Ο γάτος μου είναι ο καλύτερος σύντροφος που έχω όταν γράφω. Μόλις με δει να κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή πηδάει πάνω στο γραφείο και κάθεται δίπλα μου. Σε λίγο αρχίζει να νιαουρίζει για να τον χαϊδέψω. Αν δεν το κάνω επειδή είμαι βυθισμένος στη δουλειά, έρχεται και ξαπλώνει πάνω στο πληκτρολόγιο για να μου θυμίσει ότι έχω ορισμένες υποχρεώσεις που οφείλω να εκπληρώνω.
Πέτρος Μάρκαρης
Παρηγοριά
Πριν από αρκετό καιρό, όταν έγινε κάτι δυσάρεστο, ένας φίλος έκλαιγε στο σπίτι μου και οι γάτες μου τρόμαξαν. Με πολύ αργά βήματα πλησίασαν προσεκτικά στο δωμάτιο, για να δουν τι συμβαίνει. Ταραγμένες και αποσβολωμένες, έμειναν για πολλή ώρα στην πόρτα, βλέποντας τον φίλο μου να κλαίει κι εμένα περίλυπο που δεν μπορούσα να τον παρηγορήσω. Οι γάτες ήξεραν ότι αυτή είναι μια ασυνήθιστη, παράξενη κατάσταση – ήξεραν πως κάτι πήγαινε στραβά. Και τότε το κοριτσάκι νιαούρισε απαλά και πλησίασε τον στενοχωρημένο άνθρωπο και άρχισε να του γλείφει το κεφάλι, όπως η μαμά γάτα γλείφει τα μικρά της. Και σύντομα την ακολούθησε και το αγοράκι. Έγλειφαν και οι δύο τα μαλλιά του φίλου κι αυτός, μετά από μερικά δευτερόλεπτα, χαμογέλασε κι άρχισε να παίζει μαζί τους...
Άρης Δημοκίδης
Πολύ δύσκολο να περιγράψεις ότι ξαφνικά, από το πουθενά, έχεις μια ψυχή που σου δίνει τόσο συνεχόμενη χαρά, χάρη αλλά και ηρεμία.
Από τον Μαχ μέχρι τον Γκάρυ
Είχα την τύχη να μεγαλώσω με ζώα από παιδί κι έτσι ώρα τώρα προσπαθώ, αλλά προς απογοήτευσή μου, αδυνατώ να ξεχωρίσω μία και μόνο στιγμή που η παρουσία τους με βοήθησε καταλυτικά στη ζωή μου. Αναλογιζόμενη τις άπειρες στιγμές χαράς που έχω περάσει μαζί τους –από το πρώτο κατοικίδιο της οικογένειας, τον «κόπρο» Max, μέχρι τον γάτο μου, τον Γκάρυ, που ζει τα τελευταία δυόμισι χρόνια μαζί μου–, καταλήγω στο εξής συμπέρασμα: το σημαντικότερο, το πιο μεγαλειώδες και πολύτιμο δώρο που έχω πάρει από την παρουσία ζώων στη ζωή μου είναι η ψυχική ηρεμία, το χαμόγελο και η γαλήνη που βλέπω να χαρίζουν αυτά στα πρόσωπα των ανθρώπων που αγαπώ, και κατ' επέκταση σ' εμένα.
Μπορεί να ακούγεται κοινότοπο, αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό το αίσθημα ανακούφισης που νιώθω όταν ακούω για χιλιοστή φορά τη μητέρα μου να λέει με σχεδόν μητρική περηφάνια πώς η (θηριώδης) σκύλα μας η Ντόνα της «χαμογελάει σαν άνθρωπος, δες!», όταν κρυφοκοιτάζω την αδερφή μου να γαληνεύει παίζοντας με τον γάτο μου ή όταν ο φίλος μου γίνεται ξανά παιδί γύρω του.
