Μ. Πέμπτη
Από χθες τριβελίζει στο μυαλό μου πόση κίνηση θα βρω στην αθάνατη εθνική οδό Αθηνών-Κορίνθου (και βάλε). Ξεκινάς για να δεις τους δικούς σου αλλά μέχρι να φτάσεις πατρίδα έχεις συγκρατημένη χαρά, να φτάσω με το καλό, πρώτα ο Θεός, να μην τύχει κάτι. Όσο αφήνουμε πίσω τα χιλιόμετρα η διάθεση φτιάχνει. 1η στάση σε ψαροχώρι. Τρώμε δίπλα στο κύμα, η θάλασσα λάδι, η γαρίδα Αμβρακικού, το ψωμί ζυμωτό, ποίημα.
Είμαστε τέσσερις φίλοι στο αυτοκίνητο και όσο πλησιάζει η ώρα να με αφήσουν στην πατρίδα, η περηφάνια φουσκώνει. «Νά, δείτε αριστερά σας την πόλη, το δάσος από πάνω, μυρίστε τη φύση, έχουμε και ωραία λίμνη, όχι μόνο ποτάμι!». Κάθε φορά η ίδια σκέψη, γιατί δε γυρίζω πίσω? Και κάθε φορά η ίδια απάντηση, έφαγα ένα χρόνο από τα φοιτητικά μου χρόνια για ν’ αποβάλλω τη νοοτροπία «τι θα πει ο κόσμος» και ποτέ ξανά δεν τη διεκδίκησα.
Μ. Παρασκευή
Η μαμά θα’ σκαγε αν δεν πήγαινα το πρωί εκκλησία μαζί της. Από χθες μου τρώει τ’αυτιά αλλά καταβάθος και γω θέλω. Θυμάμαι τη Μ. Εβδομάδα όταν έμενα εκεί, κάθε μέρα εκκλησία, μέχρι να φτάσουμε χάζευα τη φύση, μύριζα την άνοιξη, έκλεινα κόκκινα, κίτρινα, πράσινα χρώματα μέσα μου. Στην εκκλησία δεν καταλάβαινα τα λόγια και για να μη βαρεθώ μετρούσα τους αγίους στις εικόνες (ναι μαμά, γι αυτό χάζευα σαν χάνος το ταβάνι), κοιτούσα αυτούς που κάναν το σταυρό τους σα να παίζουν μπουζούκι (αλήθεια, αν ντρέπεσαι μην τον κάνεις!), στο παιδικό μου μυαλό πάντα υπήρχε κάτι που θα μ’έκανε να γελάσω και να φάω το αντίστοιχο αγριοκοίταγμα απ’ τη μητέρα μου. Αλλά το καλύτερο ήταν όταν γυρνούσαμε απ’ τον επιτάφιο που όλη η γειτονιά ζωντάνευε από νέες φωνές, ήταν οι «αθηναίοι» που έρχονταν για το Πάσχα, παντού γέλια, ανοιχτές πόρτες, πασχαλίτσες και πυγολαμπίδες. Φέτος μ’ έπιασε η στενοχώρια. Από τότε που πέθαναν οι γέροι της γειτονιάς, πάνε οι Αθηναίοι, γίνανε αυτοί γέροι και πάνε όπου παντρεύτηκαν τα παιδιά τους. Τουλάχιστον είδα μία πυγολαμπίδα.
Μ. Σάββατο
Ήρθαν, επιτέλους ήρθαν. Η αδερφή μου με την δική της πια οικογένεια. Όσο οι προηγούμενες μέρες είχαν κολλήσει στο χάζεμα του κήπου και είχα ταυτιστεί με τη διαφήμιση που ο τυπάκος λιώνει το πασχαλινό κοκοράκι, τώρα όλα τα λεπτά ρουφιούνται λαίμαργα. Είμαι με την ανιψιά μου κι αυτο αρκεί για να θέλω κι άλλο χρόνο, να ζωγραφίσουμε, να παίξουμε κρυφτό, να δούμε αν τα γατάκια άνοιξαν τα μάτια τους, να διαβάσουμε παραμύθια, να κάνουμε αγκαλιές. Είναι όλοι εδώ. Ευτυχία. (μόνο εσύ λείπεις..)
Κυριακή του Πάσχα
Ο μπαμπάς από νωρίς γυρνά το αρνί στη σούβλα. Χειροκίνητα, επιμένει σε αυτό. Έχουν έρθει θείοι και ξαδέρφια και ανίψια, μεζεδάκια και κρασί στο τραπέζι όσο εγω πίνω ακόμα τον καφέ. Τ’ανίψια έχουν ξεσαλώσει στον κήπο και πολύ πρόθυμα ανέλαβα χρέη γκουβερνάντας. Μπορεί φέτος να παίζουμε τη μικρή Ελένη που κάθεται και κλαίει, αλλα πού θα πάει, του χρόνου θα νοιάζονται για barbie και θα παίζω μαζί τους, μπου χα χα (barbie: παιδικό απωθημένο, άλλη ιστορία).
Απόγευμα. Όταν τέλειωσα με το πλύσιμο των πιάτων, ρώτησα την αδερφή μου αν θυμάται που μικρές είχαμε τσακωθεί για το ποιά θα πρωτοπλύνει τα πιάτα. Με κοιτά με ένα απίστευτα απορημένο βλέμμα, «είναι δυνατόν να τσακωνόμασταν για το ποιά ΘΑ τα πλύνει? Ηλίθια ήμασταν?»
Δευτέρα του Πάσχα
Οπλισμένη με θάρρος και υπομονή, το 6ωρο ταξίδι φάνηκε too good to be true. Στο δρόμο παίζαμε trivial pursuit special edition 1980’s. Ποιός ήξερε ότι ο Δημήτρης Πουλικάκος ήταν ανιψιός του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Έλληνα φιλόσοφου, πολιτικού και ακαδημαϊκού?ε? αυτή η ερώτηση μάς θύμισε τις κοπέλες του next top model που δεν ξέρανε τη Μερκούρη, τη Ρίτα Χέιγουορθ ή την Καζαμπλάνκα. Εγώ μεγάλωσα ή αυτά είναι must?
Αθήνα. 12 χρόνια. Και συ πατρίδα. Καλώς σε βρήκα.
σχόλια