Συγκέντρωσα το βλέμμα μου πάνω τους καθώς ασφυκτιούσαν στριμωγμένοι στο κάγκελο της πλώρης, ψάχνοντας διέξοδο μέσα από τα δεκάδες σώματα που με δυσκολία κατάφερναν να σταθούν όρθια στο κατάστρωμα. Με μια πρόχειρη ματιά υπολόγισα ότι το πλοίο ήταν φορτωμένο διπλάσιους επιβάτες απ’ ό,τι συνήθως, και δεν μιλάω για τις μέρες της ρουτίνας, όταν έστριβε αργά στο λιμάνι της Πάρου σαν σιδερένιο κήτος με λιγοστά μόνο ζευγάρια μάτια να κοιτάνε πίσω απ’ τα τζάμια της οικονομικής θέσης, αλλά ακόμα και για τις μέρες της αιχμής -τον Δεκαπενταύγουστο ή τις Παρασκευές με το βραδινό δρομολόγιο, όταν έρχονταν τσούρμο οι τουρίστες μαζί με Έλληνες συγγενείς και φίλους από την Αθήνα. Το καράβι αγκομαχούσε τώρα κάτω απ’ το πλήθος των ανθρώπων που αναγκάστηκαν ν’ αλλάξουν τόπο και πατρίδα, ψάχνοντας καταφύγιο στα μέρη μας με τα μπαγκάζια στο χέρι και αναμνήσεις νωπές ακόμα από την καταστροφή. Κατέβαιναν από τα βόρεια τσαμπιάσαμπιά μ’ ό,τι έβρισκαν μπροστά τους· γέμισε ο τόπος ως κάτω στην Αττική κι από χθες τους έστελναν Εύβοια, Πελοπόννησο ή τους φόρτωναν άρον άρον στα καράβια για τα νησιά.
Μέχρι την τελευταία στιγμή, λίγο πριν το δω ολόφωτο, δηλαδή, πίσω απ’ το εκκλησάκι του Αγίου Φωκά και σιγουρευτώ πως είναι αλήθεια, δεν ήθελα να πιστέψω τις εικόνες των σεισμών και της πλημμύρας. Ο νους μου δεν το χώραγε πως όλοι εκεί πάνω είχανε χάσει σπίτια, περιουσίες και υπάρχοντα.
Αλήθεια το λέω, τις πρώτες ώρες νόμιζα πως ήτανε φτηνή φάρσα από εκείνες των καναλιών που γύρευαν να κερδίσουν τηλεθέαση και να τσεπώσουν διαφημίσεις. Πριν προλάβω να το ξανασκεφτώ, πάντως, έμαθα από πρώτο χέρι πώς είχαν τα πράγματα, κάτι ξένοι απ’ τα δωμάτια του Κωστή τα διηγήθηκαν χαρτί και καλαμάρι στην πλατεία. Στα χείλη τα χαμόγελα πάγωσαν και τίποτα δεν ωφέλησε που το θερμόμετρο έδειχνε τριάντα πέντε βαθμούς και κάτι.
Το πλοίο έριξε άγκυρα κι άρχισε να πλησιάζει αργά. Λίγο μετά βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο στην αποβάθρα με ανθρώπους μόνους και με οικογένειες μόλις το καράβι άραξε και τέντωσαν τρίζοντας οι κάβοι στις δέστρες.
