Το ΚΚΕ κάνει κριτική ταινιών, η ΑΕΠΙ γυρεύει πολλά ηλεκτρονικά ψίχουλα για να χορτάσει, το Alter μας αποχαιρετά με τη συμπυκνωμένη χοντροκοπιά που αποτελούσε τον πυρήνα του καθώς το μιντιακό σκηνικό αποσυντίθεται, ο ψυχίατρος Μ. Γιωσαφάτ ξεκολλάει τα εθελότυφλα σελοτέηπ από τις στρεβλές πληγές μας και ο Δημήτρης Χορν μας υπενθυμίζει -με ένα ψηφιακό χτύπημα στη πλάτη- πως η Γιορτή μας γέρασε.
Στο Κούκου-Ε? ανακάλυψαν πως ο Κυνόδοντας
είναι μέητζορ συστημική λάμπα
(για να μιλήσουμε και τη κυνοδοντική;-)
Φαντάσου ν' ανακαλύψει η Αλέκα τι πάει να πει Νέμεσις στα κυνοδοντικά.
(μαύρο ζόμπι που την έφαγε την Λιάνα)
Επεσε η αυλαία των Οσκαρ κι έλαβε επιτέλους τέλος η εθνική αγωνία για την διεθνή αναγνώριση του αμφιλεγόμενου «Κυνόδοντα» που η συστημική προπαγάνδα σφιχταγκάλιασε και ανήγαγε διθυραμβικά σε σπουδαία κινηματογραφική τέχνη που «έχει σημαντικά πράγματα να πει, ακόμα και σε αυτήν την δύσκολη περίοδο». Ο «Κυνόδοντας» πράγματι λέει κάτι σημαντικό. Επιχειρεί μια προσπάθεια - δειλή για την ώρα - εξίσωσης του φασισμού και του κομμουνισμού, συμβάλλοντας έτσι ενεργητικά, στην ακόμα βαθύτερη αντιδραστικοποίηση της τέχνης που παράγεται στους σημερινούς καιρούς - και δεν αναφερόμαστε μόνο στον κινηματογράφο! Ο «Κυνόδοντας» λοιπόν έχει εξαγοράσει την στήριξη που του παρέχεται αφειδώς από την αστική εξουσία μέσω του συμπλέγματος μηχανισμών ανάδειξης «δικών της» προϊόντων.
Ο «Κυνόδοντας» συνιστά αντιδραστικό έργο που παρεμβαίνει στην κοινωνική συνείδηση. Διαχειρίζεται ιδέες και συνταγές παρωχημένες, με «πιασάρικη» περιθωριακή θεματολογία, μπόλικο φορμαλιστικό καρύκευμα βίας, γυμνού και πορνό, καθώς και στείρα παρελθοντική νοσταλγία με Γούναρη και Jean Vallin. Οταν έρχεται η ώρα της κάθαρσης, ακόμη κι αυτή η εξέγερση είναι κομμένη και ραμμένη στις μυθολογίες της υποταγής. Η κόρη σπάζει πρώτα τον κυνόδοντά της (!) και μόνο τότε, το σκάει, μπαίνοντας στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου με προορισμό τον έξω κόσμο ...
Το έργο αυτό είναι ιδεολογικά μεταβατικό, γι' αυτό είναι και δειλό! Το λανσάρουν για να «τσιμπήσουμε»... Ο «Κυνόδοντας» συνιστά τον πρόδρομο μιας πιο ωμά αντικομμουνιστικής τέχνης, στα πλαίσια της εκστρατείας της ΕΕ που στόχο έχει το χτύπημα της ελεύθερης διακίνησης ιδεών και της ταξικής πάλης, ιδιαίτερα σήμερα, που η κυρίαρχη τάξη επιδιώκει με πολλούς τρόπους και τους μηχανισμούς που διαθέτει, να ξαναγράψει την ιστορία και να συκοφαντήσει την περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, την οποία χαρακτηρίζει «ολοκληρωτισμό». Ετοιμάζει μάλιστα και σχετική νομοθετική παρέμβαση γι' αυτό!
