Στις 22 Ιανουαρίου 2002, η Κατρίν Ντενέβ, η Μπιάνκα Τζάγκερ, ο Ζαν Πολ Γκοτιέ, η Κλόντια Σίφερ, η Τζέρι Χωλ και πλήθος άλλων λαμπερών επωνύμων του κόσμου της μόδας και του θεάματος χειροκροτούσαν επί ώρα όρθιοι έναν συγκινημένο Yves Saint Laurent, ο οποίος, στο κατάμεστο Κέντρο Πομπιντού και μετά από την παρουσίαση μιας ακόμη εντυπωσιακής συλλογής, ανακοίνωνε την απόφασή του να αποσυρθεί.
«Θλιμμένος που δίνει ένα τέλος σε μια ερωτική σχέση σαράντα και πλέον ετών», ο μικροκαμωμένος Γάλλος, με τη χαρακτηριστική λευκή πια κόμη και τα χοντρά κοκάλινα γυαλιά, φίλησε ένα-ένα τα μοντέλα, τους συνεργάτες και τους φίλους του, βουρκώνοντας συχνά, χαμογελώντας ντροπαλά και ακούγοντας ίσως για πρώτη φορά με ειλικρινή προσήλωση τις επευφημίες και τα σχόλιά τους.
Για τον κόσμο της μόδας ο Yves Saint Laurent δεν αποτελεί απλώς μια γνωστή και αναγνωρισμένη αξία στα πλαίσια της υψηλής ραπτικής. Οι ιδέες του όχι μόνο άλλαξαν στην ουσία τη λογική του σχεδιασμού των μοντέρνων γυναικείων ρούχων, αλλά κατόρθωσαν να επιβληθούν για μια τόσο μεγάλη σειρά ετών, ώστε σήμερα ο ίδιος να αναγνωρίζεται από πολλούς ως το μεγαλύτερο κεφάλαιο στην ιστορία της σύγχρονης γαλλικής haute couture.
Έχοντας επιδείξει μια σειρά καινοτομιών και ρηξικέλευθων προτάσεων που είναι πλέον αντικείμενο διδασκαλίας στις μεγάλες σχολές μόδας, ο Yves Saint Laurent επικράτησε για μισό σχεδόν αιώνα στα παρισινά ντεφιλέ, πετυχαίνοντας να ανακάμψει από αποτυχημένες επιδείξεις, να εκπλήξει περισσότερες φορές απ' όσες μπορούσε κανείς να στοιχηματίσει και να αντεπεξέλθει με επιτυχία σε εποχές σκληρού ανταγωνισμού και προσωπικής δυσκολίας.
Τα γυναικεία κουστούμια και τα σμόκιν του, τα ζιβάγκο, τα εμπνευσμένα από τον Μοντριάν και τον Πικάσο φορέματα, οι τουνίκ, τα σαφάρι και τα διάφανα πουκάμισά του, έγιναν σύμβολα μιας ολόκληρης εποχής, σύμβολα γυναικείας δύναμης και αυτάρκειας, πάθος γυναικών σαν την Μάρλεν Ντίτριχ, γοητεία ταινιών σαν την Ωραία της ημέρας, εικαστικό χαρακτηριστικό που έκανε τις παραστάσεις των μπαλέτων του Ρολάν Πετί να ξεχωρίζουν.
Ο ίδιος, προστατευμένος όσο καλύτερα γινόταν μέσα στο κουκούλι που του είχε με τα χρόνια υφάνει ο εραστής, φίλος και επιχειρηματικός του σύμβουλος, Pierre Berge, έχτιζε την αυτοκρατορία του μέσα από σχέδια και υφάσματα, ζούσε στην αγκαλιά πολύτιμων φίλων και φανατικών θαυμαστών και βουτούσε στις καταχρήσεις με την εφηβική ανεμελιά που τον χαρακτήριζε σταθερά σε όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού του βίου. Αν σήμερα ο Yves Saint Laurent περνάει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του απομονωμένος στη βίλα του στο Μαρόκο, δεν είναι πολύ μακριά οι εποχές που, μεθυσμένος από επιτυχία, αλκοόλ και έρωτα για το γοητευτικό κι επικίνδυνο Jacque de Bascher, περνούσε τις νύχτες παραληρώντας στα μπαρ, μισόγυμνος και ξυπόλυτος.