Το φεγγάρι φώτιζε την Παροικιά, λαμπυρίζοντας στα ήρεμα νερά του κόλπου της, κι εγώ έβλεπα παντού κουρασμένα πρόσωπα και κορμιά τσαλακωμένα, βλέμματα που πέφτανε πάνω μας με αγωνία. Την ησυχία έσπαγαν κάθε τόσο οι φωνές των λιμενεργατών, οι κοφτές εντολές, τα παραγγέλματά τους. Κι ύστερα ξεχύθηκαν όλοι κάτω, άλλοι αμίλητοι, άλλοι μπήγοντας τα κλάματα ή αφήνοντας μικρές κραυγές ανακούφισης. Οι δικοί μας προσπαθούσαν να βάλουν τάξη, κατευθύνοντας τον κόσμο προς το μεγάλο πλάτωμα στ’ αριστερά του λιμανιού. Βέλγοι, Ολλανδοί και Γάλλοι στην πέρα άκρη, Γερμανοί, Δανοί με όλα τους τα υπάρχοντα στην κεντρική πλατεία για μια πρόχειρη καταγραφή, αλλά κι άλλες εθνικότητες, κόσμος διάσπαρτος που προσπαθούσε να βρει μιαν άκρη ν’ ακουμπήσει. Δεν χώραγε ο νους αυτά που συνέβαιναν κι όλο το σκηνικό έμοιαζε βγαλμένο από σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Η Πάρος βούλιαζε απ’ τον κόσμο κι ήταν παράξενο πως για πρώτη φορά δεν ήταν άνθρωποι περαστικοί, όπως οι τουρίστες που γνωρίζαμε τα καλοκαίρια κι ύστερα φεύγανε ξανά για πόλεις και χωριά που δεν είχαμε ακούσει ποτέ, αλλά ψυχές που έψαχναν καινούργια πατρίδα δίπλα μας. Τους βολέψαμε από ‘δώ κι από ‘κεί, άλλους σε σπίτια και σε άδεια ενοικιαζόμενα δωμάτια κι άλλους σε σκηνές που στήσαμε πρόχειρα στις πλατείες. Τα πρώτα βράδια μαζευόμασταν γύρω απ’ τις τηλεοράσεις σε καφενεία και ταβέρνες, κοιτώντας εικόνες της καταστροφής κι εκείνο το πελώριο κύμα που είχε ξεθυμάνει τώρα πια λίγο έξω απ’ τη Φρανκφούρτη. Τα πρωινά γέμιζαν οι παραλίες κόσμο που έβρισκε διέξοδο στη θάλασσα για να περάσει τη μέρα του και να ξεχαστεί ρουφώντας ιώδιο κι αρμύρα. Τα γέλια τους άρχισαν να μπλέκονται δειλά με τα δικά μας. Γλώσσες ακατανόητες ακούγονταν εδώ κι εκεί μαζί με αγγλικές χαιρετούρες που τις ξέραμε και τις λέγαμε, λίγο πολύ, όλοι. Μοιραστήκαμε στις δουλειές, γυρεύοντας να τα βγάλουμε πέρα όσο μπορούσαμε καλύτερα. Θα ήταν ζόρικα, φαγητό και νερό δύσκολα θα έφταναν για όλους.
Μια νύχτα απ’ τις επόμενες δεν είχα ύπνο. Βαρέθηκα να γυρίζω στο κρεβάτι και λίγο πριν απ’ το ξημέρωμα έσυρα τα πόδια μου προς τη μεριά του λιμανιού. Καθαρός ουρανός, αρυτίδιαστη θάλασσα, η Πάρος σαν όνειρο μπροστά μου. Παρέες ξάπλωναν στην παραλία δίπλα σε αναμμένες φωτιές. Κάποιοι από το τσούρμο, σηκώνοντας με νόημα μια μπουκάλα κρασί, μου έγνεψαν να πάω κοντά τους. Πλησίασα χαμογελώντας αμήχανα. Κάθισα δίπλα τους και πιάσαμε να μιλάμε κουνώντας χέρια και πόδια, μου έλεγαν τις ιστορίες τους, πώς ήρθαν, τι άφησαν πίσω τους, τι τους περίμενε από ‘δώ και πέρα. Θα ήταν ένα δύσκολο καλοκαίρι, είπα μέσα μου. Θα μαθαίναμε να ζούμε μαζί, θέλαμε δεν θέλαμε, εχθροί και φίλοι, Βόρειοι και Νότιοι, ντόπιοι και ξένοι.
Θα ‘πρεπε να ξεχάσουμε τη ζωή που ξέραμε ως τώρα, σκέφτηκα, μα μπορεί στο τέλος κάπου να βγαίναμε κερδισμένοι.
σχόλια