Το κάνω πρώτη φορά στη ζωή μου. Αφήνω τη δουλειά σε χέρια άλλων. Τους εμπιστεύομαι. Και με συγκατάβαση βλέπω ότι τελικά δεν είμαι τόσο απαραίτητος στο σύμπαν.
Στο πλοίο για το Σαρωνικό το Σάββατο, ένιωθα ότι αν δεν ξαναγύριζα ποτέ στην Αθήνα, κανείς δεν θά 'δινε σημασία.
Εκτός ίσως από αυτήν εδώ, που' χει τη τραγωδία στο αίμα της
Ολη τη μέρα λαγοκοιμάμαι, ακούω μουσική, σβύνω σκουπίδια, κάνω defragmentation.
Τρελό, αλλά διαβάζω ένα κιτρινισμένο βίπερ που βρήκα πεταμένο σε ένα παλιό ντουλάπι. Είχα ξεχάσει ότι υπάρχει. Το μύρισα και θυμήθηκα τον ίλιγγο που με έιχε πιάσει όταν το πρωτοάνοιξα, μαθητής γυμνασίου, το καλοκαίρι του 1971.
Στου Αγούλου, είχε αράξει ένα μικρό καίκι. Ξάπλα, κάτω απ τον ήλιο, διάβαζα εκστατικός το πρώτο κεφάλαιο, με την κηδεία της μαμάς του ήρωα στο Αλγέρι -και τότε ήταν που με πρωτοδάγκωσε ο εξωτισμός του ζείν ανεπαισθήτως κι ενός είδους ''ανεμελιάς μέσα στη δυστυχία'' που το θεώρησα βολικό στυλάκι για να τα βγάζεις πέρα στα δύσκολα (not).
Τελικά, δυστύχησα λιγότερο από ότι περίμενα ως τώρα.
Είχα την εντύπωση ότι στα 52, οι άνθρωποι γίνονται πιο απαιτητικοί και πιο δύσκολοι. Ότι συσχετίζοντας πολλές παλιές εικόνες, βαρυούνται εύκολα και βλέποντας τις ίδιες αθλιότητες να επαναλαμβάνονται συγχωρούν δύσκολα. Μέχρι στιγμής, μου συμβαίνει το αντίθετο. Νιώθω απέραντα ευγνώμων για τη μικρότερη χαρά.
Μια βόλτα με το μηχανάκι ισούται πια με εκατό Φεράρι
Ένα χωνάκι παγωτό στο μουράγιο, χαζεύοντας τις θαλαμηγούς των πλούσιων (που κάθονται συστοιχισμένοι με αναμένες μηχανές και βλέπουν τηλεόραση!) είναι δέκα δείπνα στου Μaxim.
Eίναι θέμα βλέμματος: να δείς στο καύκαλο ενός ναυαγού (όπως η κυρία Σόζοστρις) ''τα μαργαριτάρια τα μάτια του''.
Να δεις στο σχέδιο του μαγιό σου, κοράλλια, ή δρόμους, ή φλέβες.
Ούτως ή άλλως, αυτός είναι ο δρόμος, αυτό και το ταξίδι σου.
Αφού βαδίζουμε όλοι προς το ίδιο τέλος, γιατί να μη κόψουμε δρόμο μέσα από τις Λεμονιές;