Ο κόσμος του σουρεαλισμού επέστρεψε. Αυτό θα μπορούσε να είναι το σύνθημα του οίκου Σκιαπαρέλι μετά την κολεξιόν Υψηλής Ραπτικής για το χειμώνα 21/22 "The Matador", που επέτρεψε στον δημιουργικό διευθυντή του οίκου Daniel Roseberry που με την περσινή του συλλογή αποδόμησε τα όρια της ραπτικής αυτή τη χρονιά να τα ξεπεράσει, παρουσιάζοντας τη νέα συλλογή του, πιστή στο όραμα της Σκιαπαρέλι που δεν αντιγράφει αλλά αναβαθμίζει όλους τους αντισυμβατικούς της κανόνες, να κάνει πράγματα «απαγορευτικά» στη μόδα, ελεύθερος να δημιουργήσει σύνολα που θεωρεί «απαράδεκτα όμορφα» «γιατί μερικές φορές πρέπει να επαναστατήσετε ενάντια στην ομορφιά για να επιστρέψετε σε αυτή» όπως λέει.
Έτσι, τα ρούχα του έχουν εξωφρενικά κοσμήματα, τα τριχοειδή αγγεία ενός πνεύμονα σαν κολιέ που συγκρατεί ένα μακρύ μαύρο φόρεμα, ανατομικές λεπτομέρειες σαν κοσμήματα πάνω στο σώμα, δαχτυλίδια που εφαρμόζουν στα νύχια, το στήθος μια Μαντόνας από χρυσό, μια αναφορά στον πίνακα «η Μαντόνα και το παιδί», ενσωματωμένα στα ρούχα τεράστια μεταξωτά τριαντάφυλλα -άμεσος φόρος τιμής στο αριστούργημα Jean Cocteau x Schiaparelli από το 1937, ένα ζευγάρι χείλια, κουμπώματα χέρια από χυτό μέταλλο, σχέδια νοσταλγικά και καινοτόμα στη φύση τους. Οι υπερμεγέθεις αναλογίες και η ανατροπή της παραδοσιακής σιλουέτας παίζει με τις αντιλήψεις μας για το τι μπορεί να σημαίνει σήμερα «ντύσιμο».
Αν και τα ρούχα της ήταν δείγματα μιας μόδας που δε γνωρίζει άκρα, τα ρούχα της Σκιαπαρέλι ήταν συχνά εξαιρετικά πρακτικά, γιατί υιοθέτησε τεχνολογίες που χρησιμοποιούμε και σήμερα, πλαστικά ορατά φερμουάρ, προτού γίνουν mainstream, συνθετικά υφάσματα και μαγιό με ενσωματωμένα σουτιέν, διαφανή αδιάβροχα.
Και φυσικά τα σακάκια γιορτάζουν το εμβληματικό σχήμα της Σκιαπαρέλι, με τα ογκώδη μανίκια και την εντυπωσιακή γιορτή χρώματος που εφάρμοζε σε κάθε ρούχο που σχεδίαζε. Το πειραματικό της πνεύμα και η σουρεαλιστική της προσέγγιση στη μόδα που ζωντάνεψε μέσω των συνεργασιών της και της φιλίας της με τον Νταλί, τον Κοκτό και τον Μαν Ρέι επανεμφανίζεται δυναμικά μέσα από μοναδικά κομμάτια, εκθαμβωτικά παραδείγματα της τέχνης του κεντήματος με ένα τρόπο αλλιώτικο από τον διακριτικό, σχεδόν ψιθυριστό τρόπο που χρησιμοποιούν τη χειροτεχνία οι άλλοι οίκοι μόδας.
Είναι ένας αληθινός φόρος τιμής στη γυναίκα που ίδρυσε τον οίκο, την Έλσα Σκιαπαρέλι, σε μια αληθινή επαναστάτρια που δεν επιδίωξε ποτέ να φτιάξει ρούχα «φιλικά» ή άνετα αλλά μας έδειξε, αφήνοντας τον κόσμο μέχρι σήμερα άφωνο, μια μόδα μεγαλοπρεπή και δυναμική που ήθελε μέσα από αυτή, η γυναίκα να μην επιδιώκει να είναι όμορφη αλλά προκλητική και σέξι.
