Ακούω τον Μανώλη Οικονόμου στις ψιθυριστές του περιπλανήσεις, κάθε μεσάνυχτα στον Εν Λευκώ. Λαμβάνω απευθείας τα σήματα που μου στέλνει- όπως ο μπάρμαν για τους κοινωνικούς, υπάρχει καλύτερος εξομολόγος για τους μοναχικούς, από τον ραδιοφωνικό παραγωγό; Αποφεύγει συστηματικά το mainstream, είναι αλλεργικός σε οτιδήποτε εμπορικό και πιστεύει πως η ροκ, η κλασσική που λέμε, είναι η φυλακή του ήχου. Με λίγα λόγια, ψάχνει κάτι διαφορετικό, σε πολλά είδη, και τον εμπιστεύομαι για το γούστο του, όχι μόνο γιατί μου θυμίζει ήχους που αγαπώ, αλλά γιατί οι επιλογές του εκτείνονται σε σύγχρονες ηχογραφήσεις, με άξονα το groove. Πέρα από την ανάλυση του για τις μουσικές τάσεις και τις επιμειξίες, ταυτιζόμαστε σε ένα κυρίαρχο συστατικό: όπως και το σινεμά, η μουσική σου επιτρέπει, αν το επιτρέψεις κι εσύ στον εαυτό σου και ξεφύγεις από κολλήματα και εμμονές, να ταξιδέψεις στον κόσμο και να αφεθείς προεκτάσεις αυτών που ήδη γνωρίζεις, Ο Μανώλης Οικονόμου έχει πάθος και καλό αυτί, και πλέον μια συλλογή για να δείξει πού κινείται.
Η τετραπλή κασετίνα Sweet Moves, ένα πολύτιμο δώρο, που μόλις κυκλοφόρησε, είναι μια πρώτης τάξεως εισαγωγή στο μουσικό του σύμπαν, ένα γερό, συμπυκνωμένο δείγμα των νυχτερινών εκπομπών του. Ξεκινά με blues, το λίκνο και συνδετικό κρίκο όσων θα ακολουθήσουν, Cher, Mike Bloomfield και Long John Baldry, και γρήγορα έρχεται στα δικά του, τη soul και τα παρακλάδια της. Ο Roy Ayers έχει την τιμητική του, ακόμη και ωσεί παρών. Για παράδειγμα, κάποια στιγμή ακούμε το Walking από τους Μπρουκλινέζους Pimps of Joytime, όπου ο Ayers παίζει βιμπράφωνο με τον χαρακτηριστικό του τρόπο (αφού έχουμε γευθεί ένα ακόμη Walking από τον βετεράνο κιθαρίστα και μαέστρο, Walter Branco), και καπάκι έρχεται το δικό του Everybody Loves the Sunshine, αλλά από τον Seu Jorge. Αυτός ο Βραζιλιάνος, μαζί με πολλούς από τη Νότια Αμερική, δίνουν ένα έντονο λάτιν στίγμα στη συλλογή, ποτισμένο από τη λικνιστή, αλλά ποτέ αγοραία φανκ των 70ς.
Το ταλέντο του Μανώλη βρίσκεται στην αλληλουχία, που δεν ακούγεται ποτέ σαν συρραφή. Όλα μπλέκονται σε μια συνέχεια, που φαίνεται καλύτερα αν μεταφέρετε τα τραγούδια σε υπολογιστή και τα ακούσετε (και τα 72) χωρίς διακοπή. Οργανικά ή φωνητικά, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα που δεν ανήκει στον παραδοσιακό διαχωρισμό lounge/χορευτικά, αλλά βάζουν τον ακροατή σε μια διαδικασία απόλαυσης και περιέργειας ταυτόχρονα. Αυτό ακριβώς που μου συμβαίνει όταν ακούω τις εκπομπές του: να αναρωτιέμαι σε ποιό ακριβώς βινύλιο είναι παραχωμένο το That Loving Feeling του Isaac Hayes και το Pipeline των Incredible Bongo Band, ή γιατί δεν έτυχε να έχω ακούσει τους Quantic Soul Orchestra, ή τον Loopez με το απλό κι αιθέριο Las Cosas Simples.
Τζαζ με αλληλεπιδράσεις, κιθάρες και χάμοντ, Αγγλία που λοξοκοιτά στην Αμερική και Αμερική που βλέπει νότια, λευκοί που το λέει η καρδιά τους και μαύροι που ξεφεύγουν από τα στερεότυπα, γυναικείες φωνές που συγκινούν, όπως της Gwen McCrae, θρύλοι όπως ο George Benson και οι Little Feat του πρόωρα χαμένου Lowell George, διασκευές πολλές και απροσδόκητες, τραγούδια σε παραπάνω από μια εκτέλεση, φευγαλέα τριπαρίσματα και ενορχηστρώσεις κινηματογραφικών διαστάσεων, σαλονάτη διάθεση και grind του πεζοδρομίου, όλα συνυπάρχουν με ψυχραιμία και ανοιχτοσύνη. Ο καλύτερος χάρτης για να οδηγηθείτε στη συλλογή είναι να μελετήσετε τα εμπεριστατωμένα liner notes, και να τα ξεχάσετε, για να ακούσετε απερίσπαστοι τη μουσική.
Άντε να πάει καλά και να έχουμε συνέχεια.
Υ.Γ. Μανώλη, ο Λάλο Σίφριν, γιατί λείπει; (άτιμα δικαιώματα...)
σχόλια