Μεγάλο σοκ, όπως σου είπα, η πρώτη γνωριμία με την Πόλη. Το Πέραν και η πεζοδρομημένη Μεγάλη Οδός, η σημερινή Ιστικλάλ (που τότε είχε ακόμα τα δέντρα της και το παραδοσιακό της λιθόστρωτο) με ζάλισε και με αιχμαλώτισε. Καμμιά δυστυχία δε θα μπορούσε ποτέ, συμπέρανα, να μην λιώσει κατά τον περίπατο σ’ αυτό το δρόμο. Και διακήρυξα πάραυτα πως η διφορούμενη ταυτότητα της γειτονιάς, που μετεωρίζεται μεταξύ ενός έντονου αν και ξεφτισμένου ευρωπαϊσμού και μιας ολοζώντανης αλλά διακριτικής Ανατολής, με αντιπροσώπευε απόλυτα. Το πρώτο συμπέρασμα, προϊόν ενθουσιασμού, ήταν βιαστικό. Η δεύτερη διαπίστωση διατηρεί την ισχύ της αυξημένη. Το Πέραν παραμένει το άντρο μου, η γειτονιά μου, ο μικρόκοσμός μου και η μεγάλη μου αγάπη. Όταν βρίσκομαι μακριά από την Πόλη, το Πέραν είναι πάντα που μου λείπει.
Γύρισα στο πλοίο σεληνιασμένος. Την επομένη, Σάββατο πρωί, ξαναπήρα τους δρόμους. Ανέβηκα και πάλι από το Γαλατά στο Πέραν και περπάτησα τον πεζόδρομο από τη μία άκρη στην άλλη, χαζεύοντας τα βιβλιοπωλεία. Με εντυπωσίασε το πλήθος των βιβλιοπωλείων στο ενάμισι αυτό χιλιόμετρο της Μεγάλης Οδού, αλλά και το πόσα βιβλία αναφέρονταν στην Πόλη. Σίγουρα, ένα κίνημα αστικής υπερηφάνειας αναπτυσσόταν στον τόπο. Αφού ενέδοσα ξανά στα γεμιστά μύδια και το καζάντιμπι, γύρισα στο πλοίο με μία κολασμένη αποφασιστικότητα που δε δεχόταν ουδεμία αντίρρηση. Το μύδι με είχε γεμίσει δυναμισμό.
«Ξέρετε τι αποφάσισα;» είπα με περισσή τσαχπινιά στον Αρχιλογιστή, για να καλύψω το μουλαρίσιο πείσμα που με είχε πιάσει και την πικράν αλήθεια ότι ανακοίνωνα, δεν ζητούσα. Για να μην τον στείλω τον άνθρωπο, θα κόντευε τα πενήντα, ευαίσθητες ηλικίες, και τι σου είναι ο άνθρωπος, σήμερα είναι, αύριο δεν είναι. «Τι;» «Θέλω μία εβδομάδα διακοπές. Θα κατέβω στην Πόλη την επόμενη φορά που θα αράξουμε και θα με παραλάβετε τη μεθεπόμενη». Ο αρχιλογιστής μούγκρισε, αλλά ούτε που με ένοιαζε αν ήταν το απειλητικό ή το προβληματισμένο μουγκρητό. Καμμία αντίρρηση δεν είχε. «Και αν σου πω όχι;» «Τότε να τα μαζέψω και να κατέβω εδώ τώρα». Για πλάκα το είπε, σοβαρά απήντησα, πάλι καλά που δεν παρεξηγήθηκε.
Έτσι κι έγινε. Την επόμενη σκάλα στην Πόλη, άλλαξα από τη λευκή στολή του λογιστή στα πολιτικά, μάζεψα ένα μπόγο και κατέβηκα. Ζέστη και υγρασία, άλλαξα κάτι δραχμές σε λίρες και κατέληξα σε ένα οικονομικό ξενοδοχείο, παλιό ξύλινο κονάκι, στο Τζανκουρταράν της Παλιάς Πόλης. Αμέσως μετάνιωσα. Γιατί μπορεί, μεν, το σημείο αυτό, ανάμεσα στην Αγία Σοφία και το Μαρμαρά, να ήταν ιδανικό για την περιδιάβαση στην Παλιά Πόλη, αλλά το βράδυ νέκρα. Το «Πέραν μου» ήταν αρκετά μακριά, και γρήγορα έπρεπε να προσανατολιστώ στο συγκοινωνιακό χάος της Πόλης. Ποτέ ξανά μακριά από το Πέραν και το Τάξιμ, είπα, και το τήρησα.