«Οι γυναίκες που επιδιώκουν να δείχνουν όμορφες είναι αυτές που δεν έχουν γούστο» διακήρυξε και είναι η πιο υπερρεαλιστική ρήση για τη λειτουργία της μόδας. Μια γεύση από αυτό πήραμε στην ορκωμοσία Μπάιντεν όταν η Lady Gaga φόρεσε ένα σύνολο του οίκου, μαύρο και κόκκινο, με μια ογκώδη φούστα από πολλά μέτρα μεταξωτού πανιού με ένα χρυσό περιστέρι- καρφίτσα να κρατά ένα κλαδί ελιάς να στολίζει το πολύ σοφά κλειστό μπούστο της.
Ο Daniel Roseberry που πέρασε την πανδημία στη Νέα Υόρκη, μη μπορώντας να ταξιδέψει στην Ευρώπη, αποκλεισμένος, αλλά ζώντας σαν προνομιούχος όπως ομολόγησε, σχεδίασε τη συλλογή στα παγκάκια του Σέντραλ Παρκ, όπου πήγαινε καθημερινά με τα σύνεργά του. Ήταν η δική του «άσκηση» μέσα στον εγκλεισμό, να μπορέσει να φέρει μια αναλλοίωτη χαρά με τα σχέδιά του, έξω από τους κανόνες.
Η ανάληψη της διεύθυνσης μιας παραδοσιακά σοβαρής επιχείρησης της υψηλής ραπτικής τον οδήγησε να θέλει να αμφισβητήσει την ιδέα του τι είναι ή πρέπει να είναι ραπτική φτιάχνοντας ρούχα που σέβονται την παράδοση, αλλά και την τέχνη πίσω από αυτή, βάζοντας στο λεξιλόγιο των ρούχων τη λέξη φαντασία, μια φαντασία ζωηρή, ζωντανή και αντισυμβατική.
«Η ιδέα του σουρεαλισμού, η αντιστροφή της πραγματικότητας - δε θα μπορούσε να είναι πιο σχετική με το σήμερα, από ό,τι συμβαίνει τώρα» έχει πει ο Αμερικανός σχεδιαστής που, αντίθετα με τους άλλους ομότεχνούς του που μετά την πανδημία σκέφτονται χρησιμοποιώντας λέξεις όπως «διαχρονικό», «κλασικό» και «απαραίτητο» χρησιμοποιεί τη λέξη «ανυπακοή» ως μέρος της εξίσωσης «χάος και ελπίδα», με τα ρούχα να θυμίζουν σύγχρονο καμβά και να αψηφούν τη βαρύτητα και το νόμο που επιβάλλει ένα συγκεκριμένο σχήμα σε μια σιλουέτα. Για αυτόν το ρούχο είναι ένα πεδίο έκφρασης, ειδικά το ρούχο της υψηλής ραπτικής που μόνο σε αυτό βρίσκει την αντιστοιχία του «για πάντα».
Όταν ο Daniel Roseberry το 2019 διορίστηκε καλλιτεχνικός διευθυντής του οίκου έγραψε στο Instagram «Η Σκιαπαρέλι ήταν master της έννοιας του σύγχρονου. Η δουλειά της αντανακλούσε το χάος και την ελπίδα της ταραχώδους εποχής στην οποία έζησε. Σήμερα, βρισκόμαστε μπροστά στο ίδιο ερώτημα που θέτουμε μαζί με τα δικά μας μεγάλα ερωτήματα που διαμορφώνουν την ταυτότητα: Πώς μοιάζει η τέχνη; Τι είναι η ταυτότητα; Πώς ντύνονται για το τέλος του κόσμου;». Ο Roseberry δε μπορούσε να φανταστεί πόσο "προφητικό" ήταν αυτό το ποστ και πόσο η Σκιαπαρέλι που είχε γράψει το 1954: «Ένα φόρεμα δεν έχει δική του ζωή, εκτός αν φοριέται, και μόλις συμβεί αυτό, μια άλλη προσωπικότητα αναλαμβάνει από εσάς και το ζωντανεύει ή προσπαθεί να το δοξάσει ή να το καταστρέψει, ή το κάνει σε ένα τραγούδι ομορφιάς».
Αν η Κοκό Σανέλ έκανε τις γυναίκες να νιώθουν βολικά μέσα στα ρούχα τους, η Σκιαπαρέλι τις έκανε να νιώθουν όμορφες, τολμηρές και ανεξάρτητες ακόμα και όταν φορούσαν ένα καπέλο σε σχήμα παπουτσιού, ένα κολιέ φτιαγμένο με έντομα ή πάτερνς από τον πολύχρωμο και μυστηριώδη κόσμο του τσίρκου. Τα σχέδιά της ήταν τόσο πρωτοποριακά που εξακολουθούν και σήμερα να έχουν τη δύναμη να σοκάρουν, και οι σύγχρονοι σχεδιαστές συνεχίζουν να επεξεργάζονται τη δουλειά της με συνεχώς ανανεωμένο ενδιαφέρον.
