Άδεια σήμερα η Αθήνα. Ξύπνησα με κάτι που μου συμβαίνει για δεύτερη φορά. Μια εικόνα του πατέρα μου (πεθαμένος πάνω από δέκα χρόνια). Αίσθημα μεταξύ ανείπωτης γλύκας και ασφυξίας.
Είδα ξανά τις "Μνήμες Υπανάπτυξης". Ένας ακατάτακτος άνθρωπος (σαν αυτούς στο limbo) περιφέρεται στην Αβάνα, τις πρώτες μέρες της επανάστασης. Βλέποντας τη ζωή από τα μέσα και από έξω, ταυτοχρόνως.
Την ξέρω αυτήν την κατάσταση. Θυμίζει πολλά. Μπίτνικς και ήρωες του Φιτζέραλντ. Κάπως έτσι ζω την πολιτική κατάσταση σήμερα. Θέατρο σκιών. Εκμεταλλεύονται όλοι την δυσκολία των απλών ανθρώπων να ζήσουν. Παίζουν πόκερ στην πλάτη τους.
Λίγο πριν πέσει το βράδυ φόρεσα το μαγιό μου και κατέβηκα στη θάλασσα.
Στα βράχια, οι τελευταίοι έφευγαν. Μιλούσαν ψιθυριστά. Χαχάνιζαν λίγο. Λίγο ευτυχισμένοι. Λίγο μπερδεμένοι. Λίγο ελεύθεροι.
Έμεινα ώρες με τα ακουστικά στον τελευταίο ήλιο. Όταν χάνεσαι, η μουσική είναι σα φως στο σκοτεινό δάσος.
Σε κάνει να μαντεύεις ένα δρόμο (ακόμα κι όταν δεν υπάρχει δρόμος)
Όταν έφυγαν όλοι, έπεσα στο νερό. Κάτι σαν υγεία. Βούτηξα στο βυθό και άνοιξα τα μάτια. Η θάλασσα μαύρη και στην επιφάνεια ένα μικρό φως που τρέμει. Μου αρέσει -από μικρός.
Οταν πια βγήκε το φεγγάρι (ελαφρό, χαριτωμένο κι ελάχιστα δραματικό --σαν λαικός καημός με βραχεία μνήμη) είπα να γυρίσω.
Η Αθήνα μου αρέσει, αλλά δεν την πολυκαταλαβαίνω αυτές τις μέρες. Πάντα είχα την αίσθηση ότι δεν ανήκω πουθενά -ποτέ όμως με τόση ένταση. Δεν είναι ότι νέες δυνάμεις ψάχνουν να πάρουν το μερίδιό τους από την εξουσία (αυτό θα το έβρισκα ενδιαφέρον). Ούτε ότι οι παλιοί γατόπαρδοι παραμερίζονται από ύαινες (ποιοί γατόπαρδοι; ποιές ύαινες;!). Εδώ συμβαίνει κάτι άλλο: αν και όλος ο παλιός κόσμος σάπισε και βυθίζεται, τίποτε αληθινά νέο δεν έχει εμφανιστεί.
Η επιστροφή είχε πήξιμο.
Αλλά είχα το τηλέφωνό μου φίσκα στα ρεμπέτικα.