Φεστιβάλ Αθηνών
Φέτος ήταν η χρονιά του. Μετά τον Κυκλισμό του Τετραγώνου του Δημήτρη Δημητριάδη, που σκηνοθέτησε στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών (και που, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα παρουσιαστεί τέλη Ιουλίου στο Φεστιβάλ της Αβινιόν), και το Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε του Πιραντέλο στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, ο Δημήτρης Καραντζάς ετοιμάζεται για την πρώτη σκηνοθεσία του στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Παραδέχεται ότι υπήρξε τυχερός. «Οι ευκαιρίες που μου δόθηκαν δεν ήταν αυτονόητες, άλλοι σκηνοθέτες που θαυμάζω δεν τις είχαν. Για τις παραστάσεις στη Στέγη και στο Εθνικό στην αρχή ένιωσα πανικό, αλλά μετά επεξεργάστηκα καλύτερα τα δεδομένα και είπα "Εντάξει, θα κάνω τη δουλειά μου, αυτό που θέλω να κάνω, μόνο που θα είναι σε μεγάλη κλίμακα". Όλα τα υπόλοιπα που γράφτηκαν και γράφονται δεν με αφορούν επί της ουσίας. Όπως αυτή η μαρκίζα που πηγαινοέρχεται "Ο 26χρονος σκηνοθέτης", "Ο νεαρός σκηνοθέτης" και τα λοιπά! Είναι κάπως ενοχλητικό που σε ό,τι γράφεται για κάποια παράστασή μου θα δω πόσων χρόνων είμαι! Θα πάθω ψυχολογικό στο τέλος με την ηλικία μου. Εγώ, λοιπόν, δεν παριστάνω τον 26χρονο που σκηνοθετεί, κάνω απλώς τη δουλειά μου, που έτυχε να την ξεκινήσω από μικρός» λέει.
Ελένη του Ευριπίδη, λοιπόν. Ένα έργο με το οποίο έχει ήδη ασχοληθεί με αφορμή την παράσταση του Εθνικού που παρουσιάστηκε σε σχολεία τη σεζόν 2012-13 (καθώς η Ελένη διδάσκεται στη Γ' Γυμνασίου). Εκείνη ήταν μια παράσταση τεσσάρων ηθοποιών για κλειστό χώρο. Τώρα η υπόθεση μεγαλώνει και ως προς τον αριθμό των ηθοποιών (εννέα στο σύνολο) και ως προς τις ερμηνευτικές απαιτήσεις, αφού το μεγάλο θέατρο της Επιδαύρου είναι αμείλικτο στα ερμηνευτικά λάθη και στις σκηνοθετικές αστοχίες. «Την περασμένη Κυριακή κάναμε ένα πρώτο πέρασμα του έργου στην Επίδαυρο κι ένιωσα ανακούφιση. Μου έφυγε το μεγάλο άγχος. Γιατί στο γήπεδο που γίνονται οι πρόβες έχεις μεν τη διάσταση, αλλά τίποτε άλλο. Αλλά, ευτυχώς, η παράσταση λειτούργησε καλά. Φάνηκε, βέβαια, πόσο απαιτητικό είναι αυτό το θέατρο. Ας πούμε, επειδή σε κάποια σημεία της παράστασης μιλάνε όλοι οι ηθοποιοί μαζί σε συγκεκριμένες νότες, λόγω της καταπληκτικής ακουστικής του θεάτρου, αν ένας αρχίσει μισό δευτερόλεπτο πιο νωρίς, χαλάει όλο το σύστημα. Απαιτείται τέλειος συγχρονισμός και απόλυτη ακρίβεια. Στην Επίδαυρο το λάθος μεγεθύνεται, πολλαπλασιάζεται. Αποκαλύπτεται αμέσως και η ηχητική και η γεωμετρική παραφωνία».
Γεωμετρική παραφωνία; «Η ορχήστρα είναι ένας κύκλος και τα αρχαία απομεινάρια της σκηνής στο βάθος αποτελούν μία, παρ' ολίγον εφαπτομένη, ευθεία. Με δεδομένο ότι στην παράστασή μου δεν υπάρχουν σκηνικά, όλα έχουν να κάνουν με τη γεωμετρία των σωμάτων μεταξύ τους και σε σχέση με τον χώρο» εξηγεί.
