Με άλλη μια Μεγάλη Εβδομάδα σε εξέλιξη, φουντώνει στα κοινωνικά δίκτυα αλλά και σε συζητήσεις καθημερινές ο αιώνιος «πόλεμος» μεταξύ απίστων και θρησκευόμενων με τους μεν να κατηγορούν τους δε για δεισιδαιμονία, ανορθολογισμό, φανατισμό, μισαλλοδοξία και τους δεύτερους να καταλογίζουν στους πρώτους ασέβεια, κακεντρέχεια, βλασφημία κ.λπ., πράγμα που καθιστά αμφότερους ξένους στην ίδια πόλη.
Οι γκρίνιες αφορούν, βέβαια, κυρίως τους πρώτους που ειδικά τις γιορτινές μέρες, Χριστούγεννα, Πάσχα και τα συναφή μετατρέπονται σε «απόκληρους», σε καταπιεζόμενη μειονότητα εφόσον όλα, από το τηλεοπτικό πρόγραμμα, τις διαφημίσεις και τον στολισμό μέχρι τις προσφορές και το ωράριο των καταστημάτων, κινούνται στους ρυθμούς των πιστών. Αρχίζουν να βγάζουν στη φόρα, οπότε, όλα τα άπλυτα του «εφαρμοσμένου» χριστιανισμού, από τον μισογυνισμό του Παύλου, τα εγκλήματα της Ιεράς Εξέτασης και τις Σταυροφορίες μέχρι τους υποχρεωτικούς προσηλυτισμούς και τα «ουκ έστιν αριθμός» πολιτικά, οικονομικά και σεξουαλικά σκάνδαλα των επί γης αυτοχρισθέντων εκπροσώπων του Υψίστου. Ο Μαρξ, ο Φρόιντ, ο Μπέρναρντ Ράσελ και φυσικά επιφανείς νεότεροι άθεοι στοχαστές όπως οι Ρίτσαρντ Ντόκινς, Κρίστοφερ Χίτσενς, Μισέλ Ονφρέ έχουν την τιμητική τους. Άλλοι γίνονται ακόμα πιο σκωπτικοί: «Λατρεύουν ένα σταυρωμένο ξόανο», «περιφέρουν ένα πτώμα» κι άλλα τέτοια σατανικά, που σηκώνουν κάγκελο τις τρίχες των ευλαβών. Σε αυτά προστίθενται τα διαχρονικά παράπονα για το πρωινό αγουροξύπνημα από τις καμπάνες των εκκλησιών και την ηχορρύπανση από τις ψαλμωδίες που αρκετές επιμένουν να βάζουν στη διαπασών. Για να μην αναφέρω τους μη ορθόδοξους φανατικούς vegs που βιώνουν ειδικά το Πάσχα σαν ηθικό/αισθητικό/διατροφικό Ολοκαύτωμα και βγάζουν την Ανάσταση «στεγνά», με πατάτες φούρνου, τυρί σόγιας και μαρουλοσαλάτα.
Οι ευσεβείς πιστοί, τώρα, παίζουν μπάλα στο δικό τους γήπεδο οπότε γίνονται είτε εξίσου εριστικοί - «άμα δε σας αρέσει εδώ να πάτε στη Σαουδική Αραβία/ τη Βόρεια Κορέα/την Αλβανία του Χότζα/ την Καμπότζη του Πολ Ποτ» - είτε πιο μεγαλόθυμοι, ανάλογα το βαθμό διαλλακτικότητάς τους. Οικτίρουν, οπότε, τους άπιστους Θωμάδες για πεζότητα, κόμπλεξ, έλλειψη ευαισθησίας, «ταλιμπανισμό» από την ανάποδη (οι πιο «διανοούμενοι», εννοείται - οι υπόλοιποι μας ξαποστέλνουν κατευθείαν στο πυρ το εξώτερον). Θεωρούν, βεβαίως, αυτονόητο ότι όλοι – άθεοι, αγνωστικιστές, αλλόθρησκοι, ετερόδοξοι - πρέπει να συμμερίζονται τη δική τους λατρεία, έστω κι αν αυτή συμπεριλαμβάνει την υποδοχή μιας τεχνητής φλόγας με τιμές αρχηγού κράτους. Οι περισσότεροι από αυτούς, μάλιστα, σκοτίστηκαν αν εκατοντάδες χιλιάδες αλλόθρησκοι, αλλόδοξοι, μη οπαδοί της κυρίαρχης θρησκείας συμπολίτες τους έχουν τις ίδιες δυνατότητες, τα ίδια δικαιώματα που αυτονόητα απολαμβάνουν εκείνοι - η Αθήνα π.χ. παραμένει η μοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα δίχως ένα, έστω, ισλαμικό τέμενος, όταν τζαμί διέθετε ακόμα κι η βυζαντινή Κωνσταντινούπολη κι εκείνο που προαναγγέλθηκε στον Βοτανικό θα είναι, λέει, «κολοβό», άνευ μιναρέ). Η πλάκα είναι ότι μια μικρή μειοψηφία πιστεύει πραγματικά – οι άλλοι απλώς ακολουθούν μια ακόμα κοινωνική σύμβαση που κόβουν και ράβουν στα δικά τους μέτρα.
