Ο Γιάννης Μόσχος, σκηνοθετεί για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Αθηνών και προτείνει μια σύνθεση βασισμένη κυρίως σε διηγήματα, αλλά και σε αποσπάσματα από θεατρικά έργα του Τσέχοφ που θα παιχτούν στην Πειραιώς 260 από 18 έως 20 Ιουλίου. Ένα ψηφιδωτό των προσώπων και των θεματικών του συγγραφέα. Ένα σύμπαν ανθρώπινων ζωών τόσο διαφορετικών αλλά και τόσο όμοιων μεταξύ τους. Παραλλαγές του ίδιου θέματος: της κωμικοτραγικής προσπάθειάς μας να ανακαλύψουμε πώς να ζήσουμε, πώς να δικαιώσουμε την ύπαρξή μας, να βρούμε το «νόημα».
Στην παράσταση χρησιμοποιούνται και αποσπάσματα από τα θεατρικά έργα του Τσέχοφ: Βυσσινόκηπος, Θείος Βάνιας και Τρεις αδελφές.
__________________________
Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη Γιάννη Μόσχο και μιλήσαμε για τον Τσέχοφ, την παράσταση που σκηνοθετεί και την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Γιατί επιλέξατε τον Τσέχοφ για τη σύνθεσή σας;
Με συγκινεί πολύ στον Τσέχοφ η στοχαστική παρατήρησή του πάνω στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Αν και εκθέτει όλη τη μικρότητα του ανθρώπου, την ίδια στιγμή φωτίζει και όλο το μεγαλείο του. Η κατανόηση και η αγάπη που έχει ο Τσέχοφ για τον άνθρωπο είναι για μένα οδηγός ζωής. Και χρωστάω στον σπουδαίο αυτόν συγγραφέα και μια μεγάλη αποκάλυψη: η ζωή είναι περισσότερο μια κωμωδία παρά μια τραγωδία. Δεν έχω βέβαια ακόμα την ωριμότητα να αποδεχτώ πλήρως τη φαιδρότητα των δικών μου μικρών, προσωπικών δραμάτων, αλλά όσο μεγαλώνω αρχίζω, ευτυχώς, και το αντιλαμβάνομαι.
Ποιος είναι ο κοινός πυρήνας των διηγημάτων του Τσέχοφ που παρουσιάζονται στην παράσταση;
Η κωμικοτραγική προσπάθεια που κάνουμε όλοι μας να δικαιώσουμε την ύπαρξή μας. Δέκα μικρές ιστορίες για την αγωνιώδη μας προσπάθεια ν’ αποδείξουμε στους εαυτούς μας και στους άλλους πως είμαστε σημαντικοί, παραγνωρίζοντας το γελοίο των προσπαθειών μας και αρνούμενοι τη θνητότητά μας.
Τι κάνουν οι ήρωες του έργου για να βρουν το νόημα της ζωής;
Ό,τι κάνουμε όλοι μας: ερωτεύονται, ζευγαρώνουν, χωρίζουν, κυνηγούν το χρήμα, καταναλώνουν αγαθά και ανθρώπους, ανταγωνίζονται τους άλλους, πασχίζουν να διακριθούν, περηφανεύονται για τα κατορθώματά τους, κάνουν εν ολίγοις ό,τι μπορούν για να προσδώσουν μια κάποια αξία στη ζωή τους.
Πώς καταφέρνουμε να ξεγελάσουμε τον θάνατο;
Όσοι αποκτούν απογόνους καταφέρνουν, νομίζω, στα σίγουρα να ξεγελάσουν τον θάνατο. Δεν θα ξεχάσω τη φράση που μου είπε η μητέρα μου τη μέρα που γεννήθηκε το παιδί του παιδιού της (ο εγγονός της και ανιψιός μου): «Αγόρι μου, σήμερα νομίζω ότι θα πεθάνω από τη χαρά μου». Και δεν ήταν σχήμα λόγου, το εννοούσε με όλη της την καρδιά. Για εμάς τους υπόλοιπους, που δεν έχουμε και δεν πρόκειται να αποκτήσουμε παιδιά, υπάρχουν ευτυχώς δυο μεγάλες καταφυγές: ο έρωτας και η –όποιου είδους– δημιουργία.
Ποιος από τους ήρωες του έργου σας φαντάζει πιο ακραίος; Ποιος πιο κοντά σε μας;
Κανείς δεν μου φαίνεται ακραίος, σε όλους τους ήρωες αναγνωρίζω ένα κομμάτι του εαυτού μου και των συμπεριφορών μου. Όπως πιστεύω ότι θα συμβεί και με τους θεατές που θα παρακολουθήσουν την παράσταση. Ο Τσέχοφ εστιάζει το ενδιαφέρον του στον μέσο άνθρωπο, όχι στις ιδιαίτερες περιπτώσεις. Οι ήρωες του, όπως όλοι μας, είναι ικανοί για τις μεγαλύτερες αντιφάσεις: γενναιόδωροι αλλά και ιδιοτελείς, ταπεινοί αλλά και επηρμένοι, δοτικοί αλλά και άσπλαχνοι. Κι αυτές οι αντιφάσεις μάς είναι τόσο οικίες και αναγνωρίσιμες, είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής συμπεριφοράς μας.