Το ζωάκι μου είναι για μένα οικογένεια. Είναι ο λόγος που πλέον δεν βαριέμαι να γυρίσω σπίτι το βράδυ, η παρέα μου τις όλο και περισσότερες ώρες μοναξιάς, το κίνητρο για να γίνω καλύτερος άνθρωπος μαθαίνοντας να αγαπάω και να προσφέρω, χωρίς να περιμένω αντάλλαγμα. Είναι ευλογία.
Άλκηστις Γεωργίου
Ο μικρούλης Smokey
Η στιγμή που η παρουσία του σκύλου μου ήταν πιο πολύτιμη από ποτέ ήταν όταν μόλις είχα γυρίσει σπίτι από μια σχετικά σοβαρή επέμβαση. Η χαρά που έδειξε όταν με είδε, σαν να γύριζα από μακρινό ταξίδι, δεν περιγράφεται. Χοροπηδούσε σαν τρελός και χαμογελούσε όλη την ώρα. Όμως, επειδή τα ζώα μυρίζουν τις πληγές και ξέρουν αν κάποιος είναι τραυματισμένος, ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός κοντά μου και τα βράδια ερχόταν και κολλούσε πάνω μου, και δεν έφευγε μέχρι το πρωί. Η ζεστασιά από αυτό το μικρό κορμάκι που κούρνιαζε μαζί μου ήταν η καλύτερη θεραπεία, το καλύτερο γιατρικό. Όσο και αν οι δικοί μου άνθρωποι μου στάθηκαν, ο σκυλάκος μου ήταν αυτός που με βοήθησε ακόμα πιο πολύ στο να γίνω καλά πιο γρήγορα. Γι' αυτό συχνά λέω: οι σκύλοι είναι χνουδωτά αντικαταθλιπτικά!
ΥΓ.: Ο σκύλος μου είναι ενός έτους και τον λένε Smokey.
Κατερίνα Βαλαβανίδη
Ο προστάτης
Είναι δυνατόν ένα σκυλάκι να γίνεται ασπίδα απέναντι στη χυδαιότητα, στον χλευασμό, στην προσβολή; Ένα τόσο δα κανελί «λουκάνικο», που μετά από πολύ μεγάλη πίεση μου πήρε η μητέρα μου, ελπίζοντας να με βοηθήσει ψυχολογικά, ως παιδί με πολλά αδιέξοδα που τα έβλεπε και αδυνατούσε να τα εξηγήσει; Ο Σαρντίν, από τη σαρδέλα στα αγγλικά, όπως άθελά της τον βάφτισε μια οικογενειακή φίλη Λονδρέζα, όταν αναφώνησε ότι της θύμιζε «sardine», ήταν ένα γλυκύτατο Μπασέ-Τέκελ που στα χέρια μου δεινοπάθησε. Τον τυράννησα, τον έδερνα στα κρυφά, παρόλο που τον αγαπούσα –τέτοια ανισορροπία– κι εκείνος δεν έπαυε να μου είναι πιστός. Αν και αγαπούσε περισσότερο τη μητέρα μου και στους καβγάδες μας έπαιρνε το μέρος της και ορμούσε να με ξεσκίσει, όταν έλειπα για καιρό κάπου, έκανε σαν τρελό με το που επέστρεφα. Πηδούσε ψηλά, γάβγιζε από τη χαρά του, με έγλειφε παντού. Ο Σαρντίνος, λοιπόν, ήταν το πρώτο ζώο στη ζωή μου και εκείνο που προέτασσα σε κάθε ανάγκη μου να προσπεράσω ή να αμυνθώ απέναντι στις άπειρες προσβολές που ως παιδί ιδιόρρυθμο, ευαίσθητο, αδύναμο μπροστά στην πυγμή των δυνατότερων δεχόμουν σχεδόν καθημερινά. Γαντζωνόμουν στη ζεστή του σάρκα, ο χτύπος της καρδούλας του γινόταν το καταφύγιό μου, το χαριτωμένο του μέγεθος ήταν το alter ego μου, ένα «αξεσουάρ» που κουβαλούσα για να κρύψω τον φόβο μου, να προτάξω ως αντικείμενο κοινωνικής υπεροχής σε μια εποχή που ακόμα ο κόσμος δεν είχε κατοικίδια, παρά μόνο κάποια αστικά νοικοκυριά. Συχνά κούρνιαζε κάτω από τα σκεπάσματά μου, κοιμόταν ανάσκελα σαν άνθρωπος δίπλα στο κεφάλι μου, ήταν το αδελφάκι που δεν είχα. Δεν νομίζω ότι μπορεί να αντικατασταθεί η αγάπη των ανθρώπων από ενός ζώου, αλλά σίγουρα είναι πιο ανιδιοτελής και αυθεντικότερη. Ο γλυκός μου Σαρντίνος που αποχωρίστηκα νωρίς πρόσφερε μόνο αγάπη, παιχνίδι και χαρούμενα γαβγίσματα.