Αν νομίζεις πως η (βαμπιρική) ΑΕΠΙ δεν έχει συντονιστεί με την ηλεκτρονική εποχή μας και δεν ακολουθεί το κάθε μουσικό ίχνος των πίξελ για να εισπράξει κανά φράγκο το οποίο θα διαμοιράσει με τη δέουσα επιμέλεια στα απολύτως μη τεχνοφοβικά(sic) μέλη της γελιέσαι. Κάνε μου λιγάκι link;-)
Πνευματικά δικαιώματα και στα links;
Με πιθανότητα που αγγίζει το 100%, είναι η μοναδική πράξη που δεν μπορείς να αποφύγεις όταν μπεις στο Ιντερνετ: να «κλικάρεις» πάνω σε links. Για να «μεταφερθείς», να παραπέμψεις, να προτείνεις, να μοιραστείς. Οι σύνδεσμοι υπερκειμένου (ελληνιστί) είναι οι «νευρώνες» του Διαδικτύου· μέσω αυτών γίνεται ο διαμοιρασμός και η διάχυση πληροφοριών, ειδήσεων και πολιτιστικών προϊόντων. Μπορεί όμως ένα link να γυρίσει «μπούμερανγκ» σ’ αυτόν που το αναρτά; Πού ξεκινούν και πού τελειώνουν τα όρια της πνευματικής ιδιοκτησίας; Εντοπίσαμε μια δικαστική διαμάχη η οποία αφορά links που παραπέμπουν σε έργα τα οποία προστατεύονται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Πρόσφατα, η Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Πνευματικής Ιδιοκτησίας (www. aepi. gr) κατέθεσε μήνυση εναντίον του ιδιοκτήτη του site www. livemovies. gr («ευρετήριο» ελληνικών εκπομπών και ταινιών) για ηθική βλάβη, διεκδικώντας αποζημίωση πολλών χιλιάδων ευρώ. Η υπόθεση προχώρησε, με αποτέλεσμα ο εισαγγελέας να διατάξει την έναρξη προκαταρκτικής εξέτασης για κακούργημα. Ο ισχυρισμός της ΑΕΠΙ εδράζεται στο ότι ορισμένα από τα links του livemovies καθιστούν «προσιτά στο κοινό» έργα για τα οποία η ΑΕΠΙ έχει δικαιοδοσία – και άρα νομιμοποιείται να ζητήσει άδεια, καθώς και το προβλεπόμενο αντίτιμο.
Όπως έχεις ήδη πληροφορηθεί η φίλτατη Elizabeth άφησε το μάταιο τούτο κόσμο και πήγε να παραβρεθεί σε ατελεύτητα reunion με τους άντρες της ζωής της. Στον Guardian δημοσιεύσαν ένα ενδιαφέρον άρθρο για αυτήν. She was her own montage.
Seven husbands, eight marriages, diamonds beyond the counting, scandals like forgotten promises, two Oscars for films that showed the immense creative journey she could take, soaring as if on a single breath from the ridiculous Butterfield 8 (playing a hopelessly old-fashioned Hollywood "whore") to Martha in Edward Albee's and Mike Nichols's Who's Afraid of Virginia Woolf?, a defiant wreck out of the true heartland of American tragedy. She had the range, nerve and instinct that only Bette Davis had had before – and like Davis, Taylor was monster and empress, sweetheart and scold, idiot and wise woman. We went in awe of her, but with one word or a knowing smile she assured us she was one of us. So beautiful, she could go crazy, too – and then move on.
Το Alter αναστέλλει κάθε ζωντανό και μαγνητοσκοπημένο πρόγραμμα, από σήμερα σύμφωνα με δελτίο τύπου που εξέδωσε. Το mega καταγράφει ζημιές 27,5 εκ. ευρώ, το star αναμεταδίδει(?)ταινίες με κατεβασμένους υπότιτλους από το διαδίκτυο, οι σχολιαστές του mega μηνύουν το fimotro και τον δημοσιογράφο Γιάννη Παπαγιάννη και ο Θέμος Αναστασιάδης τυλίγεται γύρω από τα πεσμένα στήθη του υπουργού οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου επιχειρώντας να δείξει πως μπορεί ακόμα να δαγκώνει. Και ακόμα δεν έχει αρχίσει το μεγάλο μιντιακό ξεκαθάρισμα. Καταλαβαίνεις.