Η επιτυχία είχε έρθει πολύ γρήγορα, από πολύ νωρίς. Γεννημένος στην Αλγερία, ξεκίνησε με πείσμα στα 17 για να κατακτήσει το χώρο της μόδας. Πριν προλάβει να το καταλάβει, είδε κάποια σχέδια που έδειξε στον διευθυντή της γαλλικής Vogue να δημοσιεύονται στο μεγαλύτερο περιοδικό μόδας στον κόσμο και να γίνονται το διαβατήριό του για την άμεση πρόσληψή του στον οίκο Dior. Τρία χρόνια αργότερα, ο θάνατος του Dior του δίνει τα ηνία του μεγαλύτερου άρματος της haute couture και η δουλειά που παρουσιάζει κάνει το κοινό να δακρύσει και τις παρισινές εφημερίδες να αναφωνήσουν «η γαλλική οικονομία έχει σωθεί!».
Η εμπειρία του στον γαλλικό στρατό στον πόλεμο της Αλγερίας θα σημάνει τον πρώτο του νευρικό κλονισμό και θα τον οδηγήσει σε ψυχιατρική κλινική και θεραπεία με ηλεκτροσόκ. Βγαίνοντας από το νοσοκομείο έχει χάσει τη δουλειά του, έχει όμως ήδη γνωρίσει τον Pierre Berge και με τη βοήθειά του είναι έτοιμος να ξεκινήσει το δικό του οίκο μόδας. Είναι μόλις 25 ετών.
Το 1966 ανοίγει την πρώτη μπουτίκ υψηλής ραπτικής με έτοιμα ενδύματα. Το 1968 είναι ο πρώτος σχεδιαστής που θα χρησιμοποιήσει διάφανα υλικά για τις δημιουργίες του. Και το 1971, θα ποζάρει ο ίδιος, γυμνός, για το λανσάρισμα του δικού του αρώματος. Σκοπός του, εξηγούσε, όταν σχεδίαζε ρούχα, δεν ήταν απλά να κάνει τις γυναίκες πιο ωραίες, αλλά να τις κάνει να νιώσουν αυτοπεποίθηση. «Οι γυναίκες έρχονται σ' εμένα, γιατί δεν βρίσκουν πουθενά αλλού κάτι να φορέσουν», έλεγε χωρίς ίχνος μετριοφροσύνης.
Ήταν ο πρώτος που αντιμετώπισε τα ντεφιλέ σαν σόου με όλη τη σημασία της λέξης, αλλά και ο πρώτος που επεδίωξε με τόση σφοδρότητα την απομόνωση, έχοντας πραγματική ανάγκη μια ασπίδα προστασίας ανάμεσα στον εαυτό του και τον πραγματικό κόσμο. «Μένω μόνος μου όλο και περισσότερο» εξομολογείται κάποια στιγμή. «Δεν μπορώ να βγω έξω. Φοβάμαι τον έξω κόσμο, το δρόμο, τα πλήθη. Μόνο στο σπίτι μου αισθάνομαι άνετα, με το σκύλο, τα μολύβια και τα σχέδιά μου». Ο Pierre Berge είπε κάποτε γι' αυτόν πως «γεννήθηκε με νευρικό κλονισμό». «Ο Yves ζει στα σύννεφα», λένε ακόμη οι φίλοι του.
Περιστοιχισμένος από τα ίδια πρόσωπα εδώ και 30 ή 40 χρόνια, με πιστό σύντροφο ένα μικρό σκύλο ή μάλλον μια αλυσίδα πανομοιότυπων μικρών σκύλων, στα οποία δίνει πάντα το ίδιο όνομα, ο Yves Saint Laurent αρνείται συστηματικά να δεχθεί τις αλλαγές και μικρές λύπες της ζωής, έχοντας πετύχει να διατηρήσει μια -αφελή πια- παιδική αθωότητα, που τον κρατάει μακριά από την πραγματικότητα. Και μπορεί αυτό να μην είναι αρκετό για να εξηγήσει την επιτυχία του, αν όμως λάβει κανείς υπόψη του τη φιλοδοξία, την επιμονή, την εργασιομανία και βέβαια το ταλέντο του, χαρακτηριστικά που, εν τέλει, δεν συγκρούονται με τα προηγούμενα, τότε καταλαβαίνει πως ο συνδυασμός όλων αυτών, κάτω από τη στιβαρή επιχειρηματική καθοδήγηση του Pierre Berge', αποτέλεσε μια πραγματικά ευτυχή συγκυρία για το παραμύθι της μόδας. «Γοητευτικό, γλυκό, αστείο» τον περιέγραφε στο παρελθόν η Κατρίν Ντενέβ.
