολέων της μόδας», Μέγας Αλέξανδρος της ραπτικής». Ή, όπως έλεγε ο φίλος του Ζαν Κοκτό, «το όνομα Ντιόρ προέρχεται από τις λέξεις "Dieu" (Θεός) και "or" (χρυσός)».
Πάντως, όσοι μετά από εκείνη την παρθενική επίδειξη τον αναζήτησαν στα παρασκήνια δεν αντίκρισαν κανέναν μεγαλοπρεπή κατακτητή, αλλά έναν μικροκαμωμένο, ντροπαλό, καραφλό τύπο 42 ετών που άφηνε να διαφανεί μια μελαγχολία και πολλές δεύτερες σκέψεις ακόμα και πίσω από το πιο γενναιόδωρο χαμόγελό του.
Ο Ντιόρ ουδέποτε υπήρξε εξωστρεφής και εκδηλωτικός ούτε είχε διάθεση να αποδεχτεί χαρακτηρισμούς που του στερούσαν τις δόσεις ρεαλισμού που χρειαζόταν για να λειτουργεί. Οι βιογράφοι του, δε, επιμένουν πως η εμμονή του να μετατρέπει τις γυναίκες σε πριγκίπισσες είχαν αφετηρία τη μητέρα του Μαντλέν και την παιδική ανάμνηση να τον φιλά στο κρεβάτι, περιποιημένη και καλοντυμένη, πριν βγει για χορό.
Στα όρια του σοκ μετά την πρώτη κολεξιόν Ντιόρ, ο Κριστόμπαλ Μπαλενσιάγκα, περιζήτητος στη γαλλική αριστοκρατία για τις «γλυπτές» του φόρμες, συνήθως μετρούσε πολύ τα λόγια για συναδέλφους. Όχι όμως για τον Ντιόρ, τον οποίο «περιποιήθηκε» χαρακτηρίζοντας φρικτό τον τρόπο που καταπίεζε τα υφάσματα, βάζοντας τη μία στρώση πάνω στην άλλη. Πιο γνωστή τσούχτρα η Κοκό Σανέλ, συμπλήρωσε: «Ντιόρ; Μα, αυτός δεν ντύνει τις γυναίκες. Αυτός τους φορά ταπετσαρίες».
Όσοι τον αμφισβητούσαν αναρωτιούνταν πώς μπορούσε να αγαπά τις γυναίκες κάποιος που τις ντύνει με τρόπο που ήταν αδύνατο να μπουν σε αυτοκίνητο, που τις υποχρέωνε να κυκλοφορούν με πανωφόρια που ζύγιζαν πάνω από 20 κιλά, που τους έραβε τουαλέτες που δεν κούμπωναν χωρίς τη βοήθεια υπηρέτριας και που για να ταξιδέψουν έπρεπε να κουβαλούν πελώριες βαλίτσες.
Αλλά εκείνος, ως ευφυής έμπορος, είχε αντιληφθεί πως η λαχτάρα για λάμψη ήταν πολύ ισχυρότερη από τη λογική κι έτσι ελάχιστες του αντιστάθηκαν. Η επιμονή του στη χρήση ατελείωτων μέτρων υφάσματος έδωσε νέα πνοή στις κλωστοϋφαντουργίες που λόγω Κατοχής είχαν χρόνια να πάρουν γενναιόδωρες παραγγελίες. Το 1949 το 75% των γαλλικών εξαγωγών στον τομέα της μόδας έφεραν το όνομά του, ενώ στα γκάλοπ της εποχής φιγουράριζε ανελλιπώς στην πρώτη πεντάδα με τους διασημότερους άνδρες του πλανήτη. Το παράδοξο είναι ότι πολλά από τα «θύματά» του ήταν γυναίκες που είχαν μόλις αγωνιστεί να ξεφορτωθούν τους κορσέδες, που είχαν γοητευτεί από το ανδρόγυνο look των αρχών του '20 κι ένιωθαν περίφημα μέσα στα Chanel κοστούμια τους.