Την εβδομάδα εκείνη οι πρώτες γενικές εικόνες συνδέθηκαν σε μία γενική εντύπωση της Πόλης, εντύπωση που με σκλάβωσε κυριολεκτικά. Πήρα το πλοίο για τα Πριγκηπόνησα και βρέθηκα να κάνω τουρ της Χάλκης με έναν αξιωματικό του στρατού. Περπάτησα το Γαλατά στενό στενό, θαυμάζοντας τα παλιά μέγαρα των Εβραίων και των Λεβαντίνων, των Ελλήνων καπεταναίων. Ξετρύπωσα μία μία τις περισσότερες βυζαντινές εκκλησίες που σώζονται. Χάθηκα στο Φάτιχ με τις γυναίκες αντίσκηνα και τους άντρες με τις μούρες και τα ρούχα Ταλιμπάν. Βρήκα τα δύο σωζόμενα βυζαντινά ανάκτορα, τότε ακόμη επισκέψιμα. Εθίστηκα στο μπαλίκ-εκμέκ, το «σάντουιτς με ψητό ψάρι» που ψήνουν σε βάρκες στο Εμίνονου και τη Χαλκηδόνα (ΚαντίκιοΪ). Τότε, πριν τους βάλει χέρι η δημαρχία κατ’ εντολή των εστιατόρων, το σέρβιραν σε όλες τις ακτές της Πόλης. Έκανα την απαραίτητη κρουαζιέρα στο Βόσπορο, είδα την Βασιλική Κινστέρνα και εκείνη του Φιλοξένου, πριν τη μετατρέψουν σε κιτς εστιατόριο, και τα μωσαϊκά του Μεγάλου Παλατίου. Περπάτησα τα βυζαντινά τείχη σε όλο τους το μήκος. Ξετρύπωσα τα Οθωμανικά χάνια της Παλιάς Πόλης και τις επαύλεις του Βοσπόρου. Πήρα ένα ντολμούς γεμάτο κόσμο, μες στο οποίο με δάγκωσε η γαλοπούλα που κουβαλούσε μια Κούρδισσα. Ακολούθησα ένα κοπάδι πρόβατα και ένα βοσκό πάνω, σε παρακαλώ, στο Ταρλάμπασι Μπουλβάρ και κατέβηκα στη διαβόητη γειτονιά, άλλοτε Ρωμηομαχαλά του Πέραν...
Το σχέδιο καταστρώθηκε και ήταν αμετάκλητο. Όχι μόνο θα ερχόμουν να μείνω στην Πόλη, αλλά θα έγραφα και γι’ αυτήν, που τόσο με εντυπωσίασε. Αυτό που θα τριβέλλιζε καθημερινά το μυαλό μου για ενάμισι χρόνο θα ήταν η μετοικεσία. Πώς θα ερχόμουν και τι έπρεπε να κάνω για να παραμείνω το δυνατόν περισσότερο. Προς στιγμή, το σχέδιο φαινόταν απλό: θα έμενα στο κρουαζιερόπλοιο όσο άντεχα, για να μαζέψω το δυνατόν περισσότερα χρήματα. Λογάριαζα όμως χωρίς κάποιον μακρινό γενειοφόρο ξενοδόχο. Μια μέρα κατέβηκα μες στην τρελλή χαρά στην τραπεζαρία των αξιωματικών: είχε διαρρεύσει πως είχαν μαγειρέψει εκείνο το κολασμένο παστίτσιο. Καλησπέρησα μπαίνοντας μια ομήγυρη που απαξίωσε να μου απαντήσει, και που είχε καρφώσει το βλέμμα στην τηλεόραση. «Καλά μέρα μεσημέρι θρίλλερ βλέπετε;» ξεστόμισα και εισέπραξα ένα ιδιαίτερα απότομο πολυφωνικό σσσσσσς! Τέλος πάντως κάθισα, η τηλεόραση ήχο δεν είχε, μια εκνευριστική μουσική έπαιζε. Όταν στην οθόνη εμφανίστηκαν τα γράμματα Νέα Υόρκη - ΤΩΡΑ έμεινα με το πηρούνι μετέωρο. Παραλίγο να ξεχάσω και το παστίτσιο.