Πως γίνεται ενώ έχουν αλλάξει τόσο οι εποχές να μην έχει αλλάξει τίποτα στην ανθρώπινη συμπεριφορά από την εποχή του Τσέχοφ;
Την ίδια απορία έχω κι εγώ! Πως είναι δυνατό να έχουν αλλάξει όλα κι όμως τίποτα να μην έχει αλλάξει; Είναι πραγματικά σπαρακτικό να ακούμε τους τσεχοφικούς ήρωες να αναρωτιούνται πως θα είναι η ζωή μετά από εκατό και διακόσια χρόνια. Να ‘μαστε λοιπόν εμείς εδώ, μετά από εκατό και πλέον χρόνια, ζώντας με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, το ίδιο χαμένοι και απροσανατόλιστοι.
Είναι άχαρες οι ζωές όλων μας όπως ισχυρίζεται ένας από τους ήρωες του έργου;
Η δικιά μου τουλάχιστον ζωή, και μάλλον των περισσοτέρων, είναι –στο μεγαλύτερο κομμάτι της– όντως άχαρη: γεμάτη επαναληψιμότητα, αγωνίες, προσδοκίες, σκληρή δουλειά (αλλά και μεγάλη τεμπελιά, αν θέλω να είμαι ειλικρινής), και τόσα άλλα πολλά φαιδρά και ασήμαντα. Αφήνω τόσες πολλές μέρες να περνούν έτσι, χωρίς κανένα νόημα, αλλά να όμως που υπάρχουν και κάποιες ελάχιστες μέρες που ξυπνώ από τον λήθαργο και πραγματικά ζω. Γιατί όμως είναι τόσο λίγες;
Μπορούμε εν τέλει να είμαστε ευτυχισμένοι έχοντας να αντιμετωπίσουμε καθημερινά τόσες δυσκολίες;
Η καθημερινότητά μας είναι βέβαια δύσκολη και φυσικά επιθυμούμε να περάσει γρήγορα προσδοκώντας σε άλλες, καλύτερες μέρες. Αλλά αυτές οι άλλες, σπουδαίες και σημαντικές ημέρες που περιμένουμε, σπανίως βέβαια έρχονται. Αυτή είναι, ως επί το πλείστον, η ζωή που θα ζήσουμε: κοπιώδης, πληκτική και ασήμαντη. Και γεμάτη όμως μικρές υπέροχες στιγμές: ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο που μας συγκινεί αιφνίδια, μια τυχαία συνάντηση με έναν παλιό φίλο που έχουμε καιρό να δούμε, ένα φλερτ βλεμμάτων με έναν άγνωστο περαστικό, ένα αστείο περιστατικό που μας κάνει ξαφνικά να ξεσπάσουμε σε τρανταχτά γέλια, ένα χάδι από τον σύντροφό μας, και τόσα άλλα πολλά καθημερινά «θαύματα». Μικρές στιγμές ευτυχίας που τις προσπερνάμε όλοι μας μ’ ευκολία. Όχι. Aυτές δεν μας είναι αρκετές. Σε εμάς αξίζει μια άλλη ευτυχία: μεγαλειώδης, ροζ, παραμυθένια. Γιατί αφήνουμε έτσι ανόητα να γλιστρά από τα χέρια μας η ευτυχία που πραγματικά μας προσφέρεται, αυτή που βρίσκεται τώρα, εδώ, μπροστά μας; Γιατί ποτέ τίποτα δεν μας είναι αρκετό; Μήπως έχετε εσείς κάποια απάντηση; Γιατί εγώ μόνο ερωτήματα έχω.
Ακολουθούν αποσπάσματα από τα έργα του Τσέχωφ που έχουν χρησιμοποιηθεί στην παράσταση
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
Μτφ. Γιώργος Δεπάστας
- ΣΤΗ ΜΟΣΧΑ
Θα μπορούσα να είμαι ένας άλλος άνθρωπος. Θα μπορούσα κι εγώ να μάθαινα κάτι· θα μπορούσα να μάθω τα πάντα αν ξερίζωνα από μέσα μου τον απολίτιστο εαυτό μου· θα μπορούσα να σπουδάσω και να αγαπήσω τον πολιτισμό, τη λογοτεχνία, τη μουσική, την αρχιτεκτονική, θα μπορούσα να ανασχεδιάσω τη Μόσχα, να διευρύνω τους εμπορικούς μας ορίζοντες, να κατεβάσω το ποσοστό της θνησιμότητας, να πολεμήσω την αμάθεια, τη διαφθορά, όλα όσα μας εμποδίζουν να ζήσουμε σαν άνθρωποι· θα μπορούσα να είμαι ευπρεπής, γλυκός, καταδεκτικός, πρόσχαρος· θα μπορούσα να χαίρομαι για την επιτυχία του άλλου, γιατί κάθε επιτυχία, ακόμα κι η παραμικρή, είναι ένα βήμα προς την πρόοδο και την ευτυχία. Ναι, θα μπορούσα! Θα μπορούσα! Αλλά δεν μπορώ.
