Αρκετοί πιστεύουν ότι οι οινοχόοι είναι σερβιτόροι με γνώσεις κρασιού και ότι οι σύμβουλοι οίνου είναι απλώς πωλητές. Κι αν είναι έτσι, όλη τη δουλειά, από την ώρα που το κρασί θα φύγει από το κτήμα μέχρι να φτάσει στο τραπέζι μας, ποιοι την κάνουν;
Πρόσφατα γνωρίσαμε τη Vicky Corbeels από το Βέλγιο, που περιπλανιόταν για εβδομάδες με το ποδήλατό της στα ελληνικά αμπελοτόπια. Είχαν προηγηθεί η Γαλλία, η Ισπανία, η Χιλή και η Νότια Αφρική. Έχει κάνει σπουδές Βιοχημείας, Τεχνολογίας κρασιού και οινοχόου, μιλάει 6 γλώσσες και τώρα μαθαίνει ελληνικά. Είναι επίσης απόφοιτη του τμήματος Αραβικών και Ισλαμικών Σπουδών. Αν και νέα, η εργασιακή της εμπειρία σε όλη την «αλυσίδα» του κρασιού είναι μεγάλη. Μέσα από το βιβλίο που ετοιμάζει επιθυμεί να μοιραστεί με άλλους ταξιδιώτες την αγάπη της για το ελληνικό κρασί και τον ελληνικό τρόπο ζωής.
Γνωρίστε τη Vicky μέσα από μια σύντομη συνομιλία που είχαμε μαζί της λίγο πριν επιστρέψει στην πατρίδα της.
Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
— Τι σας ώθησε να εργαστείτε για την ανάδειξη του ελληνικού terroir;
Η ζήτηση των ελληνικών οίνων πριν από μερικά χρόνια ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Ως επαγγελματίας του οίνου (σομελιέ, οινικός σύμβουλος και συγγραφέας βιβλίων για το κρασί) δεν είχα βρεθεί ποτέ σε γευσιγνωσίες, ούτε είχα παρακολουθήσει σεμινάρια για το ελληνικό κρασί. Κατά τύχη, σε δύο διαφορετικές περιστάσεις δοκίμασα τα κρασιά του Σιγάλα και κάποια αγιωργίτικα. Αμέσως κατέστη σαφές πως επρόκειτο για κρασιά πολύ διαφορετικά από εκείνα που έχουμε συνηθίσει να δοκιμάζουμε στο Βέλγιο, παρ' ότι στη μικρή μας χώρα έχουμε την τύχη να έχουμε πρόσβαση σε γεύσεις απ' όλο τον κόσμο − όχι όμως σε ελληνικά κρασιά, ή τουλάχιστον όχι σε αρκετά. Αυτό έχει ως συνέπεια να μη γνωρίζουν ούτε οι Έλληνες της διασποράς στο Βέλγιο τα ίδια τους τα διαμάντια. Η απουσία διαθέσιμων πληροφοριών, είτε στο Διαδίκτυο είτε σε εξειδικευμένα βιβλία για το κρασί, με έκανε να θέλω να τα ανακαλύψω μόνη μου μέσα από επαφές με Έλληνες οινοποιούς και ταξιδεύοντας σε ελληνικούς αμπελώνες. Ως τώρα, μέσα σε δύο χρόνια δηλαδή, έχω επισκεφθεί περίπου 100 οινοποιούς και οινοποιεία.
Το πιο ενθαρρυντικό στοιχείο, είναι ότι το ενδιαφέρον για τα ελληνικά κρασιά αυξάνεται. Οι μη Έλληνες εισαγωγείς οίνου συχνά μου ζητούν να τους βρω ένα ελληνικό οινοποιείο που να μην έχει εξαγάγει τα κρασιά του στο Βέλγιο.
— Από στους αμπελώνες που επισκεφθήκατε, ποια ζώνη τράβηξε την προσοχή σας και γιατί;
Προς το παρόν, έχω επισκεφθεί τις Κυκλάδες (Σαντορίνη, Πάρος, Νάξος, Σύρος, Μύκονος), το νότιο τμήμα της Στερεάς Ελλάδας, την Αττική και την Πελοπόννησο. Αυτές είναι οι περιοχές των οποίων τις οινικές διαδρομές περιγράφω στο βιβλίο μου και ταξιδιωτικό οδηγό που θα εκδοθεί στα ολλανδικά. Μου τράβηξαν την προσοχή λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας, μολονότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές στα σταφύλια, στην αμπελουργία, στην οινοποιία και στους επαγγελματικούς συλλόγους. Εργάστηκα λίγο και στη Βόρεια Ελλάδα (Νάουσα, Αμύνταιο, Γουμένισσα, Θεσσαλονίκη, Επανoμή). Αλλά τις περιοχές αυτές θα τις εξερευνήσω περαιτέρω αργότερα, αφού εκδοθεί το πρώτο μου βιβλίο.