(Λάμψη-μια κλασσική ελληνική οικογένεια;-)
Ο ψυχίατρος Ματθαίος Γιωσαφάτ σε συνεντευξή του στο Protagon αναλύει μερικούς από τους γόρδιους δεσμούς της ελληνικής οικογένειας. (και της ελληνίδας μάνας)
Ποιο στοιχείο είναι σημαντικότερο για την ισορροπημένη ανάπτυξη ενός παιδιού: να έχει βιώσει ο γονιός αγάπη κατά την παιδική του ηλικία ή να έχει καλή σχέση με το σύντροφό του;
Αν οι γονείς έχουν βιώσει αγάπη τότε σχεδόν βέβαιο θα επιλέξουν σωστά το σύντροφο. Αν είχαμε μια καλή μαμά θα έχουμε και μια καλή γυναίκα ή έναν καλό άντρα. Ο βασικός ρόλος για την ανατροφή του παιδιού ανήκει στη μητέρα, ή σε εκείνο το πρόσωπο που θα αναλάβει την φροντίδα του μωρού. Μια καλή μαμά καθησυχάζει το παιδί με το βλέμμα της, το μικρό παίρνει ένα είδος θαυμασμού και αποδοχής. Χαϊδεύει το παιδί στον πρώτο χρόνο, όσο το ζητήσει, του δίνει ό,τι θέλει. Αν δεν τα πάρει τότε, τότε τα ζητάει υπερβολικά μια ζωή. Και τότε έχουμε και προβλήματα στον γάμο.Η μητέρα πρέπει να νοιάζεται για το παιδί της σκεπτόμενη πρώτα το παιδί και όχι τον εαυτό της χωρίς να προβάλλει πάνω στο παιδί τις δικές της ελπίδες. Μια καλή μαμά, αν και η ίδια έχει πάρει αγάπη, αντιλαμβάνεται διαισθητικά πότε το παιδί θέλει κάτι,. Το παιδί καταλαβαίνει τον ήχο, το ενδιαφέρον, το βλέμμα, τον τρόπο που του μιλάει η μαμά.. Τότε γίνεται πιο ήρεμο και δεν υπάρχει ο φόβος θανάτου. Ό,τι γίνεται και σε όλα τα ζώα δηλαδή, κάνουν ένα δεσμό μέσα στις πρώτες 2-3 ώρες, ζωής, διαφορετικά το παιδί εγκαταλείπεται και το τρώνε οι θηρευτές. Είναι απαραίτητο να φροντίζει πάντα το μωρό το ίδιο πρόσωπο με την ίδια αφή, την ίδια μυρωδιά για να αποκτήσει το παιδί μια ασφάλεια για τον κόσμο ειδάλλως μπερδεύεται. Μια ελαττωματική μητέρα είναι καλύτερη από πέντε καλές. Ο μπαμπάς χρειάζεται από το δεύτερο χρόνο και μετά. Στους πρώτους μήνες της ζωής του μωρού, πρέπει να βοηθά τη μητέρα, να τη στηρίζει και πρακτικά και ψυχολογικά. Να γίνει δηλαδή η μαμά της μαμάς. Να κάνει τις δουλειές του σπιτιού και κλπ. Επειδή όμως οι άνδρες χάνουν το ενδιαφέρον της γυναίκας τους και παράλληλα είναι αμφίβολο αν έχουν οι ίδιοι πάρει αγάπη κατά την παιδική τους ηλικία, είτε ανταγωνίζονται το βρέφος είτε κάνουν εξωσυζυγικές σχέσεις.
Τα σφάλματα της ελληνίδας μάνας:
Το κύριο σφάλμα να μην μπορεί να ενδιαφέρεται πραγματικά για το παιδί της. Οι σχέσεις με τον άντρα της, τα οικονομικά δηλητηριάζουν τη σχέση. Παλιότερα επειδή η γυναίκα δεν τα πήγαινε καλά με τον άνδρα της, ως μάνα έβλεπε στο γιο τον μελλοντικό της προστάτη και σύμμαχο. Αυτός είναι ο περίφημος δεσμός της ελληνίδας με το γιό της. Αυτή η σχέση, βέβαια, δεν γινόταν για τις ανάγκες του παιδιού, αλλά για τις δικές της, πράγμα που καταλάβαινε το αγόρι αργότερα, συνειδητά ή ασυνείδητα, ότι δηλαδή όλη η φροντίδα ήταν για τις δικές της ανάγκες. Αποτέλεσμα ότι ακόμα και σήμερα και άνδρες και γυναίκες δεν έχουν επιτυχημένες σχέσεις και μάλιστα οι άνδρες δεν εμπιστεύονται τις γυναίκες. Για αυτό ευθύνεται η σχέση που ανέπτυξε η μάνα με τον γιό της. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα τραγούδια μιλάνε για την προδοσία, εγκατάλειψη και εκφράζουν παράπονα.