- ΑΦΗΓΗΣΗ ΜΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ
Η ευτυχία ήταν δίπλα μου, μπορούσα να την αγγίξω. Συνέχισα να ζω ανέμελα χωρίς να προσπαθώ να καταλάβω τον εαυτό μου, χωρίς να ξέρω τι περιμένω ή τι θέλω από τη ζωή - και τα χρόνια έφευγαν και έφευγαν… Είχα γύρω μου ανθρώπους που με αγαπούσαν, οι γλυκιές νύχτες και οι φωτεινές ημέρες περνούσαν σαν αστραπή, τα αηδόνια κελαηδούσαν, τα στάχυα μοσχοβολούσαν - κι όλα αυτά, τόσο γλυκά και συναρπαστικά όταν τα θυμάσαι, με προσπέρασαν, όπως κι όλους τους άλλους, γρήγορα, χωρίς να αφήσουν ίχνη, χωρίς να καταλάβω την αξία τους, και διαλύθηκαν σαν την ομίχλη. Τι έγιναν; Πού πήγαν όλα αυτά;
- ΘΛΙΨΗ
Η θλίψη του Ιόνα επιστρέφει και σκίζει την καρδιά του πιο σκληρά από ποτέ. Τα μάτια του Ιόνα ψάχνουν ανήσυχα μέσα στο πλήθος που πηγαινοέρχεται στις δυο πλευρές του δρόμου. Δεν θα βρεθεί έστω ένας ανάμεσα σε τόσες χιλιάδες, για να τον ακούσει; Αλλά το πλήθος προσπερνάει γρήγορα, χωρίς να προσέχει τον Ιόνα και τη θλίψη του… Η θλίψη του είναι απέραντη, δεν έχει όρια. Αν έσκαγε η καρδιά του Ιόνα και χυνόταν έξω όλη του η θλίψη, θα πλημμύριζε τον κόσμο, κι ωστόσο κανείς δεν τη βλέπει. Είναι κρυμμένη σε ένα τόσο ασήμαντο κορμί, που δεν κανείς δεν θα την έβρισκε.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΝΑΛΕ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
Έχουν χρησιμοποιηθεί φράσεις από τον Βυσσινόκηπο σε μτφ. Θωμά Μοσχόπουλου, τις Τρεις αδελφές σε μτφ. Αλέξανδρου Ίσσαρη-Γιώργου Δεπάστα, τον Θείο Βάνια σε μτφ. Χρύσας Προκοπάκη.
- Μετά από χίλια χρόνια, οι άνθρωποι θ' αναστενάζουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, καθώς θα λένε: «Αχ, τι δύσκολη που είναι η ζωή!», μα θα φοβούνται ακριβώς όπως και σήμερα το θάνατο και δεν θα θέλουν να πεθάνουν. Η ζωή θα είναι ακριβώς όπως ήταν πάντα. Η ζωή δεν αλλάζει, παραμένει η ίδια, ακολουθώντας τους δικούς της νόμους, που εμάς δεν μας αφορούν και που ούτε θα μπορέσουμε ποτέ να ανιχνεύσουμε.
- Θα 'ρθει καιρός που θα καταλάβουμε τι σημαίνουν όλ' αυτά, για ποιο λόγο ζούμε, για ποιο λόγο υποφέρουμε;
- Μπορεί να νομίζουμε μόνο πως υπάρχουμε, ενώ στην ουσία είμαστε ανύπαρκτοι. Δεν ξέρω τίποτα, κανείς δεν ξέρει τίποτα.
- Δεν μπορεί να χωρέσει στο μυαλό μου η σκέψη ότι ένας ζωντανός άνθρωπος, εντελώς ξαφνικά και χωρίς κανέναν απολύτως λόγο, παύει να υπάρχει…
- Πόσες φλυαρίες αραδιάζουμε έτσι...χωρίς κανέναν απολύτως λόγο! Τι άχαρες που είναι οι ζωές μας! Ολονών μας!
H ταυτότητα της παράστασης:
Διασκεδαστικές ιστορίες περί θνητότητας
Μια σύνθεση βασισμένη σε διηγήματα του Άντον Τσέχοφ
Φεστιβάλ Αθηνών, Πειραιώς 260, Αίθουσα Ε
18,19 & 20 IOYΛIOY 2014
Μετάφραση διηγημάτων: Γιώργος Δεπάστας
Σύνθεση - Σκηνοθεσία: Γιάννης Μόσχος
Κίνηση: Ανθή Θεοφιλίδου
Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου
Σκηνικά-Κοστούμια: Τίνα Τζόκα
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Αλέξανδρος Μυλωνάς, Μιχάλης Οικονόμου, Εύη Σαουλίδου, Λυδία Φωτοπούλου
σχόλια