Το ΚΚΕ απολαμβάνει μία ιδιότυπη ασυλία κατά τη διάρκεια και αυτού του προεκλογικού αγώνα, η οποία λόγω των συγκυριών (της πιθανής ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ, εννοώ, σε πρώτο κόμμα) αποκτά μιαν επιπρόσθετη σημασία.
Έχω παρακολουθήσει τις συνεντεύξεις του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ κ. Κουτσούμπα στην τηλεόραση, όπως και άλλων στελεχών του ιστορικού κόμματος κι εκείνο που φθάνει στ’ αυτιά μου συνεχώς, ομολογημένο με κίβδηλη ευλάβεια από τους δημοσιογράφους των ιδιωτικών καναλιών, είναι πως… «κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει το ΚΚΕ για μη σταθερές θέσεις, τις οποίες υπερασπίζεται με σθένος μέσα στα χρόνια»… και τα λοιπά, και τα λοιπά, και τα λοιπά… Τι ακριβώς σημαίνουν όλα αυτά;
Ότι όποιος έχει «σταθερές θέσεις» δεν πρέπει να δέχεται κριτική; Ή μήπως οι «σταθερές θέσεις», από μόνες τους, επιβάλλουν την «τιμή» και το «σεβασμό»; Και δεν αναφέρομαι στο σεβασμό της «άλλης» άποψης, της κάθε άποψης (αυτό εξυπακούεται), αλλά σ’ εκείνη την υποκριτική συγκατάβαση που εκκινεί από μιαν αναντίρρητη αδιαφορία. «Ας τους να λένε…».
Στην πράξη κανείς από τους γνωστούς τηλεδημοσιογράφους δεν συμφωνεί με τα θέσφατα του ΚΚΕ, αλλά και κανείς δεν αναλαμβάνει να συγκρουστεί μαζί του(ς). Να προβάλλει ερωτήσεις που να αντιτίθενται σε προβεβλημένες «εφαρμοστικές» θέσεις του κόμματος. Π.χ. στη θέση πως «το ΚΚΕ δεν θα δώσει ψήφο ανοχής σε κανέναν» – μιαν άλλη εκδοχή εκείνου του αλήστου μνήμης «πέντε κόμματα, δύο πολιτικές».
Γιατί συμβαίνει αυτό; Τι φοβούνται; Μήπως χαρακτηριστούν «αντικομμουνιστές»; Η κριτική, όμως, δεν είναι αντικομμουνισμός. Ούτε είναι προνόμιο μόνο των οργανωμένων στελεχών, στις κεκλεισμένων των θυρών κομματικές συνελεύσεις. Η κριτική απέναντι στο κόμμα (σε κάθε κόμμα) μπορεί και πρέπει να είναι (και) δημόσια, πάνω σε δεδομένες θέσεις που διατυπώνονται σε συγκεκριμένες συγκυρίες.
«Το ΚΚΕ έχει τρεις επιλογές. Τέταρτη δεν υπάρχει. Ή πρέπει να κάνει επανάσταση, ή πρέπει να αυτοδιαλυθεί, ή πρέπει να συνεργαστεί».
Η Εκκλησία και το ΚΚΕ μοιάζει να έχουν κάτι κοινό – πέραν του τρόπου που μπορεί να λειτουργούν τα πληρώματα εν σχέσει με τις πάσης φύσεως ορθοδοξίες. Όποιος ασχοληθεί σοβαρά μαζί τους κινδυνεύει να ηττηθεί, αν δεν υποστεί πανωλεθρία… Οπότε, αφού είναι γνωστό το αποτέλεσμα, για ποιο λόγο να διεξαχθεί ένας τέτοιος μάταιος αγών; Κάνουμε όλοι, ή σχεδόν όλοι, τα στραβά μάτια και πάμε παρακάτω…
Δεν έχω καμιά διάθεση να υποτιμήσω τους αγώνες του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης (ας μείνουμε σ’ αυτήν την περίοδο και ας μην πάμε πιο πίσω). Οφείλονται και σ’ αυτό (στο ΚΚΕ εννοώ) διάφορες θεσμικές κατ’ αρχάς εργατικές κατακτήσεις (που ήρθησαν, κοινώς «ξεδοντιάστηκαν» τα τελευταία χρόνια), παρ’ όλα τα στραβά κι ανάποδα που εξέθρεψε ο εξαρτημένος συνδικαλισμός. Και είναι αλήθεια πως η εργατική τάξη, ποτέ δεν απέλαβε περισσότερα, απ’ όσα απέλαβε τα τελευταία, αυτά, 40 χρόνια. Κι εδώ ο ρόλος του ΚΚΕ υπήρξε αποφασιστικός. Πολλάκις μεγαλύτερος της τυπικής εκλογικής δύναμής του.
