Xτές, σύννεφα και ψύχρα. Φύγαν πολλοί, το νησί ηρέμησε (πιό πολύ, πεθαίνει).
Το ζευγάρι των Δανών δίπλα, γδύθηκε κι έκανε ηλιοθεραπεία χωρίς ήλιο.
(Τα ζευγάρια που είναι δεκαετίες μαζί, στο τέλος δεν πολυμιλάνε -τρομακτικό! Τρώνε κοιτάζοντας το υπερπέραν. Παίζουν με τα κινητά, ζώα συνοδείας ο ένας του άλλου.)
Στο καφενείο το βράδυ, άνοιξαν οι ουρανοί και η ρακή έπεσε επί δικαίων και αδίκων -γραίες ευθύμησαν και τραγούδησαν το Γελεκάκι, νομίζω είδα και σταρ της Ανεξαρτησίας (εννοώ indie παιδάκια που γυρνάνε ξώβυζα και σε κοιτάνε αφ΄υψηλού επειδή κάτι κάπως κάνουν στην Αθήνα). Εν παση περιπτώσει ήρθαμε στα ίσα μας, γαμώ τη πουτάνα μου γαμώ :-)
Στο μπαρ του Κάστρου είχε συναυλία -τα όργανα: ανακατωμένος ο ερχόμενος (μέχρι μπουζούκι σε jazz improvisation)
Δεν φαίνεται στη φωτογραφία, αλλά ήταν ωραία. Ο κόσμος δε χώραγε κι είχε απλωθεί παντού. Στα μουράγια και τις σκεπές των εκκλησιών, στις ρίζες του βράχου κάτω από το Κάστρο, στα σκαλοπάτια των σπιτιών... Άκουγε μια μουσική που θύμιζε γάτες σε τσουβάλι, αλλά έπινε κιόλας, και τα δροσερά μποφώρια τού έπαιρναν τις ποιητικές αφέλειες. Όταν είσαι 20 χρονών, καλοκαίρι στην Αστυπάλαια, τίποτα δεν μπορεί να σου χαλάσει τη φάση.
Ξεκόψαμε και κατεβήκαμε σε μια ταράτσα κάτω από την μεγάλη εκκλησία (πριν τρεις μέρες γινόταν εδώ το σύστριγγλο)
Ήταν τόσο ωραία που δεν το φωτογράφισα.
Φως κανένα, μόνο το φιλότιμο φεγγάρι. Η θάλασσα, οι σκοτεινοί όγκοι των βουνών. Ο αέρας -το πιο ωραίο wallpaper του θεού.
Κατουρήσαμε στην άβυσσο.
Αναρωτιέμαι πώς θα μπορέσω να ξαναμπώ στη ζωή της Αθήνας. Διάβασα το απόγευμα τις ασυνάρτητες ειδήσεις στη Ναυτεμπορική και με έπιασε απελπισία, εννοώ τα περί Φινλανδίας -μάς κυβερνούν ηλίθιοι.
(Κι όμως θα τα καταφέρω: έχω ταλέντο στη σχιζοφρένεια)