1) Ότι ακόμα και στη χώρα όπου η μπάλα είναι θεός, το «όπιο του λαού» δεν αρκεί για να ναρκώσει τις μάζες των μη προνομιούχων. Οι επίμονες διαμαρτυρίες, οι διαδηλώσεις, οι σοβαρές ταραχές που δεν έπαψαν ούτε με την εναρκτήρια σέντρα και η γενικότερη αντίθεση μιας σημαντικής μερίδας Βραζιλιάνων στο ακριβότερο Μουντιάλ ever (συνολικό κόστος πάνω από 15 δισ. ευρώ) που εξέθρεψε αλόγιστες σπατάλες, διαφθορά και κοινωνική αναλγησία «έκλεψαν» πολλή από τη δημοσιότητα του Παγκοσμίου Κυπέλλου, εκπλήσσοντας τους αδαείς και προβληματίζοντας τη FIFA. Γεγονός, πάντως, είναι πως, δίχως τη δημοσιότητα που της έδωσε το 20ό Μουντιάλ, ελάχιστα θα γνωρίζαμε οι περισσότεροι για τις χαοτικές κοινωνικές αντιθέσεις και τα τεράστια οικονομικά και άλλα προβλήματα της Βραζιλίας.
2) Ότι το ποδόσφαιρο δικαιολόγησε για άλλη μια φορά γιατί παραμένει το κορυφαίο σε δημοτικότητα και θέαμα σπορ. Όσο κι αν το σνομπάρουν κάποιοι διανοούμενοι, όσο κι αν ελέγχεται για την εμπορικοποίηση και τη συχνή-πυκνή διαπλοκή του με πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα, συναντάς πράγματι σε αυτό «στιγμές αποκλειστικά ποιητικές: είναι οι στιγμές που μπαίνουν τα γκολ. Κάθε γκολ είναι πάντα δημιουργία, είναι η παράβαση του κώδικα. Όλα τα γκολ είναι αναπόφευκτα, είναι μη αντιστρέψιμα, μας κεραυνοβολούν, μας εκπλήττουν: όπως ακριβώς ο ποιητικός λόγος. Ο πρώτος σκόρερ ενός πρωταθλήματος είναι πάντα ο μεγαλύτερος ποιητής της χρονιάς...» έγραφε χαρακτηριστικά ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, φίλαθλος και ποδοσφαιριστής ο ίδιος νεότερος, για ένα άθλημα δυναμικό, βάρβαρο αλλά ταυτόχρονα λεπτεπίλεπτο, δημιουργικό, ακόμα και βαθιά ερωτικό. Και νομίζω ότι σκόρερ όπως οι Χάμες Ροντρίγκεζ, Τόμας Μίλερ, Μίροσλαβ Κλόζε, Άριεν Ρόμπεν, ο Λιονέλ Μέσι ακόμα (στην προκριματική φάση), αξίζουν αυτό τον παραλληλισμό.
3) Ότι, άρα, εξίσου εκνευριστικοί με εκείνους που φανατίζονται τόσο με το τόπι ώστε να νομίζουν ότι όλος ο κόσμος γυρίζει γύρω από αυτό, που θεωρούν κομπλεξικούς και ξενέρωτους όσους δεν συμμερίζονται ένα χοντρό ψώνιο που απλώς τυχαίνει να είναι κοινωνικά καταξιωμένο, είναι και όσοι το μισούν ή το καταγγέλλουν με μπόλικη ελιτίστικη απέχθεια και δασκαλίστικη υπεροψία. Οι ίδιοι, αλήθεια, δεν διαθέτουν ούτε ένα «πεζό» πάθος; Πώς την παλεύουν με τέτοια συναισθηματική αποστείρωση; Αν χρειάζονται κάποιο θεωρητικό «άλλοθι», ας μελετήσουν λίγο τον μακαρίτη τον Κωστή Παπαγιώργη, από τους ελάχιστους εγχώριους διανοούμενους που δεν έκρυψε ποτέ, ούτε βέβαια στα γραπτά του, τη λατρεία του για τη στρογγυλή θεά.
4) Ότι δεν σε κάνει λιγότερο ευαίσθητο το γεγονός πως παρακολουθείς ποδόσφαιρο, ενώ π.χ. στη Συρία και την Παλαιστίνη σφάζονται και στο Αιγαίο πνίγονται μετανάστες. Λες και άμα σταματήσεις εσύ, θα κηρύξουν κατάπαυση πυρός αυτοί. Για όνομα δηλαδή, ε, τότε, να μη διασκεδάζουμε, να μην ερωτευόμαστε, να μην απολαμβάνουμε καν το φαγητό, γιατί ταυτόχρονα σίγουρα κάτι τραγικό θα συμβαίνει κάπου στον μάταιο τούτο κόσμο. Όχι, και την μπάλα μου θα τη δω, δίχως να ξεχνώ την κριτική που της κάνω, και την Παλαιστίνη και τη Συρία θα συνδράμω, όσο τυχόν μπορώ, και τους μετανάστες θα υπερασπιστώ στη Σκάλα, τη Μανωλάδα, τον Έβρο ή τον Άγιο Παντελεήμονα σαν χρειαστεί. Αλήθεια, ποιος έχασε το μονοπώλιο της ευαισθησίας και της επαναστατικότητας για να το βρεις εσύ; Ή μήπως δεν βλέπουν Μουντιάλ ακόμα και στις εμπόλεμες ζώνες; Αλίμονο αν ο κόσμος που ονειρεύεσαι είναι τόσο κατσούφης και μονόχνοτος.