Αποφράς η 11η του Σεπτέμβρη εκείνου για τον τουρισμό των κρουαζιερόπλοιων, που πήρε τάχιστα την κατιούσα. Οι Αμερικανοί εξαφανίστηκαν, το ίδιο και οι νοτιοαμερικανοί και οι Ισραηλινοί, που άρχισαν να φοβούνται και τη σκιά τους. Ό,τι είχε αφήσει όρθιο η Δεύτερη Ιντιφάντα σαρώθηκε σε λίγες βδομάδες, ενώ οι ταξιδιωτικές ασφάλειες εκτινάχθηκαν στα ύψη. Παρέμεινα στο πλοίο άλλο ένα μήνα, ώσπου τα ταξίδια σταμάτησαν και επέστρεψα στη στεριά και τα διλήμματά μου. Ξεκίνησα την άσκηση επαγγέλματος σε ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο, μία ειλωτεία από τις δέκα το πρωΐ ως τις έξι ή και ενίοτε δέκα το βράδυ, με το φοβερό μισθό των 100.000 δραχμών. Έκανα μεταφράσεις συμβάσεων από τα ισπανικά και τα γαλλικά, έγραψα μια-δυο φορές προτάσεις και γνωμοδοτήσεις αλλά βασικά κλειδωνόμουν στην τουαλέτα: ίδρωνα και με έπιαναν κρίσεις πανικού σχεδόν καθημερινά. Ο οργανισμός μου αντιδρούσε βίαια: τι γυρεύεις εσύ εδώ μέσα;
Τω καιρώ εκείνω, λοιπόν, αν δεν είχες εκτίσει θητεία διαβατήριο δεν μπορούσες να ανανεώσεις (δεν ξέρω τι συμβαίνει σήμερα). Και η αναβολή μου λόγω σπουδών τελείωνε συντόμως. Το σκέφτηκα από δω, το σκέφτηκα από εκεί, αποφάσισα πως μια ψυχή που είναι να βγει ας βγει, πως (μη έχων άλλο διαβατήριο) δεν πρόκειται να γλιτώσω το πικρό τούτο ποτήριον και ας το πιω το συντομότερο. Το Μάρτιο του 2002 βρέθηκα στο στρατόπεδο νεοσυλλέκτων της Πολεμικής Αεροπορίας στην Τρίπολη, έχοντας περάσει το προηγούμενο βράδι στριφογυρίζοντας με την απορία αν έκανα σωστά.
Πρέπει να σου πω ότι, τουλάχιστον σε σχέση με την ειλωτεία και την ανία του δικηγορικού γραφείου, στην αεροπορία πέρασα θαυμάσια. Έβλεπα τα πάντα ως ένα σουρεαλιστικό επεισόδιο σε κωμική ταινία που αργά ή γρήγορα θα λάμβανε τέλος, και δε με σκότιζε τίποτα. Μετά τη βασική εκπαίδευση στην Τρίπολη πήρα μετάθεση για τη βάση της Αγχιάλου, όπου και παρέμεινα ένα χρόνο και βάλε, ως το τέλος της θητείας. Δουλειά γραφείου και άγχος ουδέν, και μια στολή που μου πήγαινε ακόμη καλύτερα και από εκείνη του πλοίου. Βρήκα καιρό να σκεφτώ την απόδρασή μου, αλλά και να μάθω κάποια βασικά τούρκικα. «Τι φάτσα συνοφρυωμένη είναι αυτή;» με ρώτησε μια μέρα η μόνιμη υπαξιωματικός, που σκότωνε κάθε μέρα τον εαυτό της με φραπέδες και τσιγάρα ενώ αργοπέθαινε από ανία. «Άστα. Η παθητική φωνή των τουρκικών ρημάτων με σκοτώνει.» Μεγάλη αίσθηση έζησαν και οι πιλότοι, όταν ο υπαξιωματικός που μοίραζε τον κατάλογο των πτήσεων αποφάσισε να τους μοιράσει και τις φωτοτυπίες μου με τα τουρκικά χρονικά επιρρήματα, έτσι για το καλό.