Προσωπικά βαριέμαι αφάνταστα τις εμμονές και των μεν και των δε. Απεχθάνομαι τους κάγκουρες που σε θεωρούν αυτονόητα στόχο για τα πυροτεχνήματά τους, που το τερματίζουν με φουλ λαϊκά/δημοτικά ολημερίς την Κυριακή του Πάσχα, που τρώνε μέχρι εμετού στήνοντας στα γιορτινά τραπέζια πυραμίδες ολόκληρες από μισοφαγωμένα κόκαλα. Τους υποκριτές που σπεύδουν όλο κατάνυξη συν γυναιξί και τέκνοις τις μεγαλογιορτές στην εκκλησία και την επομένη γίνονται ξανά απατεώνες, λαμόγια, εκμεταλλευτές, καταπιεστές, μισαλλόδοξοι (ουαί υμίν). Τους ρασοφόρους τράγους που ιερουργούν με το ένα χέρι, κλέβουν το παγκάρι του φτωχού με το άλλο. Κάτι τέτοιοι τύποι γίνονται η καλύτερη κοπριά για να λιπανθούν και να θεριέψουν ζιζάνια τύπου ΧΑ.
Ωστόσο τους φανατισμούς παλιότερων χρόνων, όσο δικαιολογημένους, έχει αντικαταστήσει μία πιο χαλαρή, πιο αποστασιοποιημένη αντιμετώπιση των πραγμάτων. Ποιος είμαι εγώ που θα απαγορεύσω στη θεοσεβούμενη γιαγιά π.χ. να βιώσει όπως εκείνη έχει μάθει το θείο δράμα αλλά και την αίσθηση του ανήκειν σε μια κοινότητα; Τι να πω στην ανιψούλα που περιμένει δώρο λαμπάδα Πασχαλινή, να την ξεχάσει και να πάψει να πιστεύει σε παραμύθια; Μα έχει όλο τον καιρό να το κάνει μεγαλώνοντας. Προς τι να ζαλίζω με αθεϊστικά κηρύγματα τον γείτονα – έναν ήσυχο, καλόβολο άνθρωπο – που κάνει και τον ψάλτη, όταν έτσι εξασφαλίζει την προσωπική του ισορροπία και ηρεμία; Σάμπως δεν έγραψαν υψηλή ποίηση η Κασσιανή κι ο Ρωμανός ο Μελωδός; Γιατί να μην επιτρέψω στον ορθολογισμό μου να συμμεριστεί τη συγκίνηση ενός μακραίωνου κοινωνικού μύθου πάνω στον αέναο κύκλο θανάτου/αναδημιουργίας που επανέρχεται κατά καιρούς με διαφορετικό ιστορικό προσωπείο (Ιστάρ, Ώρος, Διόνυσος, Ορφέας, Ιησούς); Άσχετα αν εγώ την ώρα της περιφοράς του Επιταφίου καταβροχθίζω, ας πούμε, κοψίδια ή κάνω άλλα «του διαβόλου» πράγματα. Το πολύ ο Κύριος να με εκδικηθεί ανεβάζοντάς μου τη χοληστερίνη.
Αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι πρόκειται για μύθους μεν, ζωτικής σημασίας για το κοινωνικό φαντασιακό δε. Εξίσου θα σεβόμουν μια αντίστοιχη ισλαμική, εβραϊκή, ινδουιστική ή παγανιστική γιορτή κι ας μην πιστεύω στον Αλλάχ, τον Γιαχβέ, τον Σίβα ή τα παγανά. Πείτε με ό,τι θέτε αλλά το βρίσκω μίζερο να είμαι ο γκρινιάρης στη χαρά της παρέας (με την ευρύτερη έννοια), κι ας τη θεωρώ επίπλαστη. Για τον ίδιο λόγο ανταλλάσσω ευχές στις ονομαστικές εορτές κι ας μην ήταν ποτέ οι βίοι αγίων το αγαπημένο μου ανάγνωσμα. Προτιμώ να δείχνω την ανοχή, την κατανόηση και τη μακροθυμία που κι ο ίδιος επιθυμώ για τα δικά μου πιστεύω, δίχως αυτό να με εμποδίζει να ασκώ, ταυτόχρονα, την αυστηρότερη κριτική. Γιατί απλά αυτό επιβάλλουν οι κανόνες της συνύπαρξης. Το ότι οι άλλοι, οι πολλοί μπορεί να μην τους σέβονται δεν αλλάζει τη δική μου στάση ζωής. Αρκεί φυσικά να μη μου πατάνε τον κάλο, έτσι;
«Αλλά τότε πώς θα ανατρέψουμε τους κυρίαρχους μύθους; Πώς θα θριαμβεύσει, επιτέλους, ο Διαφωτισμός;». Μα οικοδομώντας ή αποδομώντας, αν θέλετε, παράλληλα τους δικούς μας, όπως άλλωστε συμβαίνει στις περισσότερες νεωτερικές κοινωνίες. Η εμπειρία εξάλλου λέει ότι το πρόβλημα δεν είναι τόσο οι θρησκείες ή οι ιδεολογίες καθαυτές. Είναι το πώς οι άνθρωποι τις ερμηνεύουν και τις εφαρμόζουν, καλύπτοντας συχνά με τον μανδύα της αυθεντίας ή του υπερβατικού εντελώς «γήινα» συμφέροντα, επιδιώξεις και σκοπιμότητες. Ένα μειονέκτημα της «στρατευμένης» αθεϊας, πάλι, είναι ότι ο υπερβάλλων ζήλος της την κάνει συχνά να θυμίζει δόγμα θρησκόληπτων φονταμενταλιστών. Μακράν από το να είναι το Απόλυτο Καλό, οι θρησκείες καθαυτές, όσο βέβαια δεν επιβάλλονται διά ροπάλου, δεν είναι μήτε το Απόλυτο Κακό. Όταν δεν χρησιμοποιούνται σαν άλλοθι ή όργανα επιβολής, οι μεταφυσικοί κανόνες – ανθρώπινα δημιουργήματα κι αυτοί, εξάλλου - μπορεί να είναι αποτελεσματικότεροι στη διαμόρφωση μιας στοιχειώδους ατομικής και κοινωνικής ηθικής εκεί όπου η αθεϊστική υπέρβαση παραμένει μια μακρινή προοπτική.
Το θεμελιώδες ζήτημα, εντέλει, δεν είναι αν υπάρχει κάποιος θεός, κάτι που αυστηρά επιστημονικά μιλώντας λογίζεται στις μέρες μας μάλλον απίθανο, αλλά ο συναισθηματικός, κοινωνικός και πολιτισμικός ρόλος των θρησκειών. Μόνο κατανοώντας τον μπορεί κανείς να τον αμφισβητήσει σοβαρά ή να τον ανατρέψει αντιπροτείνοντας κάτι σοφότερο και προς τούτο χρειάζεται να έχει καταρχήν συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου, τη μόνη ανθρώπινη βεβαιότητα κι αφετηρία κάθε μεταφυσικού ιδεολογήματος. Κάτι που, ωστόσο, επιτυγχάνεται θαυμάσια και δίχως θρησκευτικά δεκανίκια, καταπώς έδειξαν οι Επικούρειοι και οι Υπαρξιστές. Καλή Ανάσταση, λοιπόν, όπως καλή ελπίδα, όπως καθένας και καθεμία την εννοεί.
σχόλια