Ο κύκλος του αποτελούσε στη δεκαετία του '70 ό,τι πιο καυτό κυκλοφορούσε στα παρισινά σαλόνια. Τα ρούχα, οι κοσμικοί φίλοι και οι δυνατές διασυνδέσεις του εξέπεμπαν λάμψη ικανή να παρασύρει τους πάντες. Από τον Άντι Γουόρχολ μέχρι το διεθνές τζετ σετ και από τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ μέχρι τους μεγαλύτερους βαρόνους της κοκαΐνης, όλοι έκαναν το πέρασμά τους από τον οίκο Saint Laurent, στοχεύοντας σε κάτι περισσότερο από μια στιλιστική ανανέωση.
To 1973 ο Yves Saint Laurent ερωτεύτηκε με πάθος τον Jacques de Bascher. O «έρωτας της ζωής του» ήταν όμορφος και καταστροφικός, ένα συναρπαστικό ταξίδι στις πιο ακραίες συγκινήσεις. 'Όσοι τον γνωρίζουν συμφωνούν ότι αυτή ήταν πιθανότατα η αρχή της προσωπικής παρακμής του και της κρίσης τής σχέσης του με τον Berge΄ . Ο Yves είχε τόσο μαγευτεί από τον de Bascher που περνούσε τις νύχτες κάνοντας βόλτες με το αυτοκίνητο κάτω από το σπίτι του. Οι φήμες λένε σήμερα ότι η γνωριμία τους δεν ήταν απόλυτα τυχαία, καθώς ο Karl Lagerfeld, ο οποίος ήταν επίσης ερωτευμένος με τον de Bascher, διέκρινε την ευκαιρία και τον έριξε στο δρόμο του, προβλέποντας κατά κάποιον τρόπο τη συνέχεια.
Το πάθος του Yves τον παρέσυρε σε ολοένα και μεγαλύτερες καταχρήσεις, σε ολοένα και πιο ακραία συμπεριφορά. Ο έρωτας, που συντηρήθηκε κυρίως μέσα από τις ερωτικές επιστολές που ο Saint Laurent έστελνε στο αντικείμενο του πόθου του, ενίσχυσε την εξάρτηση του σχεδιαστή από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, κάνοντας τη συμπεριφορά του ανυπόφορη. Συχνά ο Berge΄ αναγκαζόταν να τον σπρώξει με τη βία στη σκηνή, στο τέλος κάποιας επίδειξής του.
Στις αρχές της δεκαετίας του '90, η δημόσια εικόνα του Yves Saint Laurent ήταν αυτή ενός ανθρώπινου ράκους, τσακισμένη από τις καταχρήσεις και την κατάθλιψη, πρησμένου από τα ηρεμιστικά και τα αναψυκτικά, με τα οποία προσπαθούσε να υποκαταστήσει το αλκοόλ. «Όλοι μισούν τον de Bascher -εκτός φυσικά από τον Lagerfeld» έλεγε ο Berge. Στο τέλος του 1999, ο οίκος Saint Laurent πουλήθηκε στον οίκο Gucci, αφήνοντας στους Yves και Berge΄ τον έλεγχο μόνο της haute couture. Το 2002, με κοινή απόφαση των Saint-Laurent και Gucci και λόγω των θεμάτων υγείας του σχεδιαστή, των αρνητικών σχολίων σχετικά με την τελευταία δουλειά του και των προβλημάτων του με τον κορυφαίο σχεδιαστή του οίκου, Tom Ford, θα κλείσει και ο οίκος YSL haute couture.
Τον Φεβρουάριο του 2000, το περιοδικό Observer έγραφε: «Ο Saint Laurent δεν χρειάζεται πια να αποδείξει τίποτε περισσότερο. Σχεδόν όλοι οι άλλοι μεγάλοι σχεδιαστές τον θεωρούν είδωλό τους. Ο Marc Jacobs αναφέρεται σ' αυτόν ως "ο θεός". Ο Tom Ford και Jean-Paul Gaultier τον αποκαλούν μέντορά τους. Η θέση του στην ιστορία της μόδας είναι εξασφαλισμένη». «Λυπάμαι μόνο για ένα πράγμα» λέει ο ίδιος. «Που δεν εφηύρα εγώ το τζιν».
O θάνατός του στο Παρίσι, το 2008, άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό...