Η Επίδαυρος έτυχε φέτος μιας απίστευτης προσέλευσης κοινού και χολιγουντιανής λάμψης, που είχε ενδεχομένως να τη ζήσει απ’ το 1961 με τη Μαρία Κάλλας. Ήταν τέτοιο το πλήθος του κόσμου που ενδιαφέρθηκε να δει την παράσταση του Ριχάρδου του Γ’ του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Σαμ Μέντες και με πρωταγωνιστή τον βραβευμένο με Όσκαρ Κέβιν Σπέισι που για πρώτη φορά στα χρονικά του θεσμού προστέθηκε τρίτη παράσταση, την Κυριακή! Κι ενώ ήδη κάποιοι σχολίαζαν αρνητικά την προσέλευση των ξένων καλλιτεχνών και έβρισκαν άλλοθι στο υψηλό κόστος της παραγωγής, ήτοι 300.000 ευρώ, η αλήθεια είναι ότι η παράσταση απέφερε κέρδη γύρω στα 600.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να καλύψει τα ελλείμματα άλλων παραστάσεων του Φεστιβάλ. Τώρα, όσον αφορά την καλλιτεχνική διάσταση της παράστασης, εκεί κηρύχτηκε ένας μικρός άτυπος «πόλεμος» μέσω του Τύπου, αλλά και σε διαπροσωπικό επίπεδο στις παρέες. Γνωστοί διανοούμενοι ηθοποιοί διαρρήγνυαν με απίστευτο μένος τα ιμάτιά τους λέγοντας ότι δεν έχουν ξαναδεί πιο «παιδαριώδη» σκηνοθεσία και πιο μέτριους ηθοποιούς, του Σπέισι ίσως εξαιρουμένου, ο οποίος «αυτό έλειπε, να μην είχε και φοβερή ενέργεια», όπως ακούστηκε να λέει ένας εξ αυτών. Άλλος παθιασμένος με το θέατρο διανοούμενος έλεγε σε φίλους του: «Χάλια, χάλια η παράσταση, χάλια και ο Σπέισι». Στο lifo.gr είχε κάνει ήδη την εμφάνισή του κείμενο συντάκτη που ανέφερε τις εντυπώσεις του απ’ τον Ριχάρδο και, μεταξύ άλλων, ανέφερε: «Αφελής σκηνοθεσία, μέτριο παίξιμο, εικαστικά στοιχεία που φλυαρούν, έκαναν τον θεατή να μη βλέπει το μεγαλειώδες σχόλιο του Σαίξπηρ πάνω στην ανθρώπινη μοίρα, αλλά να εστιάζει το βλέμμα του στην απλή εξέλιξη της πλοκής του έργου». Από κάτω, βέβαια, ακολουθούσε ένας ορυμαγδός σχολίων, αναλύσεων και αντεγκλήσεων, που άλλοτε υπερασπίζονταν την παράσταση κι επέκριναν το σχόλιο του συντάκτη κι άλλοτε την αναθεμάτιζαν, συμφωνώντας κατ’ επέκταση με τον συντάκτη. Η απάντηση ήρθε απ’ την Ιωάννα Μπλάτσου, μέσα απ’ το protagon.gr, η οποία, σαν να κουνούσε το δάχτυλό της προς όλους τους επικριτές της παράστασης, έγραψε: «Βλέπουμε μια σοβαρή καλλιτεχνική πρόταση από αλλοδαπό θίασο με καταξιωμένους και διεθνώς αναγνωρισμένους συντε- λεστές και βγαίνει όλη η ραγιάδικη μιζέρια μας, όλος ο συντετριμμένος θαυμασμός μας (ο κατά Κίρκεργκωρ ορισμός του «φθόνου»)». Γενικότερα, πρέπει να πούμε ότι όσο και ν’ απογοήτευσε η κάπως συμβατική σκηνοθεσία του τρίωρου Ριχάρδου, η συντριπτική πλειο- νότητα συγκλονίστηκε απ’ την ερμηνεία του Αμερικανού σταρ και διευθυντή του Old Vic. Ο Σπέισι, καθώς φαίνεται, είχε δουλέψει σοβαρά κι αποδείχτηκε προετοιμασμένος για την κάθοδό του στο αρχαίο και τόσο απαιτητικό θέατρο της Επιδαύρου. Η Λουίζα Αρκουμανέα, στην κριτική της στο «Βήμα της Κυριακής», με ασυγκράτητο ενθουσιασμό ισχυρίζεται ότι: «Ο Σπέισι προσδίδει μια πολύ μοντέρνα διάσταση στον ήρωα: πλάθει τον Ριχάρδο-ηθοποιό που καταφεύγει στην τέχνη της υποκριτικής προκειμένου να σαγηνεύσει όχι μόνο τους αντιπάλους του αλλά και, εντελώς στοχευμένα και απερίφραστα, τους θεατές… Αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του παιχνιδιού ο Σπέισι και η παρά- σταση του Μέντες ένα καλό πρόσχημα για να ξεδιπλώσει ο πρώτος το ταλέντο του. Στρωτή, γοργή, χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση, καθιστά πάραυτα το δύσκολο κι ενίοτε κουραστικό αυτό κείμενο του Σαίξπηρ κατανοητό και προσιτό». Εν κατακλείδι, κι απ’ ό,τι φαίνεται, ήταν μια βατή, προσιτή και μεγάλου επαγγελματισμού σαιξπηρική παράσταση για τους πολλούς, από αυτές που οι Έλληνες συνάδελφοί του είτε αδυνατούν να στήσουν είτε απαξιώνουν μετά βδελυγμίας, καθώς τίποτα δεν έχει αναιρεθεί, όπως ψυχαναγκαστικά συμβαίνει σε όλες τις ελληνικές παραστάσεις τραγωδίας, που συνήθως στοχεύουν στην αποδοχή των λίγων.
σχόλια