Ένα πράγμα είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πριν ακόμη καταταγώ. «Δεν με πειράζει να καθαρίζω τουαλέτες (με γάντια βέβαια), να σφουγγαρίζω πατώματα, να κόβω πατάτες, να καθαρίζω ταψιά, να βαράω σκοπιές. Ένα πράγμα δεν θα κάνω: δεν πρόκειται να φυλακιστώ 16 μήνες στην Ελλάδα ο κόσμος να χαλάσει». Θητεία ξεθητεία, υποχρεωτική και εξαναγκάσιμη, αλλά στο «φέρετρο» δε θα ξανάμπαινα. Γιατί φέρετρο θεωρούσα την Ελλάδα τότε, «τάφο του Ινδού» όπως έλεγε και η γιαγιά μου. Την είχα βαρεθεί, μου προκαλούσε ασφυξία και η ορμή μου προς φυγή ήταν τόσο δυνατή, που τίποτα δεν μπορούσε να την ηρεμήσει. Και για κανένα λόγο δε θα έμενα μακριά από την Πόλη, που μόλις είχα «ανακαλύψει» και μου είχε γίνει πραγματική εμμονή.
Μεταξύ μας, τουαλέττα δε χρειάστηκε να καθαρίσω παρά δυο-τρεις φορές, και αυτές στην αρχή της θητείας, με ωραιότατο γάντι μιας χρήσεως σε παρακαλώ. Και στα μαγειρεία δυο φορές μόνο με κάλεσαν για αγγαρεία. Περισσότερο ασχολήθηκα με δουλειές γραφείου, απόρρητα σήματα, παρουσιάσεις σε power point και μεταφράσεις κειμένων. Όσο για τις σκοπιές, αυτές – άνοιξη ή καλοκαίρι – μου έβγαζαν όλο το ρομαντικό και το βουκολικό, αν ήταν απόγευμα (μέχρι και φιλίες με κάτι μωρά αλεπουδάκια που έβγαιναν παγανιά για φαγητό έπιασα). Αν πάλι ήταν νύχτα, μου έβγαζαν κάτι σε ύπνο. Γρήγορα πρόσθεσα στο φάσμα των μερών που είχα κοιμηθεί απόμερες γωνιές υποστέγων, καρότσες οχημάτων παντός είδους, ένα έκτακτο χαντάκι, βαθύ και απόλυτα ξηρό με φοβερή θέα τα αστέρια, αλλά και το εσωτερικό ενός γιγάντιου τσιμεντοσωλήνα που βρήκα γλυκύτατα αναπαυτικό παρά την κλειστοφοβία μου, λες και τον είχαν παρατήσει εκεί για να με εξυπηρετήσει.
Μόνο μια φορά με έπιασαν στα πράσσα, και σε μουσκεμένα πράσα δη. Ήταν νύχτα φθινοπώρου και είχα σκοπιά στην παραλία της μονάδας. Έβρεχε λυσσαλέα, σα να είσαι στο ντους, δεν μπορούσα να κρυφτώ πουθενά και σύντομα έγινα μούσκεμα ως το κόκκαλο. Κρύφτηκα μες στην καλύβα-φυλάκιο. «Θα γίνω που θα γίνω μούσκεμα, σκέφτηκα, δεν ανοίγω και κανένα βιβλίο να περάσει και η ώρα;» Ήρθε λοιπόν ο καλός σου ο αξιωματικός εφόδου και χαμπάρι δεν πήρα, πώς να ακούσεις το αυτοκίνητο μες στην μπόρα; Με βρήκε μες στην καλύβα διπλωμένο να διαβάζω. «Τι κάνεις εσύ εκεί;» «Διαβάζω» του είπα φυσικότατα, και με μια απορία τύπου – μα δε βλέπεις άνθρωπέ μου; «Και τι διαβάζεις;» «Α, ένα οδοιπορικό στα αγγλικά. Λοιπόν, έχει γύρω από τη Μάρντιν, στη νοτιοανατολική Τουρκία, κάτι μοναστήρια...» Το άτομο είναι εντελώς γκάου, δεν είναι για τιμωρία, για τα σίδερα είναι, θα σκέφτηκε, μου υπέγραψε το χαρτί κανονικότατα και έφυγε μάλλον προβληματισμένος ο δυστυχής.
