Γιατί μαγειρεύω

Facebook Twitter
0

Επειδή πεινάω. Είμαι λαίμαργος μάλλον, γιατί η πείνα είναι κάτι που το έχουν όλοι. Αλλά δεν μαγειρεύουν όλοι. Σκέφτομαι συνέχεια το φαγητό. Οποιαδήποτε στιγμή της μέρας, το μυαλό μου επεξεργάζεται συνεχώς την ερώτηση «τι να τρώγαμε τώρα;» Ποιο είναι αυτό το πιάτο, ο μεζές, που να πηγαίνει στη στιγμή; Όταν μαγειρεύω, γίνομαι υπερβολικός στις ποσότητες και στα διαφορετικά φαγητά που σερβίρω, ακριβώς επειδή εγώ ο ίδιος είμαι τόσο λαίμαργος –και στο μάτι, όχι μόνο στο στομάχι–, που ποτέ δεν είναι αρκετά αυτά που φτιάχνω. Έχω στο μυαλό μου κάτι αναγεννησιακούς πίνακες που παριστάνουν δείπνα ιστορικά και τροφές ζωγραφισμένες σα ζωντανές. Έτσι πρέπει να ’ναι τα τραπέζια.

Επειδή έχω μπαμπά ζαχαροπλάστη. Τον καλύτερο. Τον ήρωά μου. Άργησα πολύ να καταλάβω την επίδραση που είχε επάνω μου αυτή η ήσυχη προσωπικότητα. Τώρα, ξέρω, ελπίζω κάποτε να μπορέσω να του το πω κιόλας. Όταν ήμουν μικρός, είχαμε ένα συνοικιακό ζαχαροπλαστείο. Πέρασα όλη την παιδική μου ηλικία στο πατάρι αυτού του μαγαζιού. Μια αποθήκη για αλεύρι, ζάχαρη, κακάο, αμύγδαλα, βάζα με πολύχρωμα κουφέτα και άλλα υλικά ζαχαροπλαστικής, που όλα μαζί δημιουργούσαν το πιο μεθυστικό άρωμα. Κάτι που κουβαλούσες επάνω σου ακόμα και όταν έφευγες από το μαγαζί.  Και από κάτω άκουγα μια φωνή που έλεγε: «Μιχάλη, φέρε μου το μπλε κουτί με τη βανίλια.» Σιγά σιγά τα έμαθα. Άνοιξα τα κουτιά, μύρισα, τον παρακολουθούσα να ζυμώνει με τα χέρια τα γλυκά. Δούλευε και δουλεύει ασταμάτητα. Από το εργαστήριό του έβγαινε ό,τι πιο ωραίο έχω δοκιμάσει. Δεν τρώω ποτέ γαλακτομπούρεκο από κανέναν πια, γιατί βαρέθηκα να το συγκρίνω με του πατέρα μου. Στο ίδιο πατάρι υπήρχε και μια συλλογή από καλούπια για κέικ. Νεράιδες, στρουμφάκια, μια μπάλα ποδοσφαίρου, ένας στρατιώτης. Έκανα πολλή παρέα με τα καλούπια. Όταν είσαι παιδί μοναχικό, ένα πατάρι και μερικοί κατά φαντασίαν φίλοι είναι ό,τι πρέπει για να γλιτώσεις από τους bullies που σε κυνηγάνε. Κάποια στιγμή το ζαχαροπλαστείο έκλεισε. Και όλες αυτές οι παιδικές ασχολίες ξεχάστηκαν. Χρόνια μετά, όταν πήγα για σπουδές, ξαφνικά, χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά, άρχισα να φτιάχνω γλυκά ανακαλώντας στη μνήμη μου την τεχνική του και μόνο. Πήρα και του το ’πα. Ήταν σαν να το ’ξερε. Μαγειρεύω λοιπόν γιατί ο πατέρας μου, χωρίς να το ξέρει, μου έμαθε πως το φαγητό είναι μια ανάγκη και η ετοιμασία του φαγητού είναι μια δουλειά, σαν όλες τις άλλες. Απλώς πρέπει να μάθεις να το κάνεις καλά. Και να μην το πολυπαινεύεσαι πως φτιάχνεις φαγητό. Δεν είναι τέχνη, είναι δεξιοτεχνία.

Όταν ήμουν μικρός, είχαμε ένα συνοικιακό ζαχαροπλαστείο. Πέρασα όλη την παιδική μου ηλικία στο πατάρι αυτού του μαγαζιού. Μια αποθήκη για αλεύρι, ζάχαρη, κακάο, αμύγδαλα, βάζα με πολύχρωμα κουφέτα και άλλα υλικά ζαχαροπλαστικής, που όλα μαζί δημιουργούσαν το πιο μεθυστικό άρωμα. Κάτι που κουβαλούσες επάνω σου ακόμα και όταν έφευγες από το μαγαζί. Και από κάτω άκουγα μια φωνή που έλεγε: «Μιχάλη, φέρε μου το μπλε κουτί με τη βανίλια.»