Χρήστος Παρίδης
Ο υπέροχος Lupo
Πολύ δύσκολο να περιγράψεις ότι ξαφνικά, από το πουθενά, έχεις μια ψυχή που σου δίνει τόσο συνεχόμενη χαρά, χάρη αλλά και ηρεμία. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη στιγμή, καθημερινά απολαμβάνω να τον βλέπω, να τον φροντίζω, να τον εκπαιδεύω. Είναι κάτι καινούργιο και θετική ενέργεια παντού. Η «θεία» στιγμή ήρθε όταν αποφασίσαμε να πάρουμε τον Lupo, και από τότε υπάρχει τεράστια αναβάθμιση στην ζωή μας. Βλέπω κι εγώ πως άλλαξα εσωτερικά προς το καλύτερο. Συστήνω ανεπιφύλακτα σε όλους τους ζωόφιλους να υιοθετήσουν ένα κατοικίδιο. Παρεμπιπτόντως, να πω ότι ο Δήμος Παλαιού Φαλήρου πρέπει να κοιτάξει το θέμα με τις φόλες. Δυστυχώς, υπάρχει μεγάλη έξαρση στην περιοχή. Και, επίσης, πότε οι δήμοι θα επιβάλουν, τελικά, πρόστιμα σε ιδιοκτήτες που δεν μαζεύουν τις ακαθαρσίες των σκύλων τους;
Άγγελος Πλέσσας
Ο καλός Μάρκος
Δεν θα αναφέρω καν τους χωρισμούς και τις υστερίες με τα γκομενικά, που αν δεν ήταν αυτό το άγιο σκυλί θα είχα μπει στάνταρ στη νευρολογική.
Θα αναφέρω όμως ένα περιστατικό που συνέβη πριν από κάμποσα χρόνια, μια περίοδο της ζωής μου που δεν συμπεριφερόμουν ακριβώς σαν φυσιολογικός άνθρωπος, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Μόλις είχα περάσει κάποια ίωση που με είχε κρατήσει στο κρεβάτι κάμποσες μέρες και είχα λυσσάξει να βγω. Όπως και έκανα. Στη μέση, όμως, της βραδιάς δεν αισθάνθηκα και πολύ καλά και αποφάσισα να επιστρέψω. Ίσα που πρόλαβα να βγω από το ασανσέρ και να ξεκλειδώσω το σπίτι, όπου και λιποθύμησα. Η μισή μέσα στο σπίτι και η άλλη μισή έξω.
Συνήλθα κάποια στιγμή από υγρό που αισθάνθηκα στο πρόσωπό μου. Ο Μάρκος πήγαινε στο μπολάκι του, έβαζε νερό στη γλώσσα του κι ερχόταν και με έγλειφε στο πρόσωπο.
Αυτά.