Ουσιαστικά απευθύνονται στην μάνα.
Ένα εξαιρετικό άρθρο για το careless whisper των περασμένων δεκαετιών (που μας οδήγησε τελικά στη χρεωκοπία) δημοσιεύτηκε στο πρόσφατο τεύχος του Book Journal που κυκλοφορεί.
Από τη μεταπολίτευση και μετά, με την καθοριστική αλλά όχι αποκλειστική συμβολή του ΠΑΣΟΚ, η Αριστερά υπέστη μία μετάλλαξη. Από την Αριστερά της θυσίας, της ατομικής θυσίας, για χάρη των μεγάλων πολιτικών και συλλογικών προταγμάτων, είτε αυτά ήταν ο σοσιαλισμός είτε η δημοκρατία, προταγμάτων που κάθε αριστερός ήταν διατεθειμένος να καταβάλει ατομικό κόστος για να τα διεκδικήσει, περάσαμε, με την εδραίωση της δημοκρατίας, σε μια άλλου τύπου Αριστερά, του εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν. Μια Αριστερά που, ίσως και λόγω της στέρησης και της κακουχίας του παρελθόντος, αισθάνεται ότι τώρα ήρθε πια η ώρα να διεκδικήσουμε τη ζωή, ο καθένας για τον εαυτό του, ή τον κλάδο του (αλλά και πάλι με την έννοια του εαυτού του). Περάσαμε δηλαδή από μια πολιτική Αριστερά σε μιαν οικονομίστικη Αριστερά, από μιαν Αριστερά που διεκδικεί το συνολικό, δηλαδή το όλον, σε μιαν Αριστερά που εντός του συστήματος διεκδικεί το ατομικό, το μερικό, μια πιο εγωιστική Αριστερά. Ας το πούμε κυνικά: αυτή η Αριστερά είναι ακίνδυνη για το σύστημα, αλλά ζητάει «οικονομικό αντάλλαγμα» ώστε να είναι ακίνδυνη για το σύστημα. Λέμε όλοι ότι οι πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης είναι περίοδος ηγεμονίας των αριστερών ιδεών. Αλλά αυτές οι ιδέες πλήρωσαν ένα τίμημα ώστε να μπορούν να ηγεμονεύουν μέσα σε μιαν αδιαλείπτως καπιταλιστική κοινωνία.
Τούτη η ιδεολογική διεργασία (στην οποία οφείλεται η μεγάλη πολιτική επιτυχία του ΠΑΣΟΚ) συνοδεύτηκε και από μιαν αντίστοιχη οικονομική διεργασία, την οποία έχουμε ήδη υπαινιχθεί προηγουμένως: το Δημόσιο, προκειμένου να εξασφαλίσει το «αντάλλαγμα», αρχίζει να τυπώνει χρήμα αλλά και να δανείζεται χρήμα (ειρήσθω εν παρόδω: το τύπωμα, δηλαδή ο πληθωρισμός οδηγεί σε μαζική φυγή εγχωρίων κεφαλαίων στο εξωτερικό προς εξασφάλιση της αξίας τους κι αυτό πέραν του ότι στερεί πόρους για την ανάπτυξη, δημιουργεί ανάγκη περαιτέρω εξωτερικού δανεισμού οδηγώντας σε έναν φαύλο κύκλο). Αυτή η συνεχιζόμενη κατάσταση του δανεισμού από το κράτος προς εξυπηρέτηση ατομικών αναγκών δημιουργεί στους Έλληνες μιαν αντίστοιχη ιδεολογία. Την ιδεολογία ότι το κράτος ορίζει το χρήμα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται μια απέραντη πηγή πλούτου από την οποία μπορεί να διεκδικήσει κανείς το μερτικό που αναλογεί στις ανάγκες του. «Δεν θα κερδίσεις αν δεν διεκδικήσεις» έγραφε ένα πανό των περσινών (και τελευταίων) αγροτικών κινητοποιήσεων, εκφράζοντας με τον πιο λακωνικό τρόπο τη διάχυτη ιδεολογία που στο μεταξύ είχε εδραιωθεί όχι μόνο στους εργαζομένους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα αλλά στο σύνολο σχεδόν του πληθυσμού, ότι δηλαδή δεν κερδίζουμε (ή δεν κερδίζουμε μόνο) πουλώντας τα προϊόντα και τις υπηρεσίες μας στην αγορά, αλλά διεκδικώντας μαχητικά μερίδια από τον απέραντο δημόσιο κορβανά. Υπερβάλλοντας κάπως μπορούμε να πούμε ότι στην Ελλάδα δημιουργήσαμε έναν δεύτερο, παράλληλο προς τον καπιταλιστικό, τρόπο παραγωγής που συνίσταται στην ατομική (ή και κλαδική) ιδιοποίηση δημόσιου χώρου, με τη έννοια όχι μόνο του δημόσιου χρήματος ή της δημόσιας γης, αλλά της δημόσιας σφαίρας γενικότερα. Γιατί αυτό που ξεκίνησε ως οικονομική συνδρομή του κράτους σε έναν ταλαιπωρημένο πληθυσμό, πολύ σύντομα κατέληξε σε ένα γενικευμένο πλιάτσικο των ατόμων εναντίον της δημόσιας σφαίρας, σε ατομική εδώ και τώρα κατανάλωση της δημόσιας σφαίρας.
