Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ ΜΑΣ προ καραντίνας ήταν η Ινδία. Παρότι σύντομο –κράτησε ένα εικοσαήμερο–, αποδείχτηκε ένα ταξίδι συμφιλίωσης. Σαν ένας μεγάλος έρωτας που στην πρώτη φάση ξεκίνησε με ένα τεράστιο τραύμα, αλλά στη δεύτερη εξελίχθηκε σε ισόβιο πάθος!
Που λες, είχαμε πρωτοπάει το 1996, οπότε μέσα σε τρεις εβδομάδες κάναμε τη διαδρομή Δελχί–Άγκρα–Τζαϊπούρ–Σεκαγουάτι–Μπικανέρ-Τζαϊσαλμέρ–Μοντ Άμπου–Ουνταϊπούρ–Πούσκαρ–Δελχί. Όμως τότε δεν ήμασταν ακόμα έμπειροι ταξιδιώτες και το σοκ που πάθαμε ήταν μεγάλο! Γι' αυτό μέχρι πρόσφατα τη χώρα αυτή την αποφεύγαμε, παρά τα τόσα της θέλγητρα.
Αυτό οφειλόταν εν πολλοίς στο ότι είχαμε θυμώσει με την οριενταλιστική πρόσληψη της Ινδίας από πολλούς Δυτικούς, που μιλούσαν μονοσήμαντα για τη γοητεία της, τα χρώματα, τα αρώματα, τις γεύσεις, τον εξωτισμό, την πολιτιστική κληρονομιά κ.λπ. Λέγαμε «δεν γίνεται να πηγαίνεις εσύ με τα λεφτά, την άνεση και τη συγκεκριμένη κουλτούρα σου και να προσλαμβάνεις μόνο το φαντεζί, το τουριστικό κομμάτι, αδιαφορώντας για τα κοινωνικά ζητήματα και τη σκληρή καθημερινότητα τόσων ανθρώπων εκεί».
Η επίμονη επαιτεία, τo να σε «τραβούν» διαρκώς στον δρόμο, με το ζόρι σχεδόν, μας είχε αναστατώσει – τώρα το φαινόμενο αυτό έχει περιοριστεί αρκετά, ίσως επειδή βελτιώθηκε και το βιοτικό επίπεδο. Επιπλέον, τότε δεν μπορούσαμε να αποδεχτούμε αυτό που βλέπαμε όσον αφορά την παθητικότητα και τη συμφιλίωση με τη μοίρα, το κάρμα, που λένε οι Ινδοί – αυτό το κατανοήσαμε καλύτερα τώρα, στη δεύτερη επίσκεψή μας, και παρότι διατηρούμε κάποιες αντιρρήσεις, η κουλτούρα αυτή έγινε περισσότερο κτήμα μας.
Γεγονός είναι ότι αυτήν τη φορά επιστρέψαμε καταγοητευμένοι! Ίσως και επειδή προτιμήσαμε λιγότερο τουριστικά μέρη. Αρχικά, πήγαμε στη Μαντία Πραντές κι έπειτα, με εσωτερική πτήση, στο Τσατίσγκαρ και την Ορίσα – στην κεντρική Ινδία όλα αυτά. Στις δύο τελευταίες αυτές περιοχές συναντάς πολλές φυλές και εθνοτικές μειονότητες. Αποφύγαμε τις μεγαλουπόλεις, που γενικά είναι πολύ φασαριόζικες και το δυσκολότερο κομμάτι ενός ταξιδιού εκεί, από πολλές πλευρές! Κινηθήκαμε περισσότερο στην επαρχία, στις αγροτικές περιοχές.
Οι άνθρωποι που ανήκουν σε τέτοιες φυλές, τις οποίες συναντάς κυρίως στην Ορίσα και στο Γκουτζαράτ, είναι οι περισσότεροι παρίες, έξω από κάστες και αρκετά περιθωριοποιημένοι, είναι όμως περήφανοι και πολύ νοικοκύρηδες. Οι Ινδοί γενικά είναι μεν άνθρωποι φιλικοί και επικοινωνιακοί, όχι όμως τόσο ανοιχτοί και με το χαμόγελο στα χείλη διαρκώς, όπως συμβαίνει στη ΝΑ Ασία. Έχουν και μια άλλη, πιο ιδιαίτερη πλευρά και κρατούν αποστάσεις από τον ξένο, ακόμα κι αν τον συναναστρέφονται καθημερινά.
Οι κορυφαίοι προορισμοί που επισκεφτήκαμε στη Μαντία Πραντές ήταν η Μποπάλ και οι δύο προσκυνηματικές πόλεις Ομκαρεσουάρ και Μαχεσουάρ, όπου βρίσκονται πολλοί ινδουιστικοί ναοί. Στην πρώτη εξ αυτών, το ομορφότερο αξιοθέατο είναι το νησάκι κοντά στο φράγμα του ποταμού Ναρμάντα. Η δεύτερη, που είναι επίσης χτισμένη κατά μήκος του ίδιου ποταμού, αποκαλείται και «μικρό Βαρανάσι». Οι πόλεις αυτές διατηρούν έντονο παραδοσιακό χρώμα, προσελκύουν πλήθη πιστών κι αυτό δημιουργεί μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Είναι αληθινά κοσμήματα.