Τι περιμένεις τώρα; Δεν είναι δικαιολογημένο που είναι το πιο καλομαθημένο σκυλί του κόσμου;
Ρινέττα Κοσκινίδου
Nίλα
Η Νίλα μπήκε στη ζωή μου σε μια πολύ περίεργη συναισθηματικά περίοδο και δούλεψε καταρχάς αγχολυτικά. Δεν με έκρινε ποτέ, με έκανε πιο υπεύθυνη, ίσως λίγο καλύτερο άνθρωπο, μα, πάνω απ' όλα, με έβγαλε από τη μιζέρια μου, και όλα αυτά με τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια, μόνο με την παρουσία της.
Ζωή Κοσκινίδου
Η συμβίωση με τα ζώα ήταν πάντα κάτι τόσο φυσικό και συνεχές στην οικογένεια, που δεν υπάρχει καμία συνταρακτική διήγηση για να εντυπωσιάσω.
Δεν θα το ξεχάσω ποτέ
Δεν θα ξεχάσω πριν από κάποια χρόνια, όταν ο πατέρας μου είχε αρρωστήσει βαριά, που, καθώς ήμασταν στον γιατρό, μου ζήτησε η μητέρα μου να πάω στο σπίτι για να πάρω κάποια ρούχα του, αφού θα τον κρατούσαν για νοσηλεία. Στην είσοδο του σπιτιού με περίμενε ο σκύλος μου. Κάθισα στον καναπέ πολύ στενοχωρημένος και όταν ο σκύλος μου ήρθε κοντά μου, τον έσπρωξα με τα πόδια μου μακριά γιατί ήθελα να μείνω μόνος μου. Τότε κάθισε απέναντί μου και με κοιτούσε επίμονα, λες και ήθελε να μου πει κάτι. Μόλις την κοίταξα στα μάτια, ήρθε τρέχοντας επάνω μου, έβαλε τα δυο της πόδια γύρω από τον λαιμό μου και το κεφάλι της δίπλα στο δικό μου, σαν άνθρωπος. Η αγάπη που ένιωσα εκείνη τη στιγμή δεν μετριόταν με τίποτα. Δεν θα το ξεχάσω πότε.
Στέφανος Δημοσθένους
H μουσικοσυναισθηματική περσόνα της Σούλας
Βρέθηκα σ' ένα νησί, πολύ μακριά από τη Θεσσαλονίκη, πολύ κοντά στην Τουρκία, από την οποία έμοιαζε να έχει ξεκολλήσει. Ερωτευμένη με έναν Σαλονικιό που είχα ακολουθήσει τυφλά στο άγνωστο μέρος, όπου οι ντόπιοι ήταν απρόσιτοι και οι ξένοι μπλαζέ, καθώς σουλάτσαραν μέσα στα κάμπερ τους, αδιάφοροι για τις νέες αφίξεις. Στη Θεσσαλονίκη με αναγνώριζαν στον δρόμο, με φώναζαν οι άγνωστοι Χάπι-Λου, με καλούσαν σε συναυλίες στον Μύλο – μόλις είχε βγει το πρώτο μου βιβλίο και γνώριζε αναπάντεχη δόξα. Αλλά εγώ ζούσα την ερημιά στην απομόνωση, που περιγράφει ο Κέρουακ.
Ο Σαλονικιός πήγαινε καθημερινά στη δουλειά, εγώ δεν είχα, και όταν γύριζε τον κοιτούσα σαν τον θεό που θα μου έκανε παρέα, κόρτε, πλάκα και θα έτρωγε τη μακαρονάδα μου. Δεν έκανε τίποτα απ' αυτά, πλην της μακαρονάδας, που δεν ήταν σαν της μάνας του. Μετά, πήγαινε κατευθείαν στον υπολογιστή κι έπαιζε παιχνίδια. Είχε γίνει απρόσιτος, σαν ντόπιος.
Τα πλοία πηγαινοέρχονταν καθημερινά, χωρίς να μπαίνω μέσα – για να γυρίσω στους φίλους, στα μπαρ, στο βιβλίο. Το πλοίο έρχεται, λέγαμε. Το πλοίο φεύγει.