Το φαινόμενο, όπως είπαμε, υπερέβη το δημόσιο χρήμα και επεκτάθηκε σε όλες τις εκφάνσεις αυτού που αποκαλούμε δημόσιο χώρο. Ας θυμηθούμε για παράδειγμα ότι στο σκάνδαλο Βατοπεδίου και με αφορμή δημόσιες εκτάσεις γύρω από τη Θεσσαλονίκη που περιήλθαν μέσω ανταλλαγών στη Μονή, η οποία και τις πούλησε, αυτοί που αντέδρασαν δεν ήταν τίποτε αγανακτισμένοι πολίτες, αλλά οι δικηγόροι μιας ομάδας γονέων, οι οποίοι προόριζαν (ή το κράτος τους είχε υποσχεθεί) τις ίδιες αυτές δημόσιες εκτάσεις για να προικίσουν τις κόρες τους, για μιαν άλλη ιδιοποίηση δηλαδή. Η εικόνα είναι χαρακτηριστική γιατί δείχνει μια διαμάχη όλων εναντίον όλων με λάφυρο τον δημόσιο χώρο, μια μάχη του ατόμου εναντίον κάθε μορφής κοινωνικής συγκρότησης. Αλλά δεν ήταν μόνον οι υλικές εκφάνσεις του δημοσίου χώρου (γη, χρήμα) που διεκδικήθηκαν προς ιδιωτικοποίηση, τα ίδια έπαθαν και οι έννοιες, το περιεχόμενο των οποίων και αυτό στρεβλώθηκε. Η έννοια της γνώσης, για παράδειγμα, ως δημοσίου αγαθού, ως αγαθού δηλαδή από το οποίο ωφελείται όλη η κοινωνία, στρεβλώθηκε, αποστερήθηκε του κοινωνικού της περιεχομένου, ιδιωτικοποιήθηκε, κατάντησε ένα κενό γνωστικού περιεχομένου αποδεικτικό χαρτί προς ιδιωτική επαγγελματική εξαργύρωση (και εδώ αξίζει να σκεφτεί κανείς τι ρόλο έπαιξαν τα δανεικά χρήματα, δηλαδή τα ψεύτικα χρήματα, στη δημιουργία ψεύτικων επαγγελματιών). Η ίδια η έννοια της κοινωνίας, ο τρόπος που καταλαβαίνουμε την κοινωνία και τις συλλογικότητες γενικότερα, στρεβλώθηκε κι αυτή. Συλλογικότητα κατέληξε να θεωρείται το άθροισμα χιλιάδων ή εκατομμυρίων επί μέρους ατομικοτήτων και κοινωνικό συμφέρον το άθροισμα όλων αυτών των ατομικών συμφερόντων. Αλλά όσες ατομικότητες και αν προσθέσει κανείς, τίποτε συλλογικό δεν προκύπτει ως άθροισμα, αν δεν προηγηθεί ένας μετασχηματισμός του ατομικού, μετασχηματισμός που αυτός και μόνον αυτός δημιουργεί μια νέα διάσταση, τη διάσταση του συλλογικού, έναν νέο χώρο, τον δημόσιο χώρο. Όταν λοιπόν λέμε ότι ο δημόσιος χώρος λεηλατήθηκε, κατακλύσθηκε από το ατομικό, δεν περιγράφουμε μόνο μιαν υλική λεηλασία, αλλά μια διαδικασία έκλειψης της ίδιας της έννοιας του δημόσιου χώρου. Η οικονομική χρεοκοπία του Δημοσίου που ζούμε εδώ και έναν χρόνο δεν είναι παρά η ποσοτική έκφανση του συνολικότερου αυτού φαινομένου. Η ανομία –γιατί οι νόμοι δεν είναι κι αυτοί παρά μια συνθήκη συνοχής του δημόσιου χώρου– είναι μια άλλη έκφανση αυτής της καταστροφής.
