Στη Δήμητρα Ματσούκα
Kυριάκο, δεν με νίκησες, μη βιαστείς να χαρείς.
Όταν θα διαβάζεις αυτές τις γραμμές, εγώ θα είμαι στο καράβι, δεκαέξι, μπορεί και δεκαοχτώ ναυτικά μίλια από την Αλεξανδρούπολη, σε απόσταση αναπνοής από τη Σαμοθράκη. Προχωρημένο μεσημέρι στο κατάστρωμα και από το βάθος θα ‘ρχονται πουλιά, προφανώς γλάροι, αλλά μπορεί και πελαργοί ή ερωδιοί, ίσως και τ’ άλλα που τα λένε καρδινάλιους και που δεν ξέρω ούτε πώς είναι, ούτε αν ακολουθούν καράβια, αλλά μ’ αρέσει τ’ όνομά τους, περιέργως πώς με ηρεμεί. Έτσι να με φαντάζεσαι: πλησίστια.
Ολομόναχη, μ’ ένα κίτρινο φόρεμα που δεν το ‘χω βάλει ποτέ γιατί δεν μου ‘κανε - το είχα βρει μισοτιμής και το ‘χα πάρει δυο νούμερα μικρότερο με την προοπτική πως κάποια στιγμή θ’ αδυνατίσω και να που συνέβη. Δεκατέσσερα κιλά μείον από Νοέμβρη μέχρι Απρίλιο, αθόρυβα κι αργά, χωρίς κόπο, ούτε δίαιτες, ούτε υστερίες. Δεν ξέρω πώς έγινε, ακατάσχετη η απώλεια βάρους, κυρίως μετά τον θάνατο του Χατζηπαρασίδη και τη συνακόλουθη αναγκαστική περίοδο της ανεργίας μου. Άλλος γέρος δεν υπήρχε για ντάντεμα ούτε και πρόκειται, το έχω ορκιστεί. Δεν τέλειωσα ολόκληρη Δραματική για να σέρνω μια αναπηρική στα ξεκοιλιασμένα πεζοδρόμια της Μητροπολίτου Ιωσήφ και των πέριξ. Εγώ, μια γεννημένη ντάμα, άλλο δεν θα επιτρέψω στον εαυτό μου να μαραίνεται. Ή τραγωδός ή άνεργη, εκατομμύρια με την ίδια μοίρα σ’ αυτήν τη χώρα, μια χαρά μπορώ να ζήσω με μαρούλι και Φιλαδέλφεια λάιτ, το απέδειξα. Ακόμη και στη μελιτζανόπιτα της μάνας σου ανένδοτη, άθικτο το ‘χω το ταψί στο ψυγείο, μόλις αδειάσει να κάνεις απόψυξη.
Ούτε να φουντάρω από ψηλά πρόκειται, δεν ζω εγώ για ν’ αυτοκτονήσω. Ούτε, το ξαναλέω, για να διαβάζω τη Λαίδη Τσάτερλι σε υπερήλικες ζω, ούτε για να παίζω τη Χάιντι στα παιδικά, αν θέλουν Ανδρομάχη, να συμφωνήσω, αν πάλι όχι, με γεια τους οι κρυόκωλες που διαλέγουν. Θα τα σκεφτώ όλ’ αυτά στο κατάστρωμα, δευτερόλεπτα μετά τη στιγμή που θα περάσει απ’ τον νου μου η πιθανότητα μιας θεαματικής ρίψης στο Θρακικό, πλην θα την απορρίψω αμέσως, η αποδημία μου μέσω πελάγους ας παραμείνει μια θερμή ποιητική εικόνα, εσαεί φανταστική και αφρισμένη.
θα πλησιάζω -συνέχισε να με φαντάζεσαι- όλο και περισσότερο το λιμάνι της Καμαριώτισσας, θα φαίνεται κιόλας το Σάος που οι ντόπιοι το λένε Φεγγάρι, 1.611 μέτρα η κορυφή του, 1.611 και τα τελευταία λεφτά μου στην Εθνική, να που ήρθε η ώρα να το μάθεις τόσο καιρό που με πιλατεύεις. Για υψόμετρο μπορεί να είναι αμύθητα, θα ευφυολογήσω χαμογελώντας μόνη μου, για να ζήσεις δεν φτάνουν, μη γελάς σαν ηλίθιος. Εγώ δεν είμαι βουνό, έχω άλλες ανάγκες, κι αν ήμουν, θα ‘μουνα σίγουρα χαμηλότερο, γεμάτο καστανιές, θάμνους ευωδιαστούς και λιλιπούτειες κουφάλες, καταλύματα για περιπλανώμενες σαύρες. Και πάλι Νίκη θα με λέγανε, πάντοτε Νίκη. Κι ας με κορόιδευες μια ζωή «Νίκη, Νίκη, η ζωή μαζί σου μανίκι» - εγώ τι να πω, με τι ομοιοκαταληκτεί το Κυριάκος; Με τίποτα δεν ταιριάζεις εσύ, πουθενά δεν κουμπώνεις.
Δεν ξέρω πώς μου ήρθε η Σαμοθράκη, μη με ρωτάς. Εδώ δεν ξέρω πώς μου ‘ρθαν τόσα και τόσα, από το μεσημέρι που θάψαμε τον Χατζηπαρασίδη εγώ κι ο γιος του ο μεγάλος, ο Σωτήρης -ο άλλος είναι στον Καναδά, δεν προλάβαινε-, τα πάνω κάτω η ζωή μου, ξεμαλλιασμένη κι ασυνάρτητη. Από παντού δανεικά: λεφτά, αισθήματα, οι παλάμες του γέρου στα μπούτια μου, χλιαρά νερά απ’ το λάστιχο του μπαλκονιού και ξηλωμένα αστέρια στα μπουγαδόσκοινα. Λάθος όλα, και πιο πολύ εσύ.
Και τα φιλιά σου ακόμα υποθηκευμένα, να πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Έχει νόημα να σ’ τα θυμίζω; Αναρωτιέμαι. Αλλάζει τίποτα; Τίποτα, αλλά και να ξεχάσω, ακατόρθωτο. Και θα τα θυμηθώ πάλι όλα, εκεί, στο κατάστρωμα, ανάμεσα στη Λήμνο και την Ίμβρο, κι άλλα πουλιά απ’ το βάθος, κι άλλα κύματα. Θα τσαλακώνω το κουτάκι της μπίρας στη χούφτα μου απαρηγόρητη, με το μυαλό μου στους καταρράκτες του νησιού και στις βάθρες του, λιμνάζοντας κι εγώ, ανελέητα ιδρωμένη, τίποτα δεν θα θέλω να με νοιάζει, θα μπορέσω.
Ξημερώνοντας η πρώτη μου μέρα στη Σαμοθράκη θα τρέξω στον Φονιά για να ξεπλυθώ. Θα με τυλίξει ρωμαλέος ο χείμαρρος, πόση ώρα θέλει για να βγούνε τόσοι χειμώνες από πάνω σου, αφού δεν ήταν μόνο ο τελευταίος -ο θανατηφόρος για τον Χατζηπαρασίδη- αλλά και όλοι οι προηγούμενοι. Κρύα διαμερίσματα και ταριχευμένα κρεβάτια, παγερές οντισιόν και παγωμένες υποσχέσεις, μόνιμες αφραγκίες και περιστασιακές στιγμές ανακούφισης - κυρίως εκείνα τα πρώτα δεκαπέντε λεπτά που κράταγα στα χέρια μου τα πενηντάευρα του μακαρίτη εργοδότη μου, πριν βάλω κάτω μολύβι και χαρτί και δω πως δεν μου φτάνουν και πως, αν δεν ήθελα να ξαναπαίξω μπροστά σ’ έναν εσμό κακομαθημένων νηπίων τη γελαδοθρεμμένη παρθένα των Άλπεων, καλά θα έκανα να βρω κάτι άλλο. Το οποίο άλλο ποτέ δεν μπόρεσα να προσδιορίσω με σαφήνεια, άρα ούτε και να το κυνηγήσω. Πού αντοχές; Εδώ δεν είχα το κουράγιο να κυνηγήσω εσένα τόσα βράδια που χανόσουνα ένας Θεός ξέρει πού.
Αδύναμη, όπως πάντα, και τώρα, θα πέσω στα χέρια του Φονιά. Ηλιοβασίλεμα μ’ όλο τον καταρράκτη καταπάνω μου, ασφυκτικά σφιγμένη στα νερά του, όλες οι απαντήσεις μιλημένες απ’ το στόμα του. Κι ας μην τις ψάχνω πια, ας μη μου χρειάζονται. Ας μη μου χρειάζεται κανείς, εγώ από τ’ ασήμαντα και τα παραπεταμένα θα βρω την άκρη: ιριδισμοί στις βάθρες και θροΐσματα των πλατανιών, τ’ αυλάκια μιας τυχαίας πέτρας στην παραλία κι ένα φτερό αφημένο στην ψηλότερη πολεμίστρα του Πύργου των Γατελούζων, φεγγάρια που κατρακυλάνε στις πλαγιές κι ο ουρανός μια θάλασσα. Από κάτι δυσανάγνωστα μονοσύλλαβα ολόκληρη η αφήγηση του μέλλοντός μου, χαράματα στο Ιερό των Μεγάλων Θεών, Ιέρεια απ’ τα δέκα μου, να σβήνει ο άνεμος στ’ αυτιά μου, αναγγέλλοντας τις νίκες μου που έρχονταν - τον ακούς τον αέρα, Κυριάκο; Και τι σου λέει εσένα, του εκ γενετής κουφού, μόνο στου εγωισμού σου τα μουγκρίσματα τ’ αυτιά σου ανοιχτά;
Θα τα ξεδιαλύνω όλα εγώ στη Σαμοθράκη. Δουλειές και έρωτες κι εκείνο το ανεξήγητο πλάκωμα στο διάφραγμα τα βράδια του Σαββάτου. Ούτε έναν κόμπο δεν θ’ αφήσω άλυτο, το ξέρω το ταλέντο μου καλύτερα απ’ τον καθένα. Πάντα, εξάλλου, με τραβούσαν τα μυστήρια, εκπαιδευμένη από νήπιο να βρίσκω τις λύσεις, τις κρύπτες και τους μυστικούς συνδυασμούς. Ό,τι στοίχημα θες ότι θα ‘μουν η πρώτη στις τελετές των Καβείρων - σου ‘χει μείνει κάνα δίευρο να στοιχηματίσεις ή σ’ τα ‘φαγαν όλα τα φρουτάκια; Ακόμα και θαμμένη να με βρουν, με τα φτερά μου και
τα δύο άθικτα, απλωμένα, θα με ξεθάψουν. «Κύριε, εύραμεν μια γυναίκα!», θα φωνάξει ένας εργάτης στον επικεφαλής της ανασκαφής κι όλο το συνεργείο θα τρέξει να με υποδεχτεί με αλαλαγμούς, τρομάζοντας στη θέα μου έτσι θεόρατη όπως θα ‘μαι, μαρμάρινη και φλογερή, πραγματική νικήτρια πρώτη φορά στη ζωή μου.
σχόλια