Σε τέτοια μέρη αντιλαμβάνεσαι πλήρως τον όρο «αιώνια Ινδία», γιατί, παρότι η χώρα αυτή αναπτύχθηκε και εκσυγχρονίστηκε πολύ τις τελευταίες δεκαετίες, όσον αφορά τα μεγάλα αστικά κέντρα τουλάχιστον, η μακραίωνη ιστορία και κουλτούρα της εξακολουθεί να είναι ζωντανή. Οι Ινδοί ζουν κυριολεκτικά εντός της ιστορίας τους – τα περισσότερα μνημεία είναι ανοιχτά στους πολίτες, που μπορούν άνετα να επισκεφτούν κάποιον αρχαίο ναό, να φάνε και να διανυκτερεύσουν εκεί, ακόμα και να απλώσουν κάπου την μπουγάδα τους.
Στο Τσατίσγκαρ και την Ορίσα κινηθήκαμε κυρίως στην ύπαιθρο, όπου βρίσκονται διάσπαρτα χωριά πολλών διαφορετικών φυλών. Σε κάποια από αυτά η πρόσβαση είναι εύκολη, σε άλλα όχι. Υπάρχουν και φυλές, όπως η Ντόγκρια και η Μπόντα, μέλη των οποίων συναντάς μόνο σε παζάρια – ούτε να πας εύκολα στα μέρη τους μπορείς, ούτε σε καλοδέχονται!
Η ΠΙΟ ΑΙΣΙΟΔΟΞΗ ΕΙΚΟΝΑ μας από κει, όπως την εκλάβαμε εμείς τουλάχιστον ως ταξιδιώτες –γιατί ένας ντόπιος μπορεί να το βλέπει αλλιώς–, είναι ακριβώς το ότι η αχανής αυτή χώρα εξακολουθεί να σου προσφέρει κάτι το αναλλοίωτο, το αυθεντικό. Κάτι που δεν συμβαίνει ίσως πουθενά αλλού σε τέτοιο βαθμό. Στη γειτονική Κίνα, ας πούμε, η οποία είναι επίσης ένα τεράστιο μέγεθος σε ιστορία και πολιτισμό, επικρατεί, αντιθέτως, μια απόλυτη σχεδόν άρνηση της παράδοσης στο όνομα της προόδου.
Η Ινδία προσφέρεται φωτογραφικά όσο καμία άλλη χώρα. Κάθε της πόλη και χωριό είναι ένα μόνιμο σκηνικό. Το πιο εκπληκτικό, δε, είναι ότι δεν χρειάζεται καν να κοπιάσεις – λίγες ώρες μόνο να στηθείς σε μια γωνιά, σε ένα μαγαζάκι ή στα σκαλιά ενός γκατ και θα δεις ένα σωρό θέματα να παρελαύνουν μπροστά σου!
Ναι, η Ινδία είναι ένας τόπος όπου ευχαρίστως θα ξαναπηγαίναμε, αν γινόταν. Κάθε φορά έχεις καινούργια πράγματα να ανακαλύψεις, σου δίνει την αίσθηση ενός ασφαλούς λιμανιού που είναι πάντα εκεί και σε περιμένει. Σου προσφέρει πλήθος ερεθισμάτων, σε γεμίζει δύναμη, καμιά φορά και γνώση. Έχουμε κι άλλες χώρες στη λίστα προτεραιοτήτων, δυστυχώς όμως σήμερα οι περισσότερες από αυτές βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση ή δέχονται τρομοκρατικές επιθέσεις, όπως ο Νίγηρας, η Υεμένη, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Υπάρχουν, βέβαια, και ασφαλέστεροι προορισμοί που είναι επίσης ελκυστικοί – ακόμα και τα Βαλκάνια, εδώ δίπλα μας, κρύβουν ασύλληπτες ομορφιές.
Τα ταξίδια είναι εμπειρία, περιπέτεια, μάθηση. Για μας ειδικά αποτελούν και ένα γενναίο κομμάτι της ίδιας της ζωής μας. Όσα κι αν έχεις ακούσει, δει ή διαβάσει για ένα μέρος, τίποτα δεν συγκρίνεται με το να βρεθείς εκεί, να αγγίξεις, να μυρίσεις, να νιώσεις, να συναναστραφείς – η ζωντανή εμπειρία, έπειτα, είναι κάτι που καθένας βιώνει διαφορετικά.
Επίσκεψη με χορό σε χωριό της φυλής Muria.
*O Κώστας Ζυρίνης είναι σκηνοθέτης, συγγραφέας, σεναριογράφος, φωτογράφος. Η Ισαβέλλα Μπερτράν σεναριογράφος, μεταφράστρια, φωτογράφος.
Περισσότερες φωτογραφίες του Κώστα Ζυρίνη και της Ισαβέλλας Μπερτράν από την Ινδία στην ιστοσελίδα zyrinis.gr