Αν και τα ρούχα της ήταν δείγματα μιας μόδας που δε γνωρίζει άκρα, τα ρούχα της Σκιαπαρέλι ήταν συχνά εξαιρετικά πρακτικά, γιατί υιοθέτησε τεχνολογίες που χρησιμοποιούμε και σήμερα, πλαστικά ορατά φερμουάρ, προτού γίνουν mainstream, συνθετικά υφάσματα και μαγιό με ενσωματωμένα σουτιέν, διαφανή αδιάβροχα.
Με αγαπημένο χρώμα το Shocking Pink, η Σκιαπαρέλι έντυσε τη Δούκισσα του Γουίντσορ, με ένα βραδινό φόρεμα για το μήνα του μέλιτος της που είχε ένα τεράστιο ροζ αστακό στη φούστα του, τον αστακό που τόσο αγαπούσε να χρησιμοποιεί στα έργα του ο Νταλί, σχεδίασε γάντια με «νύχια» από δέρμα φιδιού, διατηρώντας πάντα ένα σημείο έκπληξης στα σχέδιά της.
Αν η Σκιαπαρέλι ήταν διαβόητη τη δεκαετία του 1930, στην αγκαλιά του Σουρεαλισμού - μαζί με την αντιπαραβαλλόμενη σύντηξη του άσχημου και του ωραίου-, την παραψυλογία, τα ζώδια και τον κόσμο των ονείρων συνδυάζοντας την έξυπνη επιχειρηματική της αίσθηση με την εξαιρετική αίσθηση να διακρίνει το προκλητικό τις επόμενες δεκαετίες ξεχάστηκε για να επανεξεταστεί πριν από μερικά χρόνια ξανά με μεγάλη προσοχή και σεβασμό στη νεωτερικότητα των σχεδίων της.
Όταν από τη Νέα Υόρκη επέστρεψε στο Παρίσι γνώρισε τη γυναίκα που θα την έβαζε στα σαλόνια των σουρεαλιστών, τη Γκάμπι Πικαμπιά, γυναίκα του ντανταϊστή ζωγράφου Φρανσίς Πικαμπιά που την γνώρισε στο θρυλικό τους στέκι Le Boeuf sur le Toit με τον Ντισάν και τον Μαν Ρέι.
Ο θρυλικός μόδιστρος Πολ Πουαρέ ήταν ο πρώτος που διέκρινε την ευφυία της, δίνοντάς της να φορά ρούχα του και η ίδια ενσωμάτωσε στην πλέξη ενός πουλόβερ ένα πουκάμισο με φιόγκο, ήταν το πρώτο ρούχο με trompe l'oeil, μια οφθαλμαπάτη, που της έδωσε την πρώτη μεγάλη της παραγγελία, το 1927 και ένα σχέδιο που ακόμα και σήμερα αποκαλείται «ένα καλλιτεχνικό αριστούργημα και έναν θρίαμβο χρώματος και των συνδυασμών». Όταν αργότερα έφτιαξε φούστες που έμοιαζαν με παντελόνια δημιούργησε ένα ρούχο-πρόδρομο των κοστουμιών που πολύ αργότερα μπήκαν στο λεξιλόγιο των γυναικών και των φεμινιστικών μηνυμάτων.
Όταν το 1935 άνοιξε ένα ένα σαλόνι 98 δωματίων κοντά στην Place Vendôme στο Παρίσι, με χώρο για το νέο κατάστημα Schiap - το πρώτο έτοιμο για ένδυση εκθετήριο που σχετίζεται με μια ετικέτα ραπτικής, ο κόσμος της μόδας μούδιασε από την εισβολή μιας γυναίκας με ανεξάντλητη εφευρετικότητα και εξυπνάδα που τους ξεπέρασε όλους και ήταν η πιο σημαντική «ράφτρα» στην πόλη.