Η ερμηνεία του λόγου βασίστηκε στη μελέτη του ρυθμού και στη δουλειά πάνω σε... τρεις νότες (η μουσική είναι του Ανρί Κεργκομάρ). «Η μουσικότητα της μετάφρασης του Δημητριάδη μας οδήγησε σε αυτή την ιδέα. Ακολουθεί στο μεγαλύτερο μέρος της τον αριθμό λέξεων του πρωτοτύπου, που σημαίνει ότι ο μεταφρασμένος λόγος δεν πλατειάζει επεξηγώντας. Ο ρυθμός της είναι τέτοιος που οδηγεί σε τονικότητες. Μία νότα είναι του Χορού, το σολ δίεση είναι της Ελένης και το ντο του Μενελάου – και οι τρεις ενυπάρχουν σε ορισμένα σημεία και μόνο στο τέλος παράγουν μουσική».
Παρ' ότι αμφιλεγόμενο έργο (δεν αντιμετωπίζεται ως γνήσια τραγωδία, γιατί κατά σημεία αγγίζει τα όρια της κωμωδίας), ή μάλλον ακριβώς γι' αυτό, ο Δημήτρης Καραντζάς αντιμετωπίζει την Ελένη ως δημιουργική πρόκληση. «Μου αρέσει πολύ που ξεγλιστρά συνέχεια, δεν είναι ούτε τραγωδία με κωμικά στοιχεία ούτε φάρσα. Ξεκινά ως καθαρή τραγωδία και μέχρι την εμφάνιση του Μενελάου η πύκνωση του τραγικού είναι εντυπωσιακή. Μετά την αιφνιδιαστική εμφάνιση του Μενελάου, όμως, αλλάζει είκοσι φορές ύφος. Στο Γ' Επεισόδιο (όταν η Ελένη προσπαθεί να πείσει τον Θεοκλύμενο για την αναγκαιότητα τελετής στη θάλασσα για τον νεκρό Μενέλαο) γίνεται φάρσα. Στο τέλος, όμως, το δράμα επιστρέφει, γιατί ναι μεν η κατάληξη υπήρξε αίσια για την Ελένη και τον Μενέλαο, αλλά όχι για τις γυναίκες του Χορού. Είναι Ελληνίδες αιχμάλωτες, μέχρι πρότινος ήταν στην ίδια κατάσταση με την Ελένη, έζησαν την ιστορία της με απόλυτη ταύτιση και συμπόνια, μόνο που αυτές έμειναν πίσω, χωρίς ελπίδα να επιστρέψουν στον τόπο τους».
Η παράσταση ξεκινά με όλα τα πρόσωπα να λένε τον μονόλογο της Ελένης (είναι σαν να διηγείται την ιστορία της ο Χορός) και στη συνέχεια αυτό το «σώμα» διασπάται σε πρόσωπα και θέσεις. Ενώνονται πάλι όλοι μαζί στην αφήγηση του Αγγελιαφόρου. «Στην Έξοδο μαθαίνουμε από τον Αγγελιαφόρο ότι προκειμένου να ξεφύγουν, η Ελένη εμψυχώνει τους Έλληνες να σκοτώσουν τους άνδρες του Θεοκλύμενου λέγοντας "Πού είναι της Τροίας η δόξα; Δείξτε την να τη δουν οι βάρβαροι"! Δηλαδή εδώ ακυρώνεται η εικόνα που είχαμε σχηματίσει μέχρι τότε για την ηρωίδα, μιας γυναίκας που καμία σχέση δεν έχει με τον πόλεμο, που είναι θύμα συγκυριών και βουλήσεων τρίτων. Κι αυτό που λέει σε μένα αυτή η μεταλλαγή είναι ότι ένας άνθρωπος περιέχει πολλά στοιχεία που περιμένουν την κατάλληλη στιγμή/αφορμή να εκδηλωθούν. Η πολλαπλότητα του προσώπου είναι το ζήτημα που θίγει ο Ευριπίδης, με την πολλαπλότητα παίζει, και γι' αυτό δεν ακολουθεί ενιαίο δραματουργικό ύφος. Ακολουθεί την παραδοσιακή φόρμα της τραγωδίας για να την υπονομεύσει. Αυτός είναι ο πρώτος και βασικός λόγος για τον οποίο βρίσκω πολύ γοητευτικό αυτό το έργο. Ο άλλος έχει να κάνει με την τόλμη του Ευριπίδη να τα βάζει ευθέως με τους θεούς, μιλώντας ξεκάθαρα για τη μοναξιά των ανθρώπων». Κι ας ήταν το μεγάλο θεατρικό γεγονός των Μεγάλων Διονυσίων του 412 π.Χ. Μετά την ολέθρια κατάληξη της Σικελικής Εκστρατείας, ποιος θα κατηγορούσε τον ποιητή για ασέβεια;
σχόλια