Εμείς τον Καρρά ψάχναμε. Αλλά όσο και να γυρίζαμε το «Λεωφόρος Ποσειδώνος 26» φαινόταν πιο δύσκολο να βρεθεί και από το νησί του Lost. Τέλος πάντων, μπουζούκια στην παραλία είναι εύκολο να βρεις. Μικρά και μεγάλα σχήματα σε μικρά και μεγάλα γιγάντια κονσερβοκούτια, λίγα μέτρα από εκεί που σκάει το κύμα του Σαρωνικού. Διαπιστώσαμε στο δρόμο πως το billboard που είχε τη μεγαλύτερη συχνότητα ήταν αυτό του Λευτέρη Πανταζή. Στο μαγαζί Face λοιπόν, ακριβώς απέναντι από το Γήπεδο του Softball, που εκείνη την ώρα ταρακουνιόταν από τους ήχους των FSOL. Ο Λε-Πα ήταν το μεγάλο όνομα και ακολουθούσαν κάτι πιτσιρικάδες, ένας εκ των οποίων ονομαζόταν Τσαμπίκος. Φτάσαμε ακριβώς την ώρα που ο Πανταζής έκανε την πρώτη του εμφάνιση. Κουστούμι με σακάκι και παντελόνι και από μέσα μια εντυπωσιακή μπλούζα με στρας σχέδια, που θα τα ζήλευε και ο Ντιέγκο Ριβέρα. Φαινόταν και σαν μακιγιαρισμένος, αλλά γι' αυτό δεν βάζουμε το χέρι μας στη φωτιά. Ο Λε-Πα είναι ο άνθρωπος (μπορεί να συγκριθεί μαζί του μόνο ο Τσιτσάνης) που αναφέρει πολλές φορές τ' όνομα του στα τραγούδια του. Κορυφαίο όλων το «Πάντα-ζεις», που το τραγούδησε μαζί με το μπαλέτο του, «τα ελάφια μου», όπως το αποκαλεί χαρακτηριστικά. Μοναδική κινησιολογία, ειδικότερα όταν κάνει αυτό το ανεπαίσθητο κούνημα της λεκάνης που σε καθηλώνει. Το μαγαζί, όμως, δεν είχε πολύ κόσμο. Όσοι ήταν μέσα έμοιαζαν να είναι ο σκληρός πυρήνας των «πανταζικών», αυτοί που ακούνε τον Λε-Πα να τους λέει «βασανιστείτε», όταν επιδίδονται σε περίτεχνα τσαλίμια, και η βραδιά τους αποκτάει κάποιο νόημα.
Άσπρα πουκάμισα - άτριχα στήθη
Πάντα αναζητώντας τον Καρρά, αφήσαμε τον Πανταζή και κατευθυνθήκαμε προς τη Θέα. Εκεί αναπτύσσει τη δράση του το σούπερ δίδυμο με τα άσπρα πουκάμισα και τα άτριχα στήθη: Οικονόμοπουλος και Πετρέλης. Για να φτάσουμε βέβαια στο μαγαζί έπρεπε να έχουμε μαζί μας το μίτο της Αριάδνης, αφού, αν χάσεις την είσοδο/έξοδο στην παραλιακή, τότε καλύτερα ν' αλλάξεις πίστα παρά να δοκιμάσεις να επιστρέψεις σε αυτήν που θες να πας. Η ώρα είναι τρεις και τέταρτο: ώρα του μεγάλου ξεσπαθώματος. Τα σόλο και τα ντουέτα έχουν παρέλθει και έχει έρθει η ώρα να ανέβει ο πελάτης στην πίστα. Η Θέα δεν είναι απλά ένα μεγάλο μαγαζί. Είναι κολοσσιαίο. Να φανταστείτε, η φράντζα του emo ρεμπέτη Οικονομόπουλου από το μπαρ που βρισκόμασταν, τέσσερα πατώματα πάνω από τη σκηνή, ίσα που διακρινόταν. Χιλιάδες κόσμου και κυρίως χιλιάδες γυναικών λικνίζονταν όπως οι καλαμιές στον κάμπο, ακούγοντας το νέο μεγάλο όνομα της νύχτας. Ένας μεθυσμένος nerd έχει πάρει αγκαλιά τον Οικονομόπουλο και τον πηγαίνει καροτσάκι πέρα δώθε. Το θέαμα εξαγριώνει έναν από την ασφάλεια του μαγαζιού και τον εξωθεί να προσπαθήσει ν' απομακρύνει