5) Ότι οι Λατινοαμερικάνοι έχουν μεν το όνομα στη φινέτσα, το μπρίο και την τεχνική, αλλά οι Τεύτονες τη χάρη, συν την παροιμιώδη μεθοδικότητα, επιμονή και προσήλωση που τους χαρακτηρίζει και ως λαό. Δίκαια το πήραν κατά γενική ομολογία οι Γερμανοί, ισοπεδώνοντας τους φαφλατάδες, σκορποχώρηδες Βραζιλιάνους στον ημιτελικό κι επικρατώντας των ανεπαρκών Αργεντίνων στον τελικό. Τον αληθινό φίλαθλο τον ενδιαφέρει ποιος παίζει καλύτερη μπάλα και βάζει περισσότερα γκολ, ανεξάρτητα από το τι φανέλα φοράει.
6) Ότι είναι βέβαια σύνηθες να μεταφέρονται και να εκτονώνονται εθνικές, πολιτικές, οικονομικές, συνοριακές, θρησκευτικές κ.λπ. διενέξεις στα ποδοσφαιρικά γήπεδα –μέχρι πόλεμος είχε γίνει κάποτε για ένα ποδοσφαιρικό παιχνίδι–, ας υπάρχει όμως κι ένα μέτρο. Μα, είμαστε σοβαροί που είμαστε με την Αργεντινή π.χ. επειδή είπε... όχι στο ΔΝΤ και «μισούμε» αντίστοιχα την «ιμπεριαλιστική, ολοκληρωτική» Γερμανία, επειδή δεν πάμε την πολιτική της; Ιδιοκτήτης καφετέριας σε τουριστικό θέρετρο αποκάλεσε αστειευόμενος γνωστό μου «ανθέλληνα», επειδή υποστήριζε Ολλανδία στον ημιτελικό και Γερμανία στον τελικό. «Πόσους Λατινοαμερικάνους πελάτες έχεις; Από τους "ανθέλληνες" Γερμανούς και Ολλανδούς τουρίστες δεν ζεις;» ήταν η πληρωμένη απάντηση. Άσε που με τους Τούρκους, τους Αλβανούς και τους Βαλκάνιους γενικότερα μοιάζουμε περισσότερο απ' ό,τι με τους Κρεολούς. Aς υποστηρίζουμε, λοιπόν, τουλάχιστον τη γειτονιά μας, τη «ράτσα» μας!
7) Ότι οι εθνικές ομάδες τείνουν να γίνουν πολυεθνικές, κάτι αρμόζον στην εποχή της πολυπολιτισμικότητας – οι περισσότεροι Ελβετοί παίκτες π.χ. αλλά και αρκετοί Γερμανοί είναι μετανάστες ή γόνοι μεταναστών. Οι Έλληνες έχουμε τους Χολέμπα (ισπανικής καταγωγής), Κονέ, Καπίνο (αλβανικής, αλλά δεν τους... φαίνεται) και παλιότερα τον Ντανιέλ Μπατίστα (Πράσινο Ακρωτήριο, αλλά «καλό παιδί», με μαλλί ράστα κ.λπ.), θα ζητωκραυγάζαμε όμως έναν «ελληνοποιημένο» Σομαλό, Αφγανό ή Πακιστανό;
8) Ότι δεν είναι δυνατό να πληρώνω με το ζόρι ΝΕΡΙΤ για να ακούω τον εκφωνητή του ημιτελικού Βραζιλία-Γερμανία να περιγράφει το ματς λες κι αναμετέδιδε... κηδεία, επειδή προφανώς τυχαίνει οπαδός της «σελεσάο», και να μη βρίσκει μέχρι το 90' σχεδόν μια καλή κουβέντα να πει για μια ομάδα που, αν μη τι άλλο, έριξε επτά γκολ στη Βραζιλία μέσα στο «σπίτι» της! Εκτός και, απλώς, δεν βρήκαν άλλον...
9) Ότι επιβεβαιώθηκε ξανά πως, τόσο στη ζωή όσο και στο γήπεδο, «μπάλα είναι και γυρίζει». Ο χθεσινοί ήρωες άνετα γίνονται οι σημερινοί αποσυνάγωγοι και αντίστροφα. Κανείς παίκτης ή ομάδα δεν κερδίζει με το όνομα και καμιά φανέλα δεν «ζυγίζει» περισσότερο από κάποια άλλη, αν δεν το αποδείξει και στην πράξη. Άσε που η μπάλα «τιμωρεί», όπως ακριβώς και η ζωή, εκείνον που χάνει στη σειρά τις ευκαιρίες, ενώ μπορεί και να ευνοήσει ανέλπιστα τον τολμηρό, τον καινοτόμο.
10) Ότι η μπάλα είναι τόσο αταξική –ή μάλλον διαταξική– απόλαυση όσο (αλίμονο!) η Κόκα-Κόλα. Είτε είσαι εκατομμυριούχος, είτε άστεγος, μέσα στο γήπεδο νιώθεις ίδιος με τον διπλανό σου και τον αντιμετωπίζεις στα ίσα, που λένε. Το ερώτημα, βέβαια, είναι πόσοι έχουν την οικονομική ευχέρεια να παρακολουθήσουν αγώνες τέτοιου επιπέδου, όταν π.χ. ένα εισιτήριο μέσω Ίντερνετ για τον μεγάλο τελικό κόστιζε από 200 έως 15.000 ευρώ σε μια χώρα με βασικό μισθό 234 ευρώ. Και αλήθεια, πόσους μαύρους ή έστω μελαμψούς Βραζιλιάνους, την πλειονότητα δηλαδή του πληθυσμού, είδες στις εξέδρες;
σχόλια