Θητεία ή όχι, που λες, είχα αποφασίσει πως στις άδειες που είχα θα ερχόμουν στην Πόλη «ο κόσμος να χαλάσει». Και σε αυτό φυσικά βοήθησε το ότι δεν μου κατέσχεσαν, μαζί με την ταυτότητα, και το διαβατήριο. Πειραματίστηκα λίγο με την ελληνική επαρχία, μπας και μου φύγει ο γκαϊλές. Έκανα τουρνέ όλο το Πήλιο, τις παραλίες του Παγασητικού, εντρύφησα στα τσιπουράδικα του Βόλου. Πέρασα τέλεια, δε λέω, αλλά εκείνη η γεύση από το γεμιστό μύδι, όπως καταλαβαίνεις, δεν έλεγε να φύγει από τον ουρανίσκο μου. Προς μεγάλη φρίκη και αγωνία των δικών μου, ετοίμασα ένα βαλιτσάκι και, ένα τετράμηνο μετά την κατάταξή μου, πήρα το δρόμο για το αεροδρόμιο (που τότε βρισκόταν ακόμα στο Ελληνικό). Οι γονείς μου, που ξέροντας τι μουλάρι είμαι δεν προσπάθησαν καν ιδιαίτερα να με μεταπείσουν, μου υποσχέθηκαν να μου φέρνουν ΙΟΝ αμυγδάλου στο κελλί μου σε κάθε επίσκεψη.
Περνώντας τα διαβατήρια αισθανόμουν λες και είχα μόλις φθάσει στο Άουσβιτς και περνούσα τη σελεξιόν. «Θα με στείλει στους φούρνους ή θα γλιτώσω;» Αστυνομικός με κοίταξε βαριεστημένα ενώ – είμαι σίγουρος – είχα πάρει το μπλαζέ υφάκι που παίρνω πάντα όταν με πιάνει τρόμος. Πέρασα χωρίς πρόβλημα και έτρεξα σχεδόν προς το αεροπλάνο, ησυχάζοντας μόνο μετά την απογείωση. Ούτε βέβαια στην Τουρκία είχα πρόβλημα, από πού να ξέρουν... Και να σου οι βόλτες στην Πόλη, και να σου ο πανικός της Μητέρας, που – ο διάβολος λες κι έβαζε το ποδάρι του – όποτε την έπαιρνα από το καρτοτηλέφωνο άρχιζε να σκούζει ο Μουεζίνης. «Είσαι φαντάρος και είσαι σε εχθρικό έδαφος, τον μπελά μας θα βρούμε» και τα τοιαύτα.
Το εγχείρημα «πάω στην Πόλη να πάρω ανάσα» επαναλήφθηκε ακόμη δυο φορές. Μόλις η περίφημη θητεία έλαβε τέλος μετά βαΐων και κλάδων, πέρασαν έντεκα μέρες και βρέθηκα ξανά στην Πόλη, αυτή τη φορά για τα καλά. Και ποτέ δε φανταζόμουν πόσο πιο εύκολο θα απέβαινε τελικά το να φτάσω στην Πόλη, ακόμη και ως στρατεύσιμος, από το να μπορέσω να παραμείνω. Πόσα θα έπρεπε το μυαλό μου να σκαρφιστεί για να κρατηθώ εδώ, μέχρι να βρω – μετά από ενάμισι χρόνο και βάλε – μόνιμη δουλειά...
οι φωτογραφίες είναι του Αρμενικής καταγωγής καλλιτέχνη Αρά Γκιουλέρ
σχόλια