Το τεσσαρακοστό άυπνο βράδυ –νομίζω έκλαιγα προηγουμένως– στο κρύο διαμέρισμα μπούκαρε η Σούλα. Χωρίς τυμπανοκρουσίες, νιαούρισε έξω απ' την πόρτα, κι εγώ, που δεν κοιμόμουν, της άνοιξα. Ήταν ένα γκρι γατάκι σε μέγεθος ποντικιού, ένα ελάχιστο πλάσμα που ήξερε πολύ καλά τι ήθελε –γάλα και αγκαλιές– και είχε τον βιορυθμό μου. Μου θύμιζε παρηγορητικά τη γιαγιά μου: μικροσκοπική, τσαμπουκαλού, νοικοκυρά, κομψή κι αγαπησιάρα.
Εκείνη την πρώτη χρονιά την έβγαλα με τη Σούλα αγκαλιά, τις νύχτες να γράφουμε μαζί το Σχεδόν Σούπερ, να σουλατσάρει πάνω στα βιβλία, στους τοίχους, να κάνει μονόζυγο στους καλόγερους και στα φωτιστικά, μικρά φαντασμαγορικά σόου μόνο για μένα, ένιωθα ότι με έσωζε από άγρια μοίρα, από την καταλυτική μοναξιά, ότι την έστειλε ο θεός, αν υπάρχει. Ότι ήταν μια μικροσκοπική απόδειξη της ύπαρξής του.
Εικοσιτετράωρο ψυχικό σαπόρτ, ψυχαγωγία, παρέα: όλα τα είχε η Σούλα.
Έμαθα τις γατοτροφές, τις κούτες άμμου και μεταφοράς, ότι οι γάτες δεν τρώνε φρούτα.
Ώσπου έμεινε έγκυος. Την ξεγέννησε ο Σαλονικιός, στην αγκαλιά του τα τρία γατάκια έβγαιναν ροδαλά το ένα μετά το άλλο. Τα δύο τα δώσαμε, το τρίτο όμως, τον Μπαλάκο, έναν χοντρούλη ατσούμπαλο, δεν άντεχα να τον δώσω. Αλλά ο Μπαλάκος ήταν λαίμαργος, βρομιάρης, ατακτούλης – δεν έμοιαζε στη μάνα του την μπαλαρίνα, που δεν τον άντεχε για παρέα. Γιατί η Σούλα δεν ήθελε τον Μπαλάκο; Μήπως η εγωίστρια ήταν αυτή, όπως οι μάνες που ανταγωνίζονται τα παιδιά τους; Μήπως απλά δεν είναι φυσιολογικό οι γιοι να ζουν με τις μάνες; Η Σούλα τσαντισμένη, κυρία, έφυγε ένα βράδυ μετά από έναν μεγάλο καβγά με τον γιο της. Την έψαχνα στους δρόμους, στα πάρκα, στα μπαρ, στους σκουπιδοτενεκέδες, αλλά δεν εμφανίστηκε ξανά. Πού κυλιέσαι μες στα κρύα, Σούλα είσαι αλητεία. Θ' αρρωστήσεις μες στα χιόνια, Σούλα κόψε τα καψόνια: Θρήνος, οδυρμός και στιχάκια δεν την έφεραν πίσω. Τα κάμπερ ήρθαν σιγά-σιγά προς το μέρος μου, κομίζοντας μπάφους. Ο Σαλονικιός συνήλθε. Αλλά η Σούλα, σαν τη γιαγιά, σαν τη λογοτεχνία, με είχε σώσει.
Εύη Λαμπροπούλου
Ένα ποίημα
Είμαι λάτρης των γατιών. Και έχω δύο αυτήν τη στιγμή. Πέρασαν πολλές από τα χέρια μου και τα σπίτια μου. Λοιπόν, να ένα ποίημα που έγραψα το 2010, όταν συνειδητοποίησα πόσο λυτρωτική ήταν (και είναι ακόμη) η παρουσία της γάτας μου, της Τριστέσας, στη ζωή μου.