— Κατά την άποψή σας, ποιες ελληνικές ποικιλίες παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον και γιατί;
Θα ακουστεί σαν να προσπαθώ να αποφύγω την ερώτηση, αλλά πραγματικά όλες οι ποικιλίες είναι ενδιαφέρουσες. Όσο περισσότερα μαθαίνω (και υπάρχουν ακόμα πολλά να μάθω!), τόσο πιο πολύ συνειδητοποιώ ότι η πραγματική μετα-αναλυτική πρακτική (ποιες ποικιλίες καλλιεργούνται σε τι έδαφος, για ποιο είδος κρασιού προορίζονται κ.λπ.) μόλις ξεκινά. Ο τεράστιος όγκος ξεχασμένων παλαιών ποικιλιών, η αργή, αλλά ασταμάτητη πλέον αναγέννηση των «χαμένων» οινοποιητικών πρακτικών, η σύγχρονη προσέγγιση για την παραγωγή ρετσίνας, όλα αυτά είναι ιδιαίτερα συναρπαστικά και θεωρώ πως είναι μεγάλη μου τιμή που τα παρακολουθώ από τόσο κοντά.
— Ποια είναι η θέση των ελληνικών οίνων στη δυτική Ευρώπη;
Χα... Ας το προσεγγίσουμε από τρεις πλευρές. Καταρχάς, τα ελληνικά κρασιά υφίστανται τα δεινά της κακής φήμης που τα συνόδευε πριν από 30 χρόνια. Οι ταβέρνες στις τουριστικές περιοχές πρέπει να θεωρηθούν υπεύθυνες για το ότι σερβίρουν πάρα πολύ κακό κρασί σε «αδαείς» τουρίστες. Στη συνέχεια, υπάρχει το ζήτημα των πληροφοριών για τα ελληνικά κρασιά, που δεν διαχέονται επαρκώς στη δυτική Ευρώπη. Δεν υπάρχει τμήμα παγκόσμιας προώθησης των ελληνικών οίνων κι έτσι συχνά η διαφήμισή τους επαφίεται σε μεμονωμένες πρωτοβουλίες ιδιωτών, όπως εγώ, που γράφουν, προτείνουν και υποδεικνύουν μακροπρόθεσμα προγράμματα προώθησης για να περάσει το μήνυμα. Εδώ, οφείλω να είμαι ειλικρινής και να πω πως ακόμα και οι ίδιοι οι οινοποιοί δεν έχουν ιδέα τι μήνυμα θέλουν να περάσουν. Συνεπώς, μεγάλο τμήμα δυνητικών πελατών παραμένει σε άγνοια. Το τρίτο, και πιο ενθαρρυντικό στοιχείο, είναι ότι το ενδιαφέρον για τα ελληνικά κρασιά αυξάνεται. Οι μη Έλληνες εισαγωγείς οίνου συχνά μου ζητούν να τους βρω ένα ελληνικό οινοποιείο που να μην έχει εξαγάγει τα κρασιά του στο Βέλγιο. Λειτουργώ κάπως σαν «προξενήτρα» μεταξύ οινοποιών και εισαγωγέων. Οι σομελιέ, επίσης, εκδηλώνουν ενδιαφέρον και είναι οι άνθρωποι-κλειδιά που καθορίζουν τις τάσεις, τι θεωρείται καινοτόμο στον κόσμο του κρασιού.
— Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας μερικές λεπτομέρειες σχετικά με το βιβλίο που γράφετε;
Θέλω να μοιραστώ την αγάπη και τις γνώσεις μου για το ελληνικό κρασί και τον ελληνικό τρόπο ζωής εν γένει με ένα μεγάλο κοινό ταξιδιωτών. Η αρχική μου ιδέα ήταν να γράψω ένα βιβλίο στα αγγλικά, αλλά δεν ήταν δυνατόν σε πρώτη φάση. Στα ταξίδια μου τα τελευταία δύο χρόνια ανακάλυψα επίσης πως οι ελληνικοί δρόμοι είναι δύσκολοι (εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων η οδική σήμανση είναι μόνο στα ελληνικά, για παράδειγμα) και πως οι διευθύνσεις περιγράφονται με διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι έχουμε συνηθίσει. Το βιβλίο μου θέλω να είναι ο ιδανικός οδηγός τσέπης με συντεταγμένες GPS και εντυπωσιακές περιγραφές, ώστε να μπορεί κάποιος μέσω αυτού να ανακαλύψει το πανέμορφο και αέναα μεταβαλλόμενο τοπίο της Ελλάδας − γιατί παντού ανακαλύπτει κανείς κρυμμένα οινοποιεία. Η σήμανση μπορεί να μην είναι σαφής, αλλά η φιλοξενία και οι εμπειρίες είναι αξέχαστες. Με το βιβλίο μου θέλω να διευκολύνω αυτές τις συναντήσεις.
σχόλια