Απολαύσεις
Οι δύο μεγαλύτερες αδυναμίες του ήταν το καλό φαγητό και η σχεδόν μεταφυσική σχέση με τα λουλούδια και τα αρώματα. Σε βιογραφίες, απομνημονεύματα ακόμα και βιβλία μαγειρικής υπάρχουν απίθανες ιστορίες για τις επιδόσεις του πάνω από ένα σερβιρισμένο δείπνο. «Παυσίπονο» στην παντελή του έλλειψη αυτοεκτίμησης ήταν πάντοτε ένα καλό γεύμα. Καμιά γαλλική φινέτσα δεν τον σταματούσε όταν πεινούσε. Έδινε, δε, διαστάσεις τελετουργίας είτε τσιμπολογούσε φουαγκρά και στρείδια που λάτρευε είτε εξαφάνιζε πέντε-έξι χοτ-ντογκ από πλανόδιο στην Times Square. Το πρώτο γεύμα το έπαιρνε πάντα στο κρεβάτι, ενώ, όταν τα προβλήματα στον Οίκο τον έπνιγαν, ονειρευόταν, μεταξύ σοβαρού και αστείου μαγειρική καριέρα. «Γνωρίζω πολλές συνταγές και, ποιος ξέρει, κάποια μέρα ίσως φτιάξω ένα Ντιόρ ζαμπόν».
«Μετά τη γυναίκα, τα λουλούδια είναι τα πιο όμορφα πράγματα που χάρισε ο Θεός στον κόσμο» έλεγε ο ίδιος κι έτσι, όταν η φήμη του ως μόδιστρου εδραιώθηκε παγκοσμίως, αναζήτησε το επόμενο όνειρο. Ο έρωτάς του για το Château de La Colle Noire, ένα υπέροχο σπίτι στην καρδιά της Grasse στην Προβηγκία, ήταν κεραυνοβόλος. Το 1951 η επιβλητική κατοικία έγινε δική του, διακοσμήθηκε με την προσωπική του φροντίδα και άρχισε η δημιουργία ενός μεγαλειώδους κήπου. Αφού έφερε τα πάνω-κάτω για να εξασφαλίσει νερό από το χωριό Montauroux, γέμισε τον κόσμο γιασεμιά, τριανταφυλλιές και λεβάντες, έστησε έναν αμπελώνα, φύτεψε εκατοντάδες αμυγδαλιές, κερασιές, ελαιόδεντρα και οπωροφόρα και προσέλαβε μόνιμο υπάλληλο μόνο και μόνο για να φτιάχνει μπουκέτα.
Δέκα χρόνια διήρκεσε το ονειρικό του ταξίδι στον κόσμο της υψηλής ραπτικής, το οποίο άφησε πίσω του έναν κολοσσό της μόδας (την εποχή που πέθανε ο οίκος κέρδιζε περισσότερα από 20 εκατομμύρια δολάρια ετησίως) και μια καρέκλα που πόθησαν και κατέκτησαν, μεταξύ άλλων, ο Τζιανφράνκο Φερέ, ο πανκ θεός Τζον Γκαλιάνο, ο μινιμαλιστής Ραφ Σάιμονς, η Μαρία Γκράτσια Κιούρι προσφάτως. Ο Κριστιάν Ντιόρ πέθανε κατά τη διάρκεια διακοπών στην Τοσκάνη, στο μέρος όπου πήγε για να ξανανιώσει. Κατάκοπος έπειτα από την παρουσίαση μιας ακόμα επιτυχημένης κολεξιόν ζήτησε από τη Raymonde Zehnacker (γραμματέα, έμπιστη και άνθρωπο που είχε αναλάβει να εφευρίσκει τρόπους να τον διασκεδάζει) να του κλείσει δωμάτιο σε έναν ακόμα παράδεισο που είχε πλάσει στο μυαλό του. Το Μοντεκατίνι, στην καρδιά της Τοσκάνης, υπήρξε από τον 14ο αιώνα προορισμός που πλούσιοι και διάσημοι έκαναν τις θεραπείες τους. Από τον Ροσίνι και τον Βέρντι ως την Γκρέις Κέλι, όλοι είχαν προσκυνήσει τα ιαματικά του νερά.
Για τον Ντιόρ αυτό ήταν ένα ταξίδι που πραγματοποίησε σε πείσμα όσων επιχείρησαν να τον αποτρέψουν. Πρώτος και καλύτερος ο τουλάχιστον τρεις δεκαετίες νεότερος σύντροφός του, μαροκινός τραγουδιστής Ζακ Μπενιτά. Ο άνθρωπος που τον έκανε να απαλλαγεί από την ασφυκτική του εγκράτεια και τον παρέσυρε για πρώτη φορά σε δημόσιες χειρονομίες αγάπης ήταν ταυτόχρονα εκείνος που ασυναίσθητα του υπενθύμιζε πόσο άσχημος και χοντρός έδειχνε δίπλα στη νεότατη φιγούρα του εραστή του. Για να τον πείσει να μείνει στο Παρίσι επιστράτευσε, χωρίς επιτυχία, μέχρι και το τελευταίο του όπλο: το τελευταίο βράδυ πριν αποχωρήσει του επέτρεψε να παρακολουθήσει το σόου που έδινε στο καμπαρέ Solidor. Έπειτα, υπήρχε η Madame Delahaye, τις παραινέσεις της οποίας αγνόησε πρώτη φορά στη ζωή του. «Μην κάνεις αυτό το ταξίδι, στα χαρτιά σου βλέπω φρικτά πράγματα», του έλεγε.