Η γάτα μου κοιμάται στο γραφείο
Κι αναρωτιέμαι
Πώς ονειρεύονται οι γάτες
Τι χρώματα χορεύουν στα ενύπνιά τους
Άραγε γάτα να έγραψε ποτέ
ποίημα για τον Bukowski
Η γάτα μου κοιμάται στο γραφείο
Κι εγώ να μένω ξάγρυπνος
σκυμμένος πάνω από χάρτες
Πόλεων της Περιπέτειας
Μελετώντας διαδρομές του Έρωτος
Σοκάκια της Τρυφερότητας
Αλέες της Φιλίας
Η γάτα μου κοιμάται στο γραφείο
Και η Γυναίκα μου να πίνει ένα κρασί
Εγώ να καθαρίζω ένα μήλο
Και να ανάβω ένα κερί
Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης
Οι θεραπευτές
Η ενέργεια των ζώων είναι θεραπευτική γιατί εκπορεύεται από την ανιδιοτελή αγάπη.
Ένα βράδυ που δεν ήμουν καθόλου στα καλά μου, με πονούσε πολύ και το στομάχι μου που σπάνια με πιάνει, έπεσα να κοιμηθώ νωρίς. Ο Σόμα και η Σάρα, οι γάτες μου, βρισκόντουσαν στο στούντιο μαζί μου όση ώρα δούλεψα. Η αλήθεια είναι πως δεν ανεβαίνουν συχνά στο κρεβάτι μου. Κάποια στιγμή, λοιπόν, τη νύχτα που ξύπνησα, η Σάρα, που είναι και μικρούλα, καθόταν ακριβώς επάνω στο στομάχι μου όπως κοιμόμουν ανάσκελα, ενώ ο Σόμα με φίλαγε ασταμάτητα στο πρόσωπο. Ο πόνος είχε εξαφανιστεί τελείως. Η αγάπη τους με βοήθησε να εστιάσω στο παρόν και το επόμενο πρωί σηκωθήκαμε όλοι μαζί για πρωινό και παιχνίδι.
Μιχάλης Δέλτα
Εγώ και ο Ζέπος
Με το που εγκαταστάθηκα στο Παγκράτι, προ τριετίας, μία γάτα ήρθε στην αυλή μου και γέννησε εφτά γατάκια. Τάιζα και φρόντιζα όλο το... σόι, αλλά δεν μου είχε περάσει η ιδέα να κρατήσω κάποιο απ' αυτά. Σύντομα, ένα από τα γατάκια που ξεπετάχτηκαν, ολόλευκο, με λίγο μαύρο στο κεφάλι του, γι' αυτό και τον έβγαλα Ζέπο (Ζέπος=ναυτάκι), με περίμενε κάθε βράδυ, οποιαδήποτε ώρα και να επέστρεφα σπίτι, έξω απ' την πόρτα για να τον πάρω μέσα. Κι εγώ το έκανα και ο Ζέπος πια το θεωρούσε δικό του σπίτι και κοιμόταν μαζί μου και όλα αυτά τα ωραία. Ωστόσο, ήξερα πως το πραγματικό του σπίτι ήταν το «έξω», οι δρόμοι. Μέχρι που μια μέρα ξυπνήσαμε μαζί, αλλά δεν έλεγε να φύγει. Αντίθετα, μαζεύτηκε ένα κουβαράκι, ανόρεχτος, που για πολλές ώρες ούτε την άμμο πλησίαζε, ούτε την τροφή του άγγιζε. Κάθε 20 λεπτά έκανε εμετό, ένα κίτρινο υγρό μόνο που μύριζε έντονα. Πίστεψα μες στην άγνοιά μου πως είχε αρρωστήσει, κρύωμα έλεγα. Κατά τις 7 το απόγευμα, ο Ζέπος άρχισε να παθαίνει σπασμούς. Κατάλαβα