Η ανυπαρξία ενός σοβαρού «θαύματος» στο Eurogroup, το βράδυ της 26ης Ιουνίου επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί με ένα δημοψήφισμα και με άπειρες χειροποίητες μικρές και μεγάλες online ντροπές.
Και κάπως έτσι, αντί για καταθέσεις «κουρεύτηκαν» φίλοι, «κόπηκαν» καλημέρες, χρονίως «μουγγοί» ομίλησαν, τεμπέληδες «χτύπησαν» 12ώρα στη δούλεψη του κυρίου Zuckerberg, εχθροί συνέπλευσαν και εν τέλει αγαπήθηκαν, «στέναξαν» τα quotes του Καζαντζάκη, του Αναγνωστάκη, του Χατζιδάκι, του Oscar Wilde και ο Ξυλούρης – σε κάποια αναμέτρηση που ποτέ του δεν θα μπορούσε, ο σοφός, να προβλέψει – «κονταροχτυπιόταν» σε clicks με τον Σάκη Ρουβά.
Το πράγμα φαινόταν ότι θα χοντρύνει από τα ξημερώματα του προηγούμενου Σαββάτου, μετά την περί δημοψηφίσματος ανακοίνωση. Τα πρώτα αζυγοστάθμιστα «σκάσε και φύγε», «ψόφα», «θάνατος στους ΝΑΙναίδες» περιφέρονταν σε «τοίχους» μέχρι πρότινος βουτηγμένους στο «κάπου αλλού» του χρήστη τους.
Ποτέ δεν πήραμε τόσους πολλούς στον λαιμό μας, από φόβο φυσικά, προπαγανδίζοντας τη μία ή την άλλη πλευρά, εμείς οι ψύχραιμοι, μπροστά στους τρομοκρατημένους «ρουφιάνους αλήτες» των καναλιών. (Για δες τώρα, πόσο μοιάζουμε...).
«Κάπου αλλού» με Παντελίδη ή με Mozart, «κάπου αλλού» με συνταγές για «εύκολο καλοκαιρινό γλυκάκι», «κάπου αλλού» με ημίγυμνες selfies και Christian Louboutin, «κάπου αλλού», μέχρι (που βρεθήκαμε επιτέλους εδώ) τα πρώτα έξαλλα κατεβατά υπέρ του ΝΑΙ ή του ΟΧΙ, αδιάφορο αλήθεια.
Και μετά πυρετός και παραδοξολογία και bullying. Από κόσμο που δύο μήνες πίσω έκλαιγε στα status του για τον αδικοχαμένο Γιακουμάκη.
«ΤΙ ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ; ΤΡΑΒΑ ΨΟΦΑ, ΜΩΡΗ ΚΟΙΜΗΣΩ, ΑΜΑ ΘΕΣ ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ!!!», έγραψε «φίλος» γιατρός (;) σε φίλη εκπαιδευτικό και έκτοτε δεν σταμάτησε να ποστάρει. Τα πάντα, για τα πάντα, ανά 10 λεπτά.
Η φίλη went off line μέχρι σήμερα. Είχε προλάβει να ψελλίσει σε περίπου 10 λέξεις, χωρίς αποσιωπητικά και θαυμαστικά, ότι χρειάζεται ψυχραιμία και καθαρό κεφάλι μέχρι την Κυριακή. Μετά την πήραν τα «σκάγια» και έμαθε ότι ο ψύχραιμος καλά θα κάνει να είναι ψύχραιμος για τον εαυτό του.
Και πιο παλιά ήταν γρίφος, το πώς μεγάλα μυαλά γίνονταν στραπατσάδα με ένα(ή και περισσότερα) post, το πώς τα χειρότερα βρισίδια είναι αμπαλαρισμένα με επιχειρήματα που καβαλιούνται με την πλάνη, το πώς είναι δυνατόν – από άποψη φυσικών αντοχών και υποχρεώσεων ημέρας – να βρίσκεται κανείς σε διαύγεια τόσες ώρες μπροστά στους «τοίχους»…
Δεν ήταν. Δεν είναι. Δεν γίνεται.
Ο φόβος γέννησε παραδοξολογία που μαζικά εκδηλώθηκε σε προσωπικό Τσέρνομπιλ στο timeline του καθενός.
Η Αποκάλυψη είχε πάρει μπρος στα timelines.