τον έκπληκτο θαμώνα. Τότε ο τραγουδιστή βάζει τα πράγματα στη θέση τους, διώχνοντας με υποτιμητικό ύφος τον υπάλληλο του μαγαζιού. Το soundtrack στα μπουζούκια παραμένει αιώνια το ίδιο. Τα ποτ-πουρί που έχουμε ακούσει στα live CD των Μακρόπουλου και Κιάμου είναι η χρυσή συνταγή. Πάντα, όμως, με ενθουσιάζει ο τρόπος που διώχνουν το κοινό από την πίστα. Κλείνουν λίγο τα φώτα, κατεβάζουν όγδοα και όλοι γυρίζουν ήσυχα στα τραπέζια τους. Ο τροβαδούρος μένει μόνος, αλλά ένα από τα τραγούδια ξεσηκώνει το πρώτο-πρώτο τραπέζι, που του εκτοξεύει αρκετά πανέρια στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να ρίξει κάτω το μικρόφωνο και να γρατζουνιστεί το αγγελικό του πρόσωπο. Γήπεδο το μαγαζί, γηπεδική και η λίμπιντο. «Η πιο γλυκιά γρατζουνιά της ζωής μου» λεει ο Νίκος και το κορίτσι που χορεύει ξυπόλυτο δίπλα μου πάει να λιποθυμήσει. Μεγάλες οι συγκινήσεις, ευαίσθητη και η ηλικία, αναχωρούμε για Romeo.
Gender Bouzouki
Το μεγάλο come back της Έλλης Κοκκίνου. Την προλαβαίνουμε στο τσακ. Μόνη, η Ελληνίδα Whitney Houston ερμηνεύει με περίσσιο πάθος σουξέ και σουξεδάκια. Εκεί, κατά τις 5 το πρωί, πάνε για ύπνο οι σταρ και βγαίνουν οι δεύτεροι της μαρκίζας να «σκουπίσουν» ό,τι έχει απομείνει. «Να τραγουδήσουμε ή να χορέψουμε;» ρωτά ο Χρήστος Κυπριανίδης. «Και τα δύο» απαντά μόνος του και συνεχίζει. Όλα και πάντα στο δρόμο που έχουν χαράξει οι Μακρόπουλος, Κιάμος. Δεν ξεφεύγουμε νότα. Κάπου εκεί ο τραγουδιάρης κλαίει στη σκηνή και ορισμένοι άντρες από κάτω υψώνουν τα χέρια τους στο Θεό σαν να προσμένουν τη Δευτέρα Παρουσία. Τότε έρχονται και τα πρώτα συμπεράσματα: τα μπουζούκια ποτέ δεν είναι και δεν ήταν το σωστό μέρος για έναν άντρα. Αν αναλογιστείς και την κατάσταση στη Θέα, θα πεις ότι δεν υπάρχει καν αντρική παρουσία. Αντίθετα, είναι μέρος όπου συναντιούνται τα δύο φύλα, αλλά η γυναίκα κάνει εκεί το δικό της πέρασμα-γύρο του θριάμβου, αποτρελαίνει το αρσενικό, που θεωρεί πως παίζει εντός έδρας, και ύστερα το αφήνει να χοροπηδάει σαν πίθηκος στις 6, το πρωί νομίζοντας πως οι στίχοι έχουν γραφτεί λέξη προς λέξη γι' αυτόν. Άλλωστε, σε πόσα μπουζουξίδικα έχετε δει το πρόγραμμα να το κλείνει τραγουδίστρια; Θα πέσουν να τη φάνε. Επίσης, πέρα από τις ψυχαναλυτικές εικασίες, τα μπουζούκια δεν συμφέρουν οικονομικά, δεν μπορείς να ρίξεις γκόμενα εκεί μέσα (γκόμενο μπορείς άνετα), αφού το κέφι και η παρεξήγηση πάνε χέρι χέρι. Επιπλέον, αν δεν έχεις αμάξι, μένεις για πάντα στην παραλιακή. Έχε και ένα μαγιό μαζί, κάπου μπορεί να χρησιμέψει. Παρ' όλα αυτά, είναι μια εμπειρία. Ξεφεύγεις λίγο από τον indie βαυκαλισμό και έρχεσαι αντιμέτωπος με αρχετυπικά συναισθήματα, που μόνο το πρώτο φως της μέρας μπορεί να διώξει μακριά.
σχόλια