πως πεθαίνει... Τον πήρα στα χέρια μου, βγήκα στον δρόμο, έβρεχε πολύ θυμάμαι, μα για καλή μας τύχη εφημέρευε στη γειτονιά μια κτηνιατρική κλινική. «Δεν ξέρω αν θα τον σώσουμε» μου είπε ο γιατρός που μέσα σε λίγη ώρα είχε βγάλει διάγνωση: Το ζώο είχε φάει ποντικοφάρμακο που κάποιοι παλιάνθρωποι είχαν ρίξει στην αυλή μου. Έτσι εξηγείται που γυρνώντας στο σπίτι βρήκα κοκαλωμένα τρία από τα αδερφάκια του. Ευτυχώς ο Ζέπος επέζησε. Έμεινε για νοσηλεία σχεδόν μία βδομάδα και παρά την αφραγκία, δεν μετάνιωσα καθόλου για τα 100 ευρώ που κόστισε όλο το πακέτο. Την τελευταία μέρα του στην κλινική, με το που μπαίνω στην είσοδο, ακούω από το βάθος νιαουρίσματα. «Πόσο καιρό τον έχεις;» με ρωτάει ο γιατρός. «Είναι κάνα δυο εβδομάδες που μπαινοβγαίνει σπίτι μου» απαντάω. «Κι όμως, σε γνώρισε!» συνεχίζει ο γιατρός. «Έχουν μπει απ' το πρωί δεκάδες άνθρωποι και σε κανέναν δεν νιαούρισε». Αυτό ήταν! Ανοίξαμε το κλουβί, ο Ζέπος πήδηξε στον ώμο μου σαν πιθηκάκι κι εμένα άρχισαν να τρέχουν τα μάτια μου. Έκτοτε, είμαστε αχώριστοι. Τον πήρα στο σπίτι, καλώς ή κακώς τον στείρωσα και σήμερα είναι αισίως δυόμισι ετών, υγιής, καλοθρεμμένος και πανέμορφος! Ακόμη σκέφτομαι πως εκείνο το «μίλημά» του στην κλινική ήταν η πρώτη μου φορά που εισέπραττα τόση αγάπη από ζώο! Αγάπη ή και ευγνωμοσύνη που τον γλίτωσα από βέβαιο θάνατο, ποιος ξέρει... Και δεν μπορώ να μη γελάω κάθε φορά που ακούω να λένε πως τα σκυλιά αγαπούν τον άνθρωπο, ενώ οι γάτες μόνο την εστία. Τέλος, όποτε πρέπει να ταξιδέψω και να λείψω εκτός σπιτιού, ο άκρως συναισθηματικός Ζέπος το αντιλαμβάνεται και μελαγχολεί. Πόσες φορές δεν τον βρήκα μες στο σακβουαγιάζ σαν να έλεγε «πάρε με κι εμένα μαζί σου»;
Αντώνης Μποσκοΐτης
Ο Σαρντίνος, λοιπόν, ήταν το πρώτο ζώο στη ζωή μου και εκείνο που προέτασσα σε κάθε ανάγκη μου να προσπεράσω ή να αμυνθώ απέναντι στις άπειρες προσβολές που ως παιδί ιδιόρρυθμο, ευαίσθητο, αδύναμο μπροστά στην πυγμή των δυνατότερων δεχόμουν σχεδόν καθημερινά.
Να είσαι καχύποπτος με όσους δεν τα αγαπούν
Μου ζητάτε το αδύνατο και αυτό τελικά το κατάλαβα μετά από ώρες σκέψης. Επέστρεψα πολλά χρόνια πίσω και προσπάθησα να ανασύρω μνήμες παιδικές. Να βρω τη στιγμή που ένα ζώο μού πρόσφερε αγάπη και που θα τη θυμάμαι και, και, και...