Υπάρχει όμως ένα θέμα με το κόμμα της… άνεργης και υποαπασχολούμενης πλέον τάξης. Ενώ βρίσκεται μέσα στο αστικό παιγνίδι, θέλει να εμφανίζεται ταυτοχρόνως και έξω απ’ αυτό. Τούτο μπορεί να είναι μια βολική στάση, που εξευμενίζει πλείστους όσους «συντρόφους» που άγονται από τον προαιώνιο λόγο της ύπαρξής του (την ταξική πάλη, τη σοσιαλιστική επανάσταση και από ’κει και πέρα τη δικτατορία του προλεταριάτου), από την άλλη όμως δημιουργεί ποικίλα ζητήματα, ιδεολογικής και άλλης τριβής.
Αν δεχθούμε, από τη μια μεριά, πως η νομιμοποίηση του κόμματος το 1974 ακύρωσε, κατά βάση, την επαναστατική προοπτική του, θα πρέπει να αποδεχθούμε από την άλλη και το γεγονός πως το ΚΚΕ, έκτοτε, οφείλει να κινείται (και κινείται) με άξονα τους κανόνες της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, υπηρετώντας πρακτικά και αυτό, από τη μεριά του, το «σύστημα». Μέσα στο πλαίσιο αυτής ταύτης της αστικής νομιμοφροσύνης το ΚΚΕ ποτέ δεν λησμόνησε το ρόλου του, λειτουργώντας σε κρίσιμες/ακραίες φάσεις ακόμη και ως κυματοθραύστης της λαϊκής αγανάκτησης και οργής, διαβάλλοντας συνήθως ό,τι αδυνατούσε να ελέγξει – απεργίες ή ό,τι άλλο (δες το κίνημα των «Αγανακτισμένων», την απεργία διαρκείας των καθηγητών, ή την απεργία των διοικητικών υπαλλήλων των πανεπιστημίων).
Δεν ήταν, όμως, πάντα έτσι. Και δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός πως δύο φορές στην μεταπολιτευτική ιστορία του το ΚΚΕ συνυπήρξε με άλλα ή άλλο κόμμα της Αριστεράς, αναγνωρίζοντας τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες και βάζοντας στην άκρη τις παραδοσιακές ιδεολογικές αρχές του. Πότε ήταν αυτές οι δύο φορές;
Το 1974, όταν κάτω από το σχήμα της Ενωμένης Αριστεράς το ΚΚΕ συνεργάστηκε με την ΕΔΑ και μέσω αυτής με τον ισχυρότερο ιδεολογικό αντίπαλό του το ΚΚΕ Εσωτερικού (ήταν οι εκλογές της 17/11/1974), αλλά και πιο μετά, όταν ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου (το ΚΚΕ υπό τον Χαρίλαο Φλωράκη και η ΕΑΡ υπό τον Λεωνίδα Κύρκο) επιχείρησε ατυχώς στις απανωτές εκλογές του ’89 (18/6 και 5/11) να… διαμερίσει τα ιμάτια του ΠΑΣΟΚ και επί τον ιματισμόν του να βάλει κλήρο. Εκείνη, μάλιστα, την περίοδο τα δύο κόμματα της Αριστεράς συμμετείχαν, ως γνωστόν, στις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα. ΚΚΕ και ΕΑΡ ήταν μαζί και στις εκλογές της 8/4/1990, πριν το ΚΚΕ εγκαταλείψει την ενωτική πολιτική το 1991…
Έχει ενδιαφέρον να δούμε τι έλεγε το ΚΚΕ, το 1974, για το σχήμα της Ενωμένης Αριστεράς. Ανοίγω την «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» (ΚΟΜΕΠ), το πρώτο τεύχος της Νέας Περιόδου, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς και μεταφέρω ένα μικρό απόσπασμα. Ένα απόσπασμα σοβαρό και κυρίως διαχρονικό, που θα μπορούσε να ήταν γραμμένο και σήμερα… Θα μπορούσε… Πρόκειται για την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, με ημερομηνία… Αθήνα 21.10.74.
«(…)Σε μια κρίσιμη στιγμή των λαϊκών αγώνων για την δημοκρατία και την κοινωνική πρόοδο, οι αριστερές δυνάμεις κατεβαίνουν στην εκλογική μάχη συνασπισμένες, γύρω από την παράταξη της ‘Ενωμένης Αριστεράς’ και το εκλογικό της πρόγραμμα, γεμάτες εμπιστοσύνη και αισιοδοξία ότι μπορούν και στις συνθήκες αυτές να δώσουν με επιτυχία την εκλογική μάχη.