Οι πιο ευφάνταστες συλλογές της περιελάμβαναν τις Zodiac, Pagan και Circus - όλες το 1938 - και Music and Commedia dell'Arte το 1939. Η συλλογή Pagan περιελάμβανε καπέλα από ψεύτικο χορτάρι και κουμπιά σχήματος εντόμων, ενώ η σιλουέτα του Zodiac προήλθε από την πραγματεία του Ευκλείδη στη γεωμετρία, με τα ρούχα της να στολίζονται με θέα πλανητών και αστερισμών. Για τη συλλογή Circus, εμφάνισε καπέλα κλόουν και πορτοφόλια σε σχήμα μπαλονιού και μικροσκοπικά κουμπιά με σχήματα ακροβατών και αλόγων. Τον επόμενο χρόνο, ο Νταλί και η Σκιαπαρέλι σχεδίασαν το Skeleton Dress, ένα μαύρο κρεπ φόρεμα με βαμβακερή βάτα που μιμείται τα οστά του ανθρώπινου σκελετού, ισορροπώντας παιχνιδιάρικα τα άκρα της τελειοποιημένης ραπτικής και την αναπόφευκτη αποσύνθεσή της. Το ίδιο συνέβη και με τη συνεργασία της με τον Κοκτό, χρησιμοποιώντας σχέδια υπνωτικά σχεδόν με τα όρια της ψευδαίσθησης των σχημάτων να είναι σχεδόν μαγνητικά και τη συνεργασία της με την Μέρετ Οπενχάιμ, δημιουργώντας γούνινα κοσμήματα και με τον Τζιακομέτι που της έφτιαξε καρφίτσες και κουμπιά. Οι περισσότερες από αυτές τις σουρεαλιστικές φαντασιώσεις ήταν αληθινά κομμάτια που όλοι τότε, πολύ νέοι καλλιτέχνες δοκίμαζαν να φτιάξουν με την προτροπή της Σκιαπαρέλι.
Η ίδια, ακόμα και τα πιο «ήρεμα» ρούχα της τα συνδυάζει με σχήματα και αξεσουάρ δείχνοντας το ταλέντο της να ανακαλύπτει την ομορφιά σε προϊόντα ευτελή που περνούσαν απαρατήρητα, φαινομενικά άχρηστα.
Όταν έφυγε για τη Νέα Υόρκη το 1940, αρνήθηκε να σχεδιάσει ρούχα ενώ ήταν στην εξορία λόγω αλληλεγγύης προς τους οίκους υψηλής ραπτικής του Παρισιού, αλλά συνέχισε τις δημιουργικές της αναζητήσεις, όπως η οργάνωση της έκθεσης «First Papers of Surrealism» με τους Μαρσέλ Ντισάν και Αντρέ Μπρετόν το 1942.
Αυτό που συνέβη μετά τον πόλεμο ήταν ότι το αφήγημα των σουρεαλιστών ήταν παρακμιακό, ένα είδος ομορφιάς που δεν προκαλούσε πια. Όλοι ήθελαν την αίγλη και τον ενθουσιασμό μιας νέας γυναικείας σιλουέτας και το "New Look" του Ντιορ έδωσε στις γυναίκες αυτό που ήθελαν, να μη ξεχωρίζουν, αλλά να μοιάζουν με τις άλλες.
Όταν η Σκιαπαρέλι προσέλαβε το 1950 τον νεαρό Ζιβανσί ο οίκος της ήταν σε παρακμή. «Όταν έφτασα στο σπίτι και την είδα να φοράει δύο διαφορετικού χρώματος παπούτσια», έχει γράψει, «Είπα στον εαυτό μου,« Πώς μπορεί μια γυναίκα με τόσο ταλέντο να μην καταλάβει ότι έχει τελειώσει;» Αλλά επέμεινε στις ιδέες της. Και στο τέλος, είχε δίκιο. Η μόδα της ήταν πολύ μοντέρνα. Δεν ήταν για να φορεθεί. Τολμούσε. Και ποτέ δεν ήταν χυδαία».
Στις αρχές του 1954, η Σκιαπαρέλι παρουσίασε την τελευταία της συλλογή. Το 2014, ο οίκος άνοιξε ξανά με τον Κριστιάν Λακρουά. Από το 2019, με τις τρεις συλλογές που έχει παρουσιάσει ο Daniel Roseberry όλα φαίνονται να επιστρέφουν στις αρχές της δημιουργίας του οίκου που είναι ότι πιο τολμηρό, οραματικό, και σοκαριστικό μπορεί να φανταστεί ο κόσμος ης μόδας και ο κόσμος που χρειάζεται μια γερή δόση τόλμης και φαντασίας για να μπορέσει ξανά να ονειρευτεί.
15 look από τη συλλογή Φθινόπωρο/Χειμώνας '21-'22