Έχω χαθεί, μα δε με νοιάζει που πηγαίνω.
Το πούσι μου θαμπώνει τα γυαλιά, κρατάω ένα χέρι
που θα μπορούσα να αγαπήσω και δήθεν το οδηγώ.
Λέω στην καρδιά μου ηρέμησε και ΠΕΡΙΜΕΝΕ χωρίς ελπίδα,
χωρίς αγάπη,
χωρίς πίστη,
χωρίς σκέψη.
Σβήσε τα όλα.
Σε μέρη που δε ξέρουμε, θα πάμε από δρόμους που αγνοούμε.
(Κάτι για σένα-Στάθης Τσαγκαρουσιάνος)
Ο εικαστικός Νίκος Αλεξίου πέθανε αυτή τη Παρασκευή που μας πέρασε μετά από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο. Ήταν μόλις 51 χρονών.
Δεν ξέρω κατά πόσο σε ένα κόσμο φθαρμένο από την καθημερινή τριβή και την υλιστική αυτοπεποίθηση άνθρωποι σαν τον Νίκο, καλλιτέχνες με την ουσιαστική έννοια του όρου, που δεν προσποιήθηκαν για να ναυαγήσουν κάπου που το ήθος του χρήματος ζωγραφίζει ματαιωμένες κορδέλες για την δηθενική πλέμπα και τους αιχμάλωτους των τάσεων, καταφέρνουν στο διάβα της ζωής να μην ξεβραστούν ματαιωμένοι και αποστραγγισμένοι.
Ο Νίκος το κατάφερε. Με ένα ήθος σαν αυτό που κουβαλάνε τα έργα του. Φτερωτές αντανακλάσεις ελευθερίας και χαράς της ζωής, χωρίς εκζήτηση, χανόντουσαν με χάρη μέσα στα προσωπικά του ζάπινγκ αφήνοντας τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους γιατί ήξερε. Πως τίποτα δεν είναι δεδομένο στη τέχνη. Ούτε και στη ζωή.
Γνώρισα το έργο του πολύ αργά με αφορμή την συμμετοχή του στην 52η Βiennale στη Βενετία το 2007. Είχα έρθει και παλιότερα σε επαφή με τη σκηνική του εργασία σε διάφορες θεατρικές παραστάσεις αλλά ομολογώ πως ουσιαστικά δεν είχα εντρυφήσει. Διαβάζοντας συνεντεύξεις του εκείνη τη περίοδο και ψάχνοντας πράγματα ανακάλυψα ένα διαισθητικό νήμα σκέψης που επιχειρούσε με μια σπάνια χαμηλόφωνη αισθητική αγωγή και χωρίς συμπλεγματικά καλούπια να εκφράσει κάτι από την αϋλη ευθραστότητα της ουτοπίας που έχουμε ανάγκη.
Τα υλικά του ταπεινά και καταφρονεμένα σε πρώτο επίπεδο, εξυφαίναν μέσα στη μόνωση και τον καλλιτεχνικό μετασχηματισμό που τους επεφύλασσε έναν διαυγή και ξεκάθαρα σχεδιασμένο διάδρομο πού αν αφηνόσουν και τον διέσχιζες , τις περισσότερες φορές ερχόσουν σε επαφή με ένα είδος συγκίνησης καταιγιστικά εξαγνιστικό. Ήξερε πως το μόνο πράγμα που μπορεί να σταθεί ικανό αντίβαρο απέναντι σε έναν κόσμο που καθημερινά κάνει ότι μπορεί για να γκρεμίσει τον μηχανισμό ψυχικής διάυγειας, δεν είναι τίποτά άλλο παρά μονάχα η ένωση και η σύνθεση. Του φωτός, της σκιάς και των αινιγμάτων της ανθρώπινης ύπαρξης.
Κριτικός δεν είμαι αλλά ως καλλιτέχνης έβλεπα ξεκάθαρα τις υπαρξιακές του αντανακλάσεις, την δύναμη, την ευφυϊα αλλά και την πίστη που ανέβλυζαν τα έργα του (είτε εξέφραζε τις δικές του αναζητήσεις είτε γινόταν βοηθός του οράματος κάποιου άλλου στο θέατρο). Έτυχε και τον γνώρισα κι από κοντά όταν το καλοκαίρι του 2008 είχαμε συμμετέχει στο Connected μια ομαδική έκθεση και είχα διαπιστώσει πόσο μετέφερε μ’ ένα τρόπο φυσικό και στην ανθρώπινη επαφή όσα εξέφραζε μέσα από τη τέχνη του.
Μια στάση που σε έκανε να νομίζεις πως η τέχνη είναι το μόνο πεπρωμένο που μας αξίζει. Μιλήσαμε για τα πρώτα του χρόνια, για την πρώτη ατομική στον Δεσμό και τον φλογερό ενθουσιασμό εκείνης της arte povera περιόδου (που στην ουσία δεν την εγκατέλειψε ποτέ) παρ’ όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια. Τα παιχνίδια με το φως και τον ήχο στα Πρίσματα, την ευγενή γεωμετρία των Ηλιακών Σπιτιών, για το έργο ζωής και έμπνευσης που αποτέλεσε για αυτόν πέρα από την συμμετοχή στην Biennalle η ανακατασκευή και ο μετασχηματισμός σε εικαστικό έργο του δαπέδου της Μονής Ιβήρων, για την ψηφιακή εποχή που ερχόταν και που δεν είχε κανένα φόβο απεναντί της.
Θυμάμαι σαν τώρα την συγκίνηση μέχρι κλαμμάτων που μου είχε προκαλέσει η επαφή με το Fountain του στην έκθεση Athensville του 2008 σε επιμέλεια της Μαρίνας Φωκίδη.
Μια πολύ απλή εγκατάσταση από μεταλλικούς σωλήνες που σχηματίζαν ένα ορθογώνιο σχήμα και οι οποίοι αναβλύζαν νερό ως mini συντριβάνια σε συνδυσμό με παιχνίδισματα φωτός. Τόσο απλό στην σύλληψη και στην εκτέλεση και όμως.
Με έναν απίστευτα ποιητικά υποδόριο τρόπο αυτή η εγκατάσταση σε καθήλωνε και σε αιχμαλώτιζε κανοντάς σε να νιώσεις κατάσαρκα (με το τρόπο που μόνο η μεγάλη τέχνη μπορεί) κάτι από τη πίστη σε πράγματα άπιαστα.
Όταν του το είπα χαμογέλασε και χωρίς να πει τίποτα παραπάνω μου απάντησε:
“Η τέχνη θα δείξει. Χωρίς να σου πει τίποτα”.
Και είχε δίκιο.
Δεν ξέρω αν υπάρχει μεγαλύτερη βία από τη βία του θανάτου και την καταλυτική δύναμη του αποχωρισμού που εγκαθιδρύει ανάμεσα στις 2 όχθες. Ούτε είμαι σίγουρος πως ο χρόνος θεραπεύει πάντα με τον καλύτερο τρόπο την πικρόχολη πληγή που μένει ανοιχτή. Οι καλλιτέχνες βέβαια είναι τυχερά όντα. Όταν όλα μαραίνονται και ο ανθός της ζωής σκορπίζεται μένει πίσω κάτι από τα υλικά απομεινάρια της μάχης (που θα συνεχίσει αλλού πια) ως ενθύμιο και ανάμνηση του περάσματος.
Της μάχης με το φως, τις σκιές και τα αινίγματα.
Καλό ταξίδι Νίκο*
(και καλή αντάμωση)
σχόλια