Χτες είδα μετά από τριάντα χρόνια το Endless Summer και χτυποκάρδισα. Το φιλμ του 1965 με τους δυο σέρφερς που γυρνάνε τον κόσμο για να χει παντα καλοκαίρι. Από τον αφρό της Ταιτής, πάνε στη Σενεγάλη, τη Νιγηρία, το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος (εκεί που σμίγουν τα νερά δυο ωκεανών), το Περθ, τη Μελβούρνη και τελος στη ξεχασμένη δαντέλα που ζώνει τη Νεα Ζηλανδία: ακρογιαλιές, δειλινά σε νερά που δεν πάτησε άνθρωπος, εκτός ισως από τον Ιησου και το δαίμονα του Κομόντο.
Πάντα στο μυαλό τους είναι το υδάτινο Ελδοράδο–η Χαβάη. Με το τελειο pipe που μεσα του γλυστράνε-- το τελειο κύμα. Αυτό το αίσθημα που ξεπερνάει την αναγκαστική πεζότητα της ζωής και θα μπορούσε κανείς να κυριολεκτήσει, αν το ονόμαζε με τον ψυχαναλυτικό όρο «ωκεάνειο».
ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ, ενώ γενικώς χειμωνιάζει, κάθομαι και σκέφτομαι το αιώνιο καλοκαίρι. Ειναι τόσο ωραία η ζωή στα ζεστά κλίματα! Ένα σορτσάκι κι όξω από την πόρτα. Το αλάτι στο δέρμα (το γλύφεις, υπόπικρο!), αχτίνες μεσα από τα φύλλα της φοινικιάς (λαγοκοιμάσαι πάνω σε ενα μπαμπάκι από το χτεσινό μεθύσι), ένα φτηνό δωμάτιο αχνίζει στο φεγγάρι όταν γυρνας, το deep trance των τζιτζικιών, τα βραδυνά μπάνια (συνήθως λυώμα και σίγουρα γυμνός), ο τρόπος που η χυδαιότητα της μοντέρνας πόλης και οι παλιόφατσες που δυναστεύουν το συλλογικό υποσυνείδητο “are become insubstantial, reduced by a wind” –αυτό τον άνεμο που σηκώνει τα κύματα στους πλατιούς πόντους με τα ανεύθυνα παιδιά στην κορυφογραμμή τους. Ανέκαθεν, αυτήν την «ανευθυνότητα» την θεωρούσα μια πολύ σοβαρή απόφαση ζωής –ποιος ξέρει το νόημά της να μου το πεί κι εμένα;
σχόλια