Αν, όπως είπαμε, το Δημόσιο είμαστε όλοι εμείς αλλά μετασχηματισμένοι (σαν από έναν καθρέφτη μέσω του οποίου βλέπουμε ο καθένας τον εαυτό του υπό το πρίσμα της κοινωνίας), ο κατακλυσμός και η καταστροφή του δημόσιου χώρου από την έκρηξη της ατομικότητας περιγράφει απλούστατα μία κατάσταση όπου το άτομο, ο κλάδος και γενικότερα το μερικό, στρέφεται εναντίον του γενικού και μέσω αυτού εναντίον όλων ημών των άλλων μεμονωμένα. Η ιδιοποίηση του δημόσιου χώρου σημαίνει λοιπόν γενικευμένο πόλεμο του καθ' ενός εναντίον του διπλανού του, του ενός κλάδου εναντίον του άλλου κλάδου, του σημερινού συνταξιούχου εναντίον του αυριανού συνταξιούχου, της σημερινής γενιάς εναντίον των επομένων, μια ζωή αφόρητη έξω από τα ιδιωτικά μας καταφύγια εκεί όπου αρχίζει η κοινωνική ζούγκλα, σημαίνει τελικά την καταστροφή της πολιτικής και του πολιτισμού.
Η ιδεολογική αλλά και «αγωνιστική» συμβολή της μεταπολιτευτικής Αριστεράς (όσο κι αν δεν κυβέρνησε ποτέ) σε αυτή την έξαρση του ατομικισμού και την καταστροφή του δημόσιου χώρου ήταν και είναι καθοριστική. Η Αριστερά προσχώρησε ασμένως στη λαϊκιστική στρέβλωση δικών της ιδεών κατά τη δεκαετία του 1980 και έχει καταλήξει σήμερα να είναι προνομιακός –αλλ' όχι μοναδικός1– υπερασπιστής του ανδρεοπαπανδρεϊσμού της δεκαετίας αυτής. Η ρεαλιστική δυνατότητα, η ρεαλιστική διέξοδος, δημιουργίας χρήματος (και διά του δανεισμού) από το κράτος, γρήγορα έστρεψε την ταξική πάλη από το κεφάλαιο προς το κράτος, από τον ιδιωτικό τομέα στον δημόσιο χώρο. Η Αριστερά κατανόησε τον εαυτό της ως προνομιακό φορέα αυτής της διεκδίκησης δημοσίου χώρου, αλλά με τον δικό της τρόπο: όχι τον κυβερνητικό-αναδιανεμητικό, αλλά τον αγωνιστικό. Σε κάθε περίπτωση η Αριστερά, ταυτίζοντας το κράτος με το κεφάλαιο, έστρεψε τη διεκδίκηση εναντίον του κράτους, εναντίον της θεσμισμένης υπαρκτής συλλογικότητας. Ταυτίστηκε με επιμέρους κοινωνικά στρώματα, κλάδους ή άτομα (του δημοσίου τομέα αλλ' όχι μόνο), συμμάχησε με το μερικό εναντίον του γενικού, συμμάχησε με το άτομο εναντίον του κράτους. Γι' αυτή την Αριστερά που έχει υιοθετήσει τη σκοπιά του ατόμου, το κράτος, ακόμα και εν καιρώ δημοκρατίας, δεν είμαστε όλοι εμείς, δεν είναι καν «δικό τους και δικό μας», είναι ξένο, ανήκει στον αντίπαλο, είναι ο πολιτικός φορέας του καπιταλισμού που πρέπει να καταστραφεί. Η υιοθέτηση της σκοπιάς του ατομικού και του μερικού φτάνει σε τέτοιο σημείο ώστε, έστω και η απόπειρα να σκεφτεί κάποιος από τη σκοπιά του γενικού, να καταγγέλλεται ως κυβερνητισμός. Ακόμα και τα ασφαλιστικά ταμεία δεν είναι για αυτή την Αριστερά δικά μας, δεν ανήκουν στους εργαζόμενους, αλλά αντιμετωπίζονται σαν να είναι