Ο λόγος που, τελικά, μου είναι δύσκολο να σταθώ σε μία και μοναδική στιγμή είναι πως συνειδητοποίησα ότι η συμβίωση με τα ζώα ήταν πάντα κάτι τόσο φυσικό και συνεχές στην οικογένεια, που δεν υπάρχει καμία συνταρακτική διήγηση για να εντυπωσιάσω.
Όταν ήμουν πέντε, διαφήμιζα πως θα γινόμουν ο καλύτερος κτηνίατρος του κόσμου και ξόδευα ώρες σε όποιο βιβλίο, παιχνίδι ή τηλεοπτικό πρόγραμμα είχε ζώα. Αρκετά μεγαλύτερος, κι έχοντας χαϊδέψει κάθε σκύλο που συναντούσα στον δρόμο, απείλησα πως αν δεν μου έπαιρναν σκύλο, θα πηδούσα από το μπαλκόνι. Νομίζω πως ήταν το μεγαλύτερο ψέμα που έχω πει, αλλά το ξεφούρνισα τόσο πειστικά, που σε μια εβδομάδα είχα βρεθεί με τον Ρόκι. Δεν μου άρεσε ούτε το όνομα αλλά ούτε και η ράτσα που είχαμε διαλέξει μετά από οικογενειακό συμβούλιο. Συμβιβάστηκα με ένα Κόλεϊ που τελικά δεν έμοιασε ποτέ στην τηλεοπτική «Λάση». Το πρώτο σκυλί στην οικογένεια μόλις είχε κάνει θριαμβευτική είσοδο στις ζωές μας. Τελικά, το λάτρεψα. Ακολούθησε δεύτερο σκυλί, ακόμη μεγαλύτερο. Παράλληλα, στο σπίτι μπαινόβγαιναν πάντα από χελώνες, τραυματισμένα πουλιά, καναρίνια και παπαγάλοι, μέχρι αδέσποτες γάτες που οικειοποιούνταν τις βεράντες μας και κάθε λογής ζώο που έψαχνε (ή νομίζαμε πως έψαχνε) φροντίδα. Τώρα κουμάντο μάς κάνει μια τσοπάνα! Η Λένη δεν ήταν κάτι το σπουδαίο. Δεν είχε τίποτα όμορφο. Καμία εξωτική ομορφιά δεν κρυβόταν σε αυτό το ασπρόμαυρο κουτάβι. Δεν υπήρχε καν η παραμικρή ένδειξη πως θα γίνει ένα αξιόλογο δείγμα κάποιας ράτσας. Γεννήθηκε, άλλωστε, καταδικασμένη να πεθάνει, μια και η ασθένεια της μητέρας της είχε περάσει σε όλα τα κουτάβια και ο γιατρός ήταν κατηγορηματικός: πολυέξοδη και με ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας θεραπεία, που θα ήταν αδύνατον να ακολουθηθεί για 8 σκυλιά. Στα 7 κουτάβια έγινε ευθανασία και αυτή τη γλίτωσε κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια του κτηνίατρου. Σκατά αδύνατον, αλλά όντως πολυέξοδο! Αν δεν υπήρχε το όριο των 300 λέξεων, θα έγραφα παραγράφους για το πώς αυτό το τετράποδο αουτσάιντερ μας έκανε και μας κάνει όλους στην οικογένεια ακόμη καλύτερους. Aυτό το σκυλί, λοιπόν, επέδειξε τεράστια ευγνωμοσύνη για τη ζωή που του χαρίστηκε, αλλά νομίζω πως αν μπω σε λεπτομέρειες, θα φανώ γραφικός. Αυτοί που έχουν, γνωρίζουν, καταλαβαίνουν. Έχω την αίσθηση πως τελικά το σημαντικότερο μάθημα ζωής που πήρα από τα ζώα ήταν να θυμάμαι πάντα να είμαι καχύποπτος με όσους δεν τα πολυσυμπαθούν.
Θανάσης Χαραμής
σχόλια