Ποτέ δεν υπήρξαμε χειρότεροι από αυτό που κάποτε – και για τα μάτια του κόσμου – χλευάζαμε.
Ποτέ δεν είχαμε τόση αυτοπεποίθηση για λεπτομέρειες που και οι πιο εμπλεκόμενοι αγνοούν και το ομολογούν.
Ποτέ δεν επιχειρηματολογήσαμε τόσο πολύ για κάτι, για το οποίο δεν έχουμε ιδέα.
Ποτέ – και θα ‘χε αξία να μας φωτίσουν τα statistics του Facebook – δεν γράψαμε τόσες ασυναρτησίες, θεωρώντας ότι κάνουμε χρήση του προνομίου της άμεσης δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου (μας).
Ποτέ δεν πήραμε τόσους πολλούς στον λαιμό μας, από φόβο φυσικά, προπαγανδίζοντας τη μία ή την άλλη πλευρά, εμείς οι ψύχραιμοι, μπροστά στους τρομοκρατημένους «ρουφιάνους αλήτες» των καναλιών. (Για δες τώρα, πόσο μοιάζουμε…).
Με μίσος, όχι με πάθος, με κακία, όχι με ζύγι, με «άπλυτα» (που υπάρχουν), όχι με επιχείρημα (που είναι δύσκολο να βρεθεί), με έπαρση (και το χέρι στη μέση), όχι με ύψος, με «δεκανίκια» (ας είν’ καλά η «στρατευμένη» τέχνη), όχι όρθιοι.
Γράφουμε και σβήνουμε ένα πράγμα, δύο και τρεις φορές, ελέγχοντας ξανά και ξανά, όχι ποιους θα προσβάλλουμε, αλλά πόσους δεν θα σεβαστούμε.
Γράφουμε ξανά και ξανά για να… αρέσουμε. Και ξαφνικά είναι τόσο εύκολο να πατήσουμε το "publish" στο ανάθεμα και την κατάρα: είναι το “like” που θολώνει τα νερά, η αρχέγονη αγωνία του να είμαστε πολλοί κι όχι μόνοι, ήταν η ευκαιρία μας να αποδείξουμε ότι μέχρι εδώ δεν κοιμόμασταν, ότι είμασταν πάντα ξυπνητοί, απλώς μας άρεσε να δείχνουμε αισιόδοξοι.
Και κάπως έτσι, σε μία συναρπαστική κούρμπα των πραγμάτων, όχι μόνο τοποθετηθήκαμε, αλλά από τέρμα δεξιοί, γίναμε επαναστάτες, από δηλωμένοι αριστερούληδες γίναμε τα καλά παιδιά του αφεντικού, από διάσημα κορίτσια του κεφιού, θυμηθήκαμε (ότι έχουμε) τα μεταπτυχιακά μας, τα διδακτορικά μας, για μια ώρα ανάγκης – καλή ώρα – που κάποιος θα μας ψέξει ότι τόσο καιρό μασάγαμε τσίχλα.
Και από αυτό που ήμασταν, γίναμε κάτι άλλο, κάτι που η διάρκεια θ’ αποδείξει και πάλι ότι δεν είμαστε. Κι όταν δεν είμαστε και δεν μπορούμε, κι όταν ειμαστε «φρέσκοι» σε κάτι που δεν είμαστε, βρίζουμε, προγκάμε και απειλούμε. Για να αποδείξουμε ότι «είμαστε».
Κι αν όντως είμαστε αυτό που είμαστε και παραδόξως δεν αποφασίσαμε κατά το trend της εβδομάδας να γίνουμε κάτι άλλο, ξυπνήσαμε από Σάββατο βράδυ σε Κυριακή πρωί και χωρίς βιαστικά block, report και delete, αναρωτηθήκαμε με μεγάλο ζόρι, ποιοί είναι όλοι αυτοί στον "τοίχο" μας, στη ζώη μας και το γραφείο...
Δεν έχω ιδέα τι θα μας χωρίσει αύριο. Είναι πολλά, υποθέτω. Σίγουρα πάντως θα έχουμε δύο κοινά: τη ντροπή και την απόγνωση. Για όσα είπαμε, για όσα γράψαμε και κυρίως για το ότι δεν είχαμε έναν ψύχραιμο και στοιχειωδώς σοβαρό στην παρέα να μας (συγ)κρατήσει την ώρα του χαμού.
σχόλια