ξένα, ένας θεσμός κατάλληλος, από τη σκοπιά του ατόμου και του ατομικισμού, μόνο για άρμεγμα. Η ταξική πάλη, από πάλη των εργαζομένων εναντίον του κεφαλαίου, μετασχηματίστηκε σε πάλη του ατόμου ενάντια στο κράτος (ως εκ τούτου η Αριστερά αυτή συμπορεύεται φυσιολογικά και εκ των πραγμάτων με τον αντιεξουσιαστικό χώρο γυρίζοντας το ρολόι της ιστορίας της διακόσια χρόνια πίσω). Η Παπαρήγα έκανε μια πολύ ωραία και πολύ αριστερή ομιλία - ανάλυση στη συζήτηση για το μνημόνιο στη Βουλή, μόνο που συνέχεε διαρκώς το κεφάλαιο με το κράτος. Την ίδια βδομάδα, έξω από τη Βουλή, δήλωνε στους δημοσιογράφους: «κι έτσι κι αλλιώς θα μας τα πάρουν». Ποιοι είναι αυτοί; Το Δημόσιο. Ποιοι είμαστε εμείς; Τα άτομα. Τι θα μας πάρουν; Φόρους. Αλλά για την Παπαρήγα, «αυτοί» ήταν το κεφάλαιο και «εμείς» οι εργαζόμενοι.
Η υιοθέτηση της σκοπιάς του ατομικισμού ήταν η αιτία της επιτυχίας και της επιβίωσης της Αριστεράς στην Ελλάδα σε μια περίοδο που, μετά και την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και μαζί τού συλλογικού οράματος της Αριστεράς, σε άλλες χώρες της Ευρώπης η Αριστερά μπήκε στο περιθώριο. Αλλ' η διαπίστωση αυτή είναι ταυτόσημη με την απόφανση ότι αυτός, η παρόξυνση του ατομικισμού, υπήρξε ταυτόχρονα και ο ιστορικός της ρόλος την τελευταία τριακονταετία στην Ελλάδα και με αυτή την έννοια η Αριστερά συνέβαλε το μερτικό της στη σημερινή χρεοκοπία του συνόλου και στα δεινά των ατόμων που αυτή συνεπάγεται. Δεν ήταν βέβαια αυτές οι προθέσεις της όταν ξεκινούσε τη μεταπολιτευτική της πορεία. Για άλλο ταξίδι είχαν ξεκινήσει τόσες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, όταν μαζεύονταν τότε στα στάδια για να τραγουδήσουν Θεοδωράκη. Ακόμα και σήμερα, που τα πράγματα έχουν ξεκαθαρίσει, δεν μπορούμε να πούμε ότι η πολιτική Αριστερά ασκεί συνειδητά αυτόν τον ιστορικό ρόλο. Άλλοι φαντάζονται, καλλιεργώντας τον ατομικισμό, ότι ασκούν πολιτική ζύμωσης για να καταδείξουν στο άτομο ότι το σύστημα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες τους. Άλλοι απολαμβάνουν την αγωνιστική διεκδίκηση ατομικιστικών αιτημάτων ως προοίμιο ευρύτερων επαναστατικών αγώνων. Σίγουρα, όλοι βρίσκουν ένα ρόλο, μια θέση σε όλη αυτή την ιστορία, ρόλο που τους επιτρέπει να υπάρχουν ως αριστεροί στην αγορά της Αριστεράς (για να μην πούμε τίποτα χειρότερο). Σε πείσμα όμως όλων, η ιστορία δεν γράφεται από τις υποκειμενικές προθέσεις μας, αλλά από τις πράξεις μας και τα αποτελέσματά τους, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο αυτές αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον.
Ξαναγυρίζουμε έτσι στη γνώση του περιβάλλοντος
[Γέρασε η γιορτή, κορίτσια!]
σχόλια