Η δημιουργία και η δράση της ‘Ενωμένης Αριστεράς’ είναι μια σημαντική κατάκτηση στο δρόμο των λαϊκών προοδευτικών αγώνων. Η ΚΕ του ΚΚΕ, πέρα από τις παλιότερες προσπάθειες, είχε υπογραμμίσει στην απόφασή της τής 29.9.1974 την ανάγκη πραγματοποίησης της ενότητας δράσης της Αριστεράς. Το ΚΚΕ που πάλεψε με συνέπεια για την πραγματοποίηση της ενότητας της Αριστεράς, υπερνικώντας τα εμπόδια και τις δυσκολίες που είχαν παρεμβληθεί, χαιρετίζει τη δημιουργία της ‘Ενωμένης Αριστεράς’, μέσα στην οποία το Κόμμα μας συμμετέχει σαν ένας βασικός παράγοντας της παράταξης(…)».
Μπορεί το 1974 να φαντάζει πολύ μακρινό, διδάσκει όμως κάτι. Πως μέσα στις τότε κρίσιμες περιστάσεις (με τα «σταγονίδια» να σχηματίζουν δυνητικώς «βροχή» ανά πάσα ώρα και στιγμή) η Αριστερά της εποχής είχε βρει την (πρόσκαιρη) δύναμη να αφήσει πίσω ό,τι την χώριζε, δίνοντας ώθηση σε ό,τι την έφερνε μαζί, στοχεύοντας στην… «απόκρουση των κινδύνων φασιστικής υποτροπής, στην πλήρη αποκατάσταση και κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας, στον εκδημοκρατισμό της χώρας, στην προάσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, όπως και στη διεύρυνση της δημοκρατίας με βάση τη λαϊκή κυριαρχία» (όπως σημείωνε ο Δημήτρης Σάρλης, σημαίνον στέλεχος τού τότε ΚΚΕ, στο πρώτο μεταπολιτευτικό τεύχος της ΚΟΜΕΠ).
Σήμερα, κάτω από μία εξ ίσου δύσκολη συγκυρία, που έχει σχέση και με την ουσία του πολιτεύματος –με την ουσία, εννοώ, της δημοκρατίας υπό συνθήκες οικονομικής κατοχής– κάτι τέτοιο μοιάζει αδύνατον.
Το ΚΚΕ τορπιλίζει κάθε προσπάθεια διαλόγου, κλείνει κάθε δίοδο επαφής και επικοινωνίας με την υπόλοιπη Αριστερά.
Την προηγούμενη Παρασκευή το βράδυ βρέθηκα με δύο φίλους, όχι ψηφοφόρους του ΚΚΕ, στην προεκλογική ομιλία της Αλέκας Παπαρήγα στο δημαρχείο της Καισαριανής. Ήταν μια μεστή ομιλία, που θα μπορούσε να ελκύσει σε ορισμένα σημεία της (και πάντως όχι στην τακτική των ίσων αποστάσεων ανάμεσα στη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ) και κάποιους μη κομματικούς, από μία πολύ ανθρώπινη και πολύ άνετη τέως γενική γραμματέα. Στο τέλος, ο ένας απ’ τους δύο φίλους, κάπως εκνευρισμένος απ’ όσα άκουσε, γυρίζει και μας λέει σε τόνο οξύ (λες και φταίγαμε εμείς!):
«Το ΚΚΕ έχει τρεις επιλογές. Τέταρτη δεν υπάρχει. Ή πρέπει να κάνει επανάσταση, ή πρέπει να αυτοδιαλυθεί, ή πρέπει να συνεργαστεί».
Αφού τον καλμάραμε, συμφωνήσαμε πως αν το πρώτο… πάει για τις καλένδες και το δεύτερο δεν ταιριάζει μ’ ένα κόμμα που σε τρία χρόνια θα γιορτάσει την 100ετία του, το τρίτο είναι το μόνο που, μάλλον, χρειάζεται και απαιτούν οι καιροί.
Κι ενώ παίρναμε την κατηφόρα προς την πλατεία της Καισαριανής, για να πιούμε καμιά ρετσίνα… φτύσαμε τον κόρφο μας καθώς πέρασε απ’ το μυαλό μας μια ενδεχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με υπουργούς Άμυνας και… Δημοσίας Τάξεως από τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου…
σχόλια