Στις 24 Οκτωβρίου 1957 η οικογένεια και οι άνθρωποι της επιχείρησής του ενημερώθηκαν ότι έπρεπε να παραλάβουν το φέρετρό του από το αεροδρόμιο. Τα σενάρια που γράφτηκαν για την αιτία θανάτου είναι μυθιστορηματικά. Μια πρώτη εκδοχή έλεγε ότι πέθανε από καρδιακή προσβολή και πνιγμό που του προκάλεσε ένα ψαροκόκαλο. Οι «Times» στη νεκρολογία τους έγραψαν ότι όντως έφυγε από καρδιακή προσβολή έπειτα από μια χαμένη παρτίδα στα χαρτιά. Υπάρχει, βέβαια, και η εκδοχή του Γάλλου αριστοκράτη και κοσμικού Baron de Redé που στα απομνημονεύματά του παίρνει όρκο ότι η καρδιακή προσβολή επήλθε από μια μακρά σεξουαλική συνεύρεση.
Όποια κι αν ήταν η αιτία, η καρδιά του είχε λυγίσει πριν φτάσει στην Τοσκάνη από υποχρεώσεις που εκείνος της φόρτωσε. Έχοντας καθιερώσει τις ανά εξάμηνο παρουσιάσεις των κολεξιόν για να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον της πελατείας του, και με καταστήματα σε Λονδίνο και Αμερική, ο Ντιόρ ήταν υποχρεωμένος να σχεδιάζει πάνω από 1.000 δημιουργίες τον χρόνο. Το άγχος της καταξίωσης (λίγους μήνες πριν από τον θάνατό του έγινε εξώφυλλο στο «Time»), η καλλιτεχνική αγωνία, η έλλειψη αληθινής συντροφικής αγάπης για την οποία σχεδόν εκλιπαρούσε και τα οικονομικά ανοίγματα τον είχαν προειδοποιήσει με δύο καρδιακές προσβολές. Τα πρώτα δείγματα εξάντλησης φάνηκαν ήδη στα μέσα του '50, όταν υποχρέωνε τις στρατιές των υπαλλήλων του στο σπίτι να φορούν παντόφλες μην τυχόν διαταράξουν την αυτοσυγκέντρωσή του, από τα μεταμεσονύχτια τηλεφωνήματα στη Raymonde που τον άκουγε να κλαίει σαν μωρό και από τους άπειρους γύρους που έβαζε τον πιστό του σοφέρ Περοτίνο να τον κάνει στο τετράγωνο μέχρι να αισθανθεί αρκετά ασφαλής για να μπει στο ατελιέ της avenue Montaigne!
Είναι σίγουρο ότι ο Κριστιάν Ντιόρ ουδέποτε πείστηκε για την καλλιτεχνική του αξία και τη συμβολή του στην ανάκαμψη του Παρισιού και της γαλλικής μόδας. Οι κατακτήσεις του κατάπιαν εκείνον, τη μετριοπάθεια και τις μεγάλες ευαισθησίες του. Βέβαια, καμιά φορά το μέγεθος δεν ορίζεται μόνο από τα έργα κάποιου αλλά και από εκείνον που στέφεται διάδοχος. Κι όταν ο Ντιόρ πέθανε, ο άνθρωπος που μετά τον θρήνο έκατσε στο γραφείο του και πελαγωμένος προσπάθησε να κάνει κουμάντο στην αυτοκρατορία ήταν ο πιο ταλαντούχος βοηθός του. Ένας πιτσιρικάς 21 ετών, αδύνατος και μανιακός με τη ραπτική, που φορούσε κοκάλινα μαύρα γυαλιά, που μέσα σε τρεις μήνες έπρεπε να ετοιμάσει την επόμενη κολεξιόν και που μερικά χρόνια μετά θα αποκτούσε το προσωνύμιο «η ιδιοφυΐα του αιώνα». Τον έλεγαν Ιβ Σεν Λοράν...
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 24.10.2017