Γιατί είναι το όπλο του μοναχικού απέναντι στους πολλούς. Η μαγειρική στα σπίτια είναι πάντα για έναν. Η κουζίνα, όσο μεγάλη κι αν είναι, χωράει πάντα μόνο ένα αφεντικό. Εγώ τουλάχιστον έτσι νιώθω. Κι όσες φορές βλέπω κάτι διαφημιστικά όπου τα ζευγαράκια, ευτυχισμένα ψιλοκόβουν καρότα στον πάγκο της κουζίνας, δεν ξέρω τι να υποθέσω. Η μαγειρική είναι για μέναμια ασχολία μοναχική και μοναδική που σε μπάζει σε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο, ξένο προς την πραγματικότητα της πόλης σου, της οικογένειας, της ζωής σου. Θα μαγειρέψεις. Θα δώσεις κάτι κι εσύ σε αυτή τη διαδικασία, αλλά η διαδικασία είναι αυτή που θα δώσει σε σένα πολλά. Ηρεμία, χαλάρωση, και λησμονιά. Όση θες απ’ αυτή, επειδή, όταν έχεις τη γαλοπούλα στο φούρνο και είσαι σε αναμμένα κάρβουνα αν θα ψηθεί σωστά ή όχι, πραγματικά χέστηκες για το γκόμενο που σε παράτησε. Και μετά, όταν σερβίρεις αυτά που έφτιαξες στους πολλούς, αυτοί πάλι με την ικανοποίησή τους θα δώσουν εφόδια για άλλες χίλιες δύσκολες μέρες.

Γιατί έχω καμιά δεκαπενταριά πολύ καλούς φίλους. Που τους λατρεύω. Που με έχουν δεχτεί όπως ακριβώς είμαι. Είμαι τριάντα δύο χρονών και μπορώ να ξέρω στα σίγουρα πως τρεις απ’ αυτούς θα τους έχω για όλη μου τη ζωή και τους ανήκω κυριολεκτικά, επειδή με έχουν σώσει. Και τους χρωστάω πάρα πολλά, επειδή με κάνουν καλύτερο άνθρωπο μέρα με τη μέρα. Δεν ξέρω λοιπόν τι πράγμα μεγάλο κι ακριβό να τους χαρίζω κάθε μέρα για να ξοφλήσω. Κάθε τόσο, περνάω μερικές μέρες μέσα στην κουζίνα, κουβαλάω ψώνια και καλά κρασιά, στρώνω τραπέζια με λευκά τραπεζομάντιλα και τους περιμένω να γιορτάσουμε μαζί κάτι τρώγοντας και πίνοντας. Μετά, δεν τους επιτρέπω να αγγίξουν ούτε ένα πιρούνι για να το πάρουν στην κουζίνα. Τους αποχαιρετώ με συγκίνηση, που με τίμησαν άλλη μια φορά, και ελπίζω πως με άλλο ένα γεύμα έχω τιμήσει στο ελάχιστο τη φιλία μας. Που είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχω.

Επειδή το φαγητό, με κανα δυο ακόμα λειτουργίες, είναι το πιο βασικό. Και είναι κάτι γοητευτικό, το να ξέρεις πως αυτό που έφτιαξες θα ικανοποιήσει μια βασική ανάγκη του ανθρώπου. Την πείνα. Η ποίηση έρχεται λίγο αργότερα, μου είπε κάποιος προχθές.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Δ. Πολιτάκης / Όχι άλλο κάρβουνο: Αφήστε το αναρχικό άστρο να λάμπει στην πλατεία Εξαρχείων και καλές γιορτές

Μπορεί να έχει άμεση ανάγκη κάποιου είδους ανάπλασης η Πλατεία Εξαρχείων, το τελευταίο που χρειάζεται όμως είναι ένα μίζερο χριστουγεννιάτικο δέντρο με το ζόρι.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Β. Βαμβακάς / Δεκαετία του 2010: Δέκα χρόνια που στην Ελλάδα ισοδυναμούν με αιώνες

Οποιοσδήποτε απολογισμός της είναι καταδικασμένος στη μερικότητα, αφού έχουν συμβεί άπειρα γεγονότα που στιγμάτισαν τις ζωές όλων μας ‒ δύσκολο να μπουν σε μια αντικειμενική σειρά.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΜΒΑΚΑ
Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Β. Στεργίου / Τα χρόνια των μετακινήσεων και η κουβέντα για το brain drain που δεν μου αρέσει καθόλου

Αντί να βλέπουμε τη χώρα σαν άδεια πισίνα όπου πρέπει να γυρίσουν τα ξενιτεμένα της μυαλά για να γεμίσει, ας αλλάξουμε τα κολλημένα μυαλά σ' αυτόν εδώ και σε άλλους τόπους.
ΤΗΣ ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