κάθε 16η πηγαίνω στην σπιτονοικοκυρά μου να πληρώσω το ενοίκιο. γυναίκα τσαούσα. πηγαίνει μόνη της για ψάρεμα κάθε σαββατοκύριακο. έχει μια κόρη στα 18 κι έναν άνδρα κλασμένο. "δεν λυπάμαι την κόρη μου, είναι πολύ νέα. σε δέκα, είκοσι το πολύ χρόνια, τα πράγματα θα χουν φτιάξει. εμένα λυπάμαι". οι τράπεζες πια δεν της δίνουν δάνεια, για ν ξεχρεώσει τα παλιά της. θα αναγκαστεί να κλειστεί στο σπίτι της, με τον κλασμένο άνδρα της.
θυμάμαι που σαν φοιτητής πήγαινα για χαρτζιλίκι σε ένα γραφείο. ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης, με απλά λόγια, μου είχε δώσει να καταλάβω τη μετάβαση από την τελευταία στη μεσαία τάξη. "στην αρχή, στο ψυγείο είχαμε μόνο φέτα. μετά, άρχισα να βγάζω λεφτά, ήρθαν και τα παιδιά, κοντά στη φέτα προστέθηκε το μετσοβόνε, μετά ήρθε το καμαμπέρ και όλα αυτά έγιναν ανάγκη". η γυναίκα του σταμάτησε τη δουλειά. προχθές μιλήσαμε στο τηλέφωνο. αυτή έψαχνε να βρει δουλειά σε μια μπουτίκ. ξαναγύρισαν στη φέτα. μόνο.
προσπαθώ να βρω κάτι να πιαστώ. ιδεολογίες πια δεν υπάρχουν. τα συναισθήματα έχουν εκφυλιστεί. είμαι για όσο με έχεις ανάγκη. είσαι μέχρι να με ικανοποιήσεις. θα θελα να ταν κάτι άλλο, κάτι ιδανικό. αλλά σε αυτή την εποχή, τίποτα δε μοιάζει ικανό να διαρκέσει. κανένας δε λέει "αγάπα με", κανένας δε λέει "για πάντα". μεγάλα λόγια χρειαζόμαστε, μεγάλες πράξεις, μα όλα είναι μικρά. ακόμα και τώρα, γράφω μέσα στη νύχτα και ξημερώνει. θα αλλάξουν τα πράγματα. εξαρτάται από το πόσο κοντά είναι το